Τα γεγονότα στον Έβρο ανακινούν το σοβαρό ζήτημα της «ανθρωπιστικής διαχείρισης» του μεταναστευτικού. Οι πρεσβευτές των ιδεών της «διεθνιστικότητας» και της «πολυπολιτισμικότητας», στην πλειοψηφική άρνηση αποδοχής της μαζικής εισροής μεταναστών αντιτείνουν το «ανθρωπιστικό χρέος», και προς επίρρωσιν της άποψής τους επικαλούνται από τα… Ευαγγέλια μέχρι τον Μπρεχτ! Χρησιμοποιούν (κατά το δοκούν) τον ρεαλισμό του «ιστορικού υλισμού» για να εξηγήσουν το κακό, αλλά προσφεύγουν στη σχηματικότητα του κηρύγματος για να αξιώσουν τη «μεταναστευτικοποίηση» της ελληνικής κοινής γνώμης.
Είναι ένα πονηρό στρατήγημα, στην πιασάρικη σφαίρα της ηθικής, που αποπολιτικοποιεί τη συζήτηση και επικεντρώνεται σε μια μανιχαϊστική μεταφυσική «καλού-κακού». Και αυτό από μόνο του είναι μια διολίσθηση στον «ανεπαίσθητο φασισμό», αφού ο φασιστικός λόγος αποθεώνεται ως λαϊκισμός ακριβώς γιατί αυτοθεμελιώνεται σε μια ηθική εποπτεία του κοινωνικού.
ΩΣΤΟΣΟ, Η ΜΕΙΖΩΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ της ριζοσπαστικής κοινωνικής σκέψης, του Μαρξισμού αν προτιμάτε, είναι η «αποηθικοποίηση» της ιστορικής ανάλυσης, η αναγωγή της στις δυναμικές των πραγματικών αντιθέσεων και ανταγωνιστικών σχέσεων. Σε μια τέτοια βάση, ο ανθρωπισμός, ως μείζων παράμετρος του κοινωνικού στοχασμού, παύει να είναι ένας εξομοιωτικός ιδεαλισμός και «ασκείται» ως πάλη για τις συνθήκες που διασώζουν το ανθρώπινο με τη λιγότερη δυνατή απώλεια ανθρώπινου λόγου. «Απόκληροι» και «θύματα της κοινωνικής παρακμής» ήταν και οι λούμπεν έως «φιλήσυχοι οικογενειάρχες» που σε διάφορες βαθμίδες συνεργάστηκαν με τις ναζιστικές Αρχές στην Κατοχή. Προφανώς η τιμωρία τους ήταν «πράξη απανθρωπιάς»! Όπως, άλλωστε, ήταν «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» η βία της επαναστατικής κλεφτουριάς στην Τριπολιτσά, και ήταν απλώς «κρατική υπερβολή» το απίστευτο μαζικό έγκλημα της σφαγής του χιώτικου λαού από την οθωμανική κρατική τρομοκρατία!
Το περιβόητο «σε κάθε ερώτηση, η απάντηση είναι ο άνθρωπος», του Μπρετόν, τρέπεται σε κανονική συνενοχή σε συνθήκες γενικής πραγμοποίησης των ανθρωπίνων, αφού προσθέτει απλώς μια ψηφίδα στο γενικό παζλ των αντιφάσεων που πλέον είναι πυρήνας της κοινωνικής συνείδησης και όχι εμπλοκή της. Διότι «άνθρωπος» ήταν και ο Μέγκελε! Ο «άνθρωπος», στο επίπεδο της ιστορικοκοινωνικής ανάλυσης, δεν είναι μια έμβια ατομικότητα αλλά μια συνθήκη ύπαρξης, αλλιώς «φουντάρουμε» στον αστικό ιδεαλισμό του «ουμανισμού» που και την κανιβαλική «ατομική πρωτοβουλία» εκλογίκευσε, και σχεδιασμένη πολιτική εισβολή στο πρώην «ανατολικό μπλοκ» έγινε (τα «ανθρώπινα δικαιώματα»), και το «δικαίωμα στο θάνατο» της ανηθικότητας του Νεοφιλελευθερισμού υποστήριξε.
Η διακινδύνευση της ανθρώπινης ζωής είναι, δυστυχώς, μια ανυπέρβλητη σκληρή αλήθεια εντός της ιστορίας, καθώς, ας πούμε, εμπεριέχεται σε κάθε σύρραξη, σε κάθε σύγκρουση. Είναι αφόρητος επιλεκτισμός αλαζονικής ματαιοδοξίας να αποδέχεσαι την «ελάττωση ηθικής» εδώ και όχι εκεί, ανάλογα με το ειδικότερο συμφέρον σου. Και αυτό, βέβαια, δεν μεταφράζεται σε αδίστακτη εξόντωση μεταναστών κάπου στα σύνορα, αλλά σε αποφασιστική εμμονή στο πρωτείο της συλλογικής αυτοάμυνας, που η εκπλήρωσή της θα επηρεαστεί από την ένταση της «αξίωσης εισόδου». Αν κάποιος απειλεί να αυτοκτονήσει αν δεν του παραχωρήσεις το σπίτι σου, δεν είναι λόγος να του το παραχωρήσεις!
Με ποια λογική και ηθική δεν έχει «προνομιακό δικαίωμα αυτοάμυνας» ένας λαός; Πόσο διαφέρει αυτός ο «ανθρωπισμός» από τις ρητορείες περί «περιττού πολέμου» το ’40 και από την αρετολογούσα ανηθικότητα της «μη βίας» ενάντια σε κάθε εκδήλωση της βαρβαρότητας του συστήματος διότι «είναι μοναδική κι ανεπανάληπτη» η ανθρώπινη ζωή; Γιατί είναι «θύματα ρατσιστικής απανθρωπιάς» οι τεχνητώς συγκεντρωμένοι μετανάστες στα σύνορα, και δεν είναι υποκείμενα τραγωδίας οι φαντάροι που θα σκοτωθούν υπερασπίζοντας την εθνική γη σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου; Γιατί ο «ανθρωπισμός» του αλαλάζοντος φιλελέ δικαιωματισμού δεν εστιάζει στην παραδοσιακή βρόμικη τακτική του ισλαμισμού να προτάσσει γυναικόπαιδα εκβιάζοντας το συναίσθημα του αντιπάλου;
Και γιατί ο «ανθρωπισμός» αυτός, αυτή η δήθεν απολυτοποίηση του ανθρώπου ως θεμελιωτικής αυταξίας δεν επεκτείνεται στο όλο φάσμα της κοινωνικής θέσμισης; Είναι αποδεκτός ο «νεκρός καπιταλίστας», οπότε η ηθική αποκτά μια χυδαία μονομέρεια; Ή, από την άλλη, απορρίπτεται συλλήβδην η επαναστατική βία, οπότε καταποντιζόμαστε σε έναν άκρως αντιδραστικό κοινωνικοπολιτικό πασιφισμό; Όλο αυτό το ρητορικό «χαρτομάνι» απλώς σηματοδοτεί την αγυρτεία μιας ηθικοαναμορφωτικής ψευδοπολιτικής που την μεν καταγγελία της δομικής ανηθικότητας του συστήματος την εξαντλεί σε «γενικά αυτονόητα», την δε αποστροφή για μεμονωμένες και γενικά ελάχιστης έκτασης χυδαίες αντιδράσεις την επιβάλλει στο κέντρο της πρακτικής πολιτικής εμπειρίας.
ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ είναι αν απειλείται βάσιμα η υπόσταση της εθνοκρατικής οντότητας. Διότι, το «κοινωνικό» ιδρύεται εντός του εθνοπολιτισμικού, εντός της συλλογικής ταυτότητας του κοινοτικού ανθρώπου, ως έκφραση των παράγωγων του συλλογικού πράττειν. Ο άνθρωπος διυπάρχει ως υποκείμενο πολιτισμού και όχι, μονοσήμαντα, ως «κοινωνικό προϊόν». Ακόμα και αν η προοπτική της ιστορικότητας είναι μια πλανητική συλλογικότητα, αυτό είναι σε βάθος ιστορικού χρόνου και προϋποθέτει μια εξελισσόμενη οργανική σύγκλιση, αλλιώς (θα) είναι μια ισοπεδωτική βία όπως η τρέχουσα της εξομοιωτικής παγκοσμιοποίησης. Και, επιπλέον, η εθνοκρατική οντότητα ως λειτουργικό πρόταγμα είναι κορυφαίας σπουδαιότητας σε συνθήκες παγκοσμιοποιητικής αναδιάταξης του εθνοπολιτισμικού δυναμικού.
Πρώτα-πρώτα πρέπει να «επικαιροποιηθεί» η διάκριση «μετανάστης-πρόσφυγας», δηλαδή να γίνει σαφές ότι στο πολύ μεγάλο ποσοστό τους, οι άνθρωποι που «συνωστίζονται» στα ελληνικά σύνορα είναι οικονομικοί μετανάστες, εθελοντές της αποδημίας με κίνητρο οικονομικής αποκατάστασης στο πλαίσιο της δυτικής ευημερίας. Είναι τα πλήθη που ανταποκρίνονται στα «ανθρωπιστικά» και πολιτισμικά προσκλητήρια των Γερμανών βιομηχάνων.. Και –δεδομένου του προέχοντος εδώ υλικού συμφέροντος– είναι στοιχειώδης λογική να προκρίνεται ο ελληνικός λαός και το γενικό και ειδικό συμφέρον του.
Ακολούθως, είναι πλέον φαεινότερον του φανερού ότι οι «μεταναστευτικές ροές» δεν συγκροτούνται αποκλειστικά από «απόκληρους» και «θύματα πολέμου», αλλά και (κυρίως) από πρόθυμους για κάθε παροχή υπηρεσιών με αντάλλαγμα οικονομική αποκατάσταση και κάθε άλλη ικανοποίηση (φυλακισμένοι, φανατικοί της θρησκείας) ποιος ο λόγος να γίνει σεβαστή μια τέτοια συνωμοτική είτε ανταγωνιστική πρόθεση; Ποια και πόση «επαναστατικότητα» εμπεριέχεται στην «αριστερή» αποδοχή της διεθνούς εξουσιαστικής γεωπολιτικής και ταξικότητας;
Σε όλο αυτό το επικίνδυνο κομφούζιο, είναι άμεσα ορατή η σχεδιασμένη κεντρική πολιτική του τουρκικού επεκτατισμού. Ο Ερντογάν κατευθύνει τους ντεμέκ «απόκληρους» στα ελληνικά σύνορα, εκβιάζοντας την Ευρώπη (με την προκλητική συναίνεση της Γερμανίας) και εντείνοντας την περικύκλωση της ελληνικής επικράτειας. Η πραγματική πρωταρχική βάση της σύγχρονης «μεγάλης μετακίνησης των λαών», δηλαδή οι πόλεμοι και η φτώχεια, απότοκο των εγγενών τάσεων του διεθνούς συστήματος, μετουσιώνεται (από το ίδιο το σύστημα στις ποικίλες ιδιαίτερες μορφές του) σε «πολιτικά παιχνίδια», σε ένα πολύπλοκο μάρκετινγκ κυριαρχίας και σκοπιμότητας. Και ας μην υποτιμάται ένας παράγων που σε κάθε άλλη περίπτωση προβάλλεται ως «μείζων»: η «πλύση εγκεφάλου» από τον χειραγωγικό δεσποτισμό της Μιντιακής Εξουσίας που εμφυτεύει αρχέτυπα μιας εμπορευματικής διεθνιστικής κουλτούρας.
«Γι’ αυτό ποθώ τη συμπαράστασή σας, και να κάνω με μάσκα τη δουλειά κρυφά από τα κοινά μάτια, για πολλούς σπουδαίους λόγους», εξομολογείται ο Μάκβεθ στους δολοφόνους που θέλει να μισθώσει. Οι «δολοφόνοι», εν προκειμένω, είναι οι «άγγελοι εξάγγελοι» της αεθνικότητας και της νομαδικής πολυπολιτισμικότητας, που επικαλούμενοι το «ηθικό χρέος» τής άνευ όρων ανταπόκρισης στη μεταναστευτική αξίωση να καταργήσει η Ελλάδα εθελοντικά τα σύνορά της, απλώς συστήνουν έναν εσωτερικό πολιορκητικό κριό συμπληρωματικό της ολοφάνερης εξωτερικής επιβουλής.
Με το διαφημιστικό «ανθρωπιστικό πρόταγμα» μετατρέπουν μια πολιτική στρατηγική σε «κρίση της ανθρώπινης συνείδησης», και, έτσι, υποκαθιστούν τη ζωντανή ιστορία από «ηθικά διλήμματα». Είναι ακριβώς η ρητορική του ανερχόμενου χιτλερισμού, ο οποίος διερμήνευε την βαθιά κρίση του Γερμανικού συστήματος με την ηθικολογική βιοπολιτική του «εβραϊκού κινδύνου»: η «δημόσια ηθική» κινδύνευε από την «εκφυλισμένη ταυτότητα» του «μιαρού Εβραίου». Έτσι και στα καθ’ ημάς, η «κοινωνική απελευθέρωση», η «σοσιαλιστική ουτοπία», ακυρώνεται από την «απανθρωπιά» του «μέσου Έλληνα νοικοκύρη». Η «μάσκα του δολοφόνου», εν προκειμένω, είναι ακριβώς η «αγγελική αρετή του πρωταρχικού ανθρωπισμού», όπου συσκοτίζεται η καθοριστική διαλεκτική συγκρότησης του Πραγματικού.
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας
Είναι ένα πονηρό στρατήγημα, στην πιασάρικη σφαίρα της ηθικής, που αποπολιτικοποιεί τη συζήτηση και επικεντρώνεται σε μια μανιχαϊστική μεταφυσική «καλού-κακού». Και αυτό από μόνο του είναι μια διολίσθηση στον «ανεπαίσθητο φασισμό», αφού ο φασιστικός λόγος αποθεώνεται ως λαϊκισμός ακριβώς γιατί αυτοθεμελιώνεται σε μια ηθική εποπτεία του κοινωνικού.
ΩΣΤΟΣΟ, Η ΜΕΙΖΩΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ της ριζοσπαστικής κοινωνικής σκέψης, του Μαρξισμού αν προτιμάτε, είναι η «αποηθικοποίηση» της ιστορικής ανάλυσης, η αναγωγή της στις δυναμικές των πραγματικών αντιθέσεων και ανταγωνιστικών σχέσεων. Σε μια τέτοια βάση, ο ανθρωπισμός, ως μείζων παράμετρος του κοινωνικού στοχασμού, παύει να είναι ένας εξομοιωτικός ιδεαλισμός και «ασκείται» ως πάλη για τις συνθήκες που διασώζουν το ανθρώπινο με τη λιγότερη δυνατή απώλεια ανθρώπινου λόγου. «Απόκληροι» και «θύματα της κοινωνικής παρακμής» ήταν και οι λούμπεν έως «φιλήσυχοι οικογενειάρχες» που σε διάφορες βαθμίδες συνεργάστηκαν με τις ναζιστικές Αρχές στην Κατοχή. Προφανώς η τιμωρία τους ήταν «πράξη απανθρωπιάς»! Όπως, άλλωστε, ήταν «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» η βία της επαναστατικής κλεφτουριάς στην Τριπολιτσά, και ήταν απλώς «κρατική υπερβολή» το απίστευτο μαζικό έγκλημα της σφαγής του χιώτικου λαού από την οθωμανική κρατική τρομοκρατία!
Το περιβόητο «σε κάθε ερώτηση, η απάντηση είναι ο άνθρωπος», του Μπρετόν, τρέπεται σε κανονική συνενοχή σε συνθήκες γενικής πραγμοποίησης των ανθρωπίνων, αφού προσθέτει απλώς μια ψηφίδα στο γενικό παζλ των αντιφάσεων που πλέον είναι πυρήνας της κοινωνικής συνείδησης και όχι εμπλοκή της. Διότι «άνθρωπος» ήταν και ο Μέγκελε! Ο «άνθρωπος», στο επίπεδο της ιστορικοκοινωνικής ανάλυσης, δεν είναι μια έμβια ατομικότητα αλλά μια συνθήκη ύπαρξης, αλλιώς «φουντάρουμε» στον αστικό ιδεαλισμό του «ουμανισμού» που και την κανιβαλική «ατομική πρωτοβουλία» εκλογίκευσε, και σχεδιασμένη πολιτική εισβολή στο πρώην «ανατολικό μπλοκ» έγινε (τα «ανθρώπινα δικαιώματα»), και το «δικαίωμα στο θάνατο» της ανηθικότητας του Νεοφιλελευθερισμού υποστήριξε.
Η διακινδύνευση της ανθρώπινης ζωής είναι, δυστυχώς, μια ανυπέρβλητη σκληρή αλήθεια εντός της ιστορίας, καθώς, ας πούμε, εμπεριέχεται σε κάθε σύρραξη, σε κάθε σύγκρουση. Είναι αφόρητος επιλεκτισμός αλαζονικής ματαιοδοξίας να αποδέχεσαι την «ελάττωση ηθικής» εδώ και όχι εκεί, ανάλογα με το ειδικότερο συμφέρον σου. Και αυτό, βέβαια, δεν μεταφράζεται σε αδίστακτη εξόντωση μεταναστών κάπου στα σύνορα, αλλά σε αποφασιστική εμμονή στο πρωτείο της συλλογικής αυτοάμυνας, που η εκπλήρωσή της θα επηρεαστεί από την ένταση της «αξίωσης εισόδου». Αν κάποιος απειλεί να αυτοκτονήσει αν δεν του παραχωρήσεις το σπίτι σου, δεν είναι λόγος να του το παραχωρήσεις!
Με ποια λογική και ηθική δεν έχει «προνομιακό δικαίωμα αυτοάμυνας» ένας λαός; Πόσο διαφέρει αυτός ο «ανθρωπισμός» από τις ρητορείες περί «περιττού πολέμου» το ’40 και από την αρετολογούσα ανηθικότητα της «μη βίας» ενάντια σε κάθε εκδήλωση της βαρβαρότητας του συστήματος διότι «είναι μοναδική κι ανεπανάληπτη» η ανθρώπινη ζωή; Γιατί είναι «θύματα ρατσιστικής απανθρωπιάς» οι τεχνητώς συγκεντρωμένοι μετανάστες στα σύνορα, και δεν είναι υποκείμενα τραγωδίας οι φαντάροι που θα σκοτωθούν υπερασπίζοντας την εθνική γη σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου; Γιατί ο «ανθρωπισμός» του αλαλάζοντος φιλελέ δικαιωματισμού δεν εστιάζει στην παραδοσιακή βρόμικη τακτική του ισλαμισμού να προτάσσει γυναικόπαιδα εκβιάζοντας το συναίσθημα του αντιπάλου;
Και γιατί ο «ανθρωπισμός» αυτός, αυτή η δήθεν απολυτοποίηση του ανθρώπου ως θεμελιωτικής αυταξίας δεν επεκτείνεται στο όλο φάσμα της κοινωνικής θέσμισης; Είναι αποδεκτός ο «νεκρός καπιταλίστας», οπότε η ηθική αποκτά μια χυδαία μονομέρεια; Ή, από την άλλη, απορρίπτεται συλλήβδην η επαναστατική βία, οπότε καταποντιζόμαστε σε έναν άκρως αντιδραστικό κοινωνικοπολιτικό πασιφισμό; Όλο αυτό το ρητορικό «χαρτομάνι» απλώς σηματοδοτεί την αγυρτεία μιας ηθικοαναμορφωτικής ψευδοπολιτικής που την μεν καταγγελία της δομικής ανηθικότητας του συστήματος την εξαντλεί σε «γενικά αυτονόητα», την δε αποστροφή για μεμονωμένες και γενικά ελάχιστης έκτασης χυδαίες αντιδράσεις την επιβάλλει στο κέντρο της πρακτικής πολιτικής εμπειρίας.
ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ είναι αν απειλείται βάσιμα η υπόσταση της εθνοκρατικής οντότητας. Διότι, το «κοινωνικό» ιδρύεται εντός του εθνοπολιτισμικού, εντός της συλλογικής ταυτότητας του κοινοτικού ανθρώπου, ως έκφραση των παράγωγων του συλλογικού πράττειν. Ο άνθρωπος διυπάρχει ως υποκείμενο πολιτισμού και όχι, μονοσήμαντα, ως «κοινωνικό προϊόν». Ακόμα και αν η προοπτική της ιστορικότητας είναι μια πλανητική συλλογικότητα, αυτό είναι σε βάθος ιστορικού χρόνου και προϋποθέτει μια εξελισσόμενη οργανική σύγκλιση, αλλιώς (θα) είναι μια ισοπεδωτική βία όπως η τρέχουσα της εξομοιωτικής παγκοσμιοποίησης. Και, επιπλέον, η εθνοκρατική οντότητα ως λειτουργικό πρόταγμα είναι κορυφαίας σπουδαιότητας σε συνθήκες παγκοσμιοποιητικής αναδιάταξης του εθνοπολιτισμικού δυναμικού.
Πρώτα-πρώτα πρέπει να «επικαιροποιηθεί» η διάκριση «μετανάστης-πρόσφυγας», δηλαδή να γίνει σαφές ότι στο πολύ μεγάλο ποσοστό τους, οι άνθρωποι που «συνωστίζονται» στα ελληνικά σύνορα είναι οικονομικοί μετανάστες, εθελοντές της αποδημίας με κίνητρο οικονομικής αποκατάστασης στο πλαίσιο της δυτικής ευημερίας. Είναι τα πλήθη που ανταποκρίνονται στα «ανθρωπιστικά» και πολιτισμικά προσκλητήρια των Γερμανών βιομηχάνων.. Και –δεδομένου του προέχοντος εδώ υλικού συμφέροντος– είναι στοιχειώδης λογική να προκρίνεται ο ελληνικός λαός και το γενικό και ειδικό συμφέρον του.
Ακολούθως, είναι πλέον φαεινότερον του φανερού ότι οι «μεταναστευτικές ροές» δεν συγκροτούνται αποκλειστικά από «απόκληρους» και «θύματα πολέμου», αλλά και (κυρίως) από πρόθυμους για κάθε παροχή υπηρεσιών με αντάλλαγμα οικονομική αποκατάσταση και κάθε άλλη ικανοποίηση (φυλακισμένοι, φανατικοί της θρησκείας) ποιος ο λόγος να γίνει σεβαστή μια τέτοια συνωμοτική είτε ανταγωνιστική πρόθεση; Ποια και πόση «επαναστατικότητα» εμπεριέχεται στην «αριστερή» αποδοχή της διεθνούς εξουσιαστικής γεωπολιτικής και ταξικότητας;
Σε όλο αυτό το επικίνδυνο κομφούζιο, είναι άμεσα ορατή η σχεδιασμένη κεντρική πολιτική του τουρκικού επεκτατισμού. Ο Ερντογάν κατευθύνει τους ντεμέκ «απόκληρους» στα ελληνικά σύνορα, εκβιάζοντας την Ευρώπη (με την προκλητική συναίνεση της Γερμανίας) και εντείνοντας την περικύκλωση της ελληνικής επικράτειας. Η πραγματική πρωταρχική βάση της σύγχρονης «μεγάλης μετακίνησης των λαών», δηλαδή οι πόλεμοι και η φτώχεια, απότοκο των εγγενών τάσεων του διεθνούς συστήματος, μετουσιώνεται (από το ίδιο το σύστημα στις ποικίλες ιδιαίτερες μορφές του) σε «πολιτικά παιχνίδια», σε ένα πολύπλοκο μάρκετινγκ κυριαρχίας και σκοπιμότητας. Και ας μην υποτιμάται ένας παράγων που σε κάθε άλλη περίπτωση προβάλλεται ως «μείζων»: η «πλύση εγκεφάλου» από τον χειραγωγικό δεσποτισμό της Μιντιακής Εξουσίας που εμφυτεύει αρχέτυπα μιας εμπορευματικής διεθνιστικής κουλτούρας.
«Γι’ αυτό ποθώ τη συμπαράστασή σας, και να κάνω με μάσκα τη δουλειά κρυφά από τα κοινά μάτια, για πολλούς σπουδαίους λόγους», εξομολογείται ο Μάκβεθ στους δολοφόνους που θέλει να μισθώσει. Οι «δολοφόνοι», εν προκειμένω, είναι οι «άγγελοι εξάγγελοι» της αεθνικότητας και της νομαδικής πολυπολιτισμικότητας, που επικαλούμενοι το «ηθικό χρέος» τής άνευ όρων ανταπόκρισης στη μεταναστευτική αξίωση να καταργήσει η Ελλάδα εθελοντικά τα σύνορά της, απλώς συστήνουν έναν εσωτερικό πολιορκητικό κριό συμπληρωματικό της ολοφάνερης εξωτερικής επιβουλής.
Με το διαφημιστικό «ανθρωπιστικό πρόταγμα» μετατρέπουν μια πολιτική στρατηγική σε «κρίση της ανθρώπινης συνείδησης», και, έτσι, υποκαθιστούν τη ζωντανή ιστορία από «ηθικά διλήμματα». Είναι ακριβώς η ρητορική του ανερχόμενου χιτλερισμού, ο οποίος διερμήνευε την βαθιά κρίση του Γερμανικού συστήματος με την ηθικολογική βιοπολιτική του «εβραϊκού κινδύνου»: η «δημόσια ηθική» κινδύνευε από την «εκφυλισμένη ταυτότητα» του «μιαρού Εβραίου». Έτσι και στα καθ’ ημάς, η «κοινωνική απελευθέρωση», η «σοσιαλιστική ουτοπία», ακυρώνεται από την «απανθρωπιά» του «μέσου Έλληνα νοικοκύρη». Η «μάσκα του δολοφόνου», εν προκειμένω, είναι ακριβώς η «αγγελική αρετή του πρωταρχικού ανθρωπισμού», όπου συσκοτίζεται η καθοριστική διαλεκτική συγκρότησης του Πραγματικού.
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας
Πηγή: edromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου