Να, λοιπόν, που μέσα στη βαρβαρότητα, στην “έρημη πόλη, ασπρισμένη από τη σκόνη, πλημμυρισμένη από μυρωδιές” ανοιξιάτικες, εκεί που “αντηχούσε το ουρλιαχτό του ανέμου και βογκούσε σαν ένα νησί που το χτύπησε η συμφορά”*, να, λοιπόν, που φαίνεται πια να μαθαίνουν σιγά σιγά “πως υπάρχει κάτι που πάντοτε μπορείς να λαχταράς και καμιά φορά να το κερδίζεις: η ανθρώπινη τρυφερότητα»**. Η τρυφερότητα που δίνεις και σου επιστρέφεται στα πλαίσια όχι της αγέλης, αλλά της κοινωνίας, εκείνης δηλαδή της συλλογικότητας που σου θυμίζει την ύπαρξή της στα δύσκολα, εκείνης που επιμένει να υπάρχει όσο κι αν επικαλύπτεται από τις φωνασκίες των ατόμων. Των ιδιωτών και της ιδιωτίας τους.
Έτσι, με τον τρόπο που ο επιτετραμμένος (εκλεκτός) της κυβέρνησης της Ν.Δ., καθηγητής Τσιόδρας, προφέρει κατά τις ενημερώσεις του τον όρο “κοινότητα”, μοιάζει να επανευρίσκει τον ξεχασμένο άνθρωπο, πέρα από το άτομο-πελάτη της αγοράς του ακροφιλελευθερισμού. Της αγοράς, μιας, στην κυριολεξία, ιδέας, στην οποία όμνυε, ελάχιστες μέρες πριν, η ίδια κυβέρνηση, αυτή που τον τοποθέτησε στη θέση του. Και που ξαναθυμήθηκε τις συνειδήσεις των “ατόμων” και τώρα στοχεύει σ’ αυτές προκειμένου να τις μεταλλάξει ώστε να λησμονήσουν τη συστηματική προπαγάνδα για την απαξίωση της έννοιας του δημόσιου αγαθού, τα νοσοκομεία που έκλειναν το ένα μετά το άλλο, ως αχρείαστα, τα ΣΔΙΤ -εισχώρηση ιδιωτών στο χώρο της υγείας και άλλα παρόμοια, ανθιυγιεινά.
Η πολιτική “στροφή στην κοινωνία” σηματοδοτείται, επιπλέον, με μια σειρά μέτρων, χαρακτηριστικής προχειρότητας στο σχεδιασμό τους: από τους διορισμούς γιατρών και νοσηλευτών -άγνωστον ποιους αφορούν, για πόσο κ.ο.κ.-, το δώρο το Πάσχα -δίδεται, κόβεται, ενισχύεται και άλλα αλλοπρόσαλλα παρόμοια– έως τα κονδύλια για την τόνωση της αγοράς -πόσα, πού θα κατευθυνθούν-, η σύγχυση είναι προφανής. Διότι όταν αναγκάζεσαι να στραφείς ενάντια στις αρχές και τις ιδέες σου, υπό την πίεση μίας ακόμα κρίσης του συστήματος, σύστημα το οποίο στήριζες και σε στήριζε, το μπέρδεμα της πολιτικής είναι φυσικό επόμενο.
Σήμερα βρισκόμαστε σε καθεστώς πολέμου. Οι επιζήσαντες θα κληθούν να επιβιώσουν σε ένα νέο καθεστώς, με μια καινούργια συνθήκη. Αλλά η ουσιαστική επιστροφή στην “κοινότητα”, την αλληλεγγύη και το προνοιακό κράτος, παρά τις διάφορες μεγαλοστομίες, δεν είναι δεδομένη.
Αν και ο καπιταλισμός δημιουργεί και τα αίτια μιας πιθανής καταστροφής του, «είναι μία απίθανη μηχανή παραγωγής ευημερίας, διότι ο πλούτος που παράγει ξεπερνά κατά πολύ τα ερείπια που αφήνει πίσω του», έλεγε ο Γιόζεφ Σουμπέτερ. Διαφωνώντας με τον Μαρξ, θεωρεί πως μέσον επιβίωσης του καπιταλισμού είναι ετούτη ακριβώς η «δημιουργική καταστροφή» του, “η οποία ασταμάτητα και εκ των έσω επαναστατικοποιεί τις οικονομικές δομές, καταστρέφοντας τις παλαιές και δημιουργώντας καινούργιες».
Αν και ο Σουμπέτερ θεωρεί απαραίτητη για την επιβίωση του καπιταλισμού τη στροφή του στην κοινωνία, η μικρή ιστορία του τελευταίου αιώνα δείχνει πως ακόμα και ένας “καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο”, κάθε φορά που κατατρώγεται από τις αντιφάσεις του, ρημάζει κυρίως, μόνο τις υποτελείς τάξεις. Έτσι και σήμερα: μετά την επερχόμενη καταστροφή κεφαλαίου, που θα ακολουθήσει την πανδημία, όσο το πνεύμα του Ριγκανοθατσερισμού θα πλανάται πάνω από τον δυτικό κόσμο και όσο θα κυβερνούν οι ακροφιλελεύθεροι, που μοναχά κατά περίπτωση ενθυμούνται το ρόλο του κράτους, η “ανθρώπινη τρυφερότητα” που μνημονεύει ο Καμύ θα μείνει προσχηματική. Για να καλύπτει τις πομπές του υπερκέρδους εκείνων που αντιμετωπίζουν τον θάνατο ως πηγή κερδοφορίας.
artinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου