Eίναι ένα ακόμη πρωί Τρίτης στη Θεσσαλονίκη, όμως τα πάντα μοιάζουν διαφορετικά. Κλείνουμε την εξώπορτα πίσω μας και βγαίνουμε στη Δημητρίου. Κοιτάμε δεξιά και αριστερά. Λίγοι άνθρωποι, αγριεμένοι, με το κεφάλι σκυφτό και τη μύτη χωμένη σε μια μάσκα ή στον γιακά κάποιας ζακέτας. Περπατάνε γρήγορα με δυο σακούλες στο χέρι. Πού και πού σου ρίχνουν... κάνα βλέμμα βιαστικό, πριν σε προσπεράσουν. Η Δημητρίου που ξέρω, με τις φωνές της, με τους εμπόρους που κάνουν το πρωινό τσιγάρο πριν πιάσουν δουλειά, με τους ανθρώπους που συνομιλούν στο πεζοδρόμιο και την ασταμάτητη κίνηση είναι το πρώτο πράγμα που εξανεμίζεται ξεκινώντας αυτήν τη διαδρομή.
Προχωράμε. Ελάχιστα μαγαζιά είναι ανοιχτά, φαρμακεία και καταστήματα με είδη πρώτης ανάγκης. Οι υπάλληλοι μας κοιτάνε χωμένοι στο βάθος των διαδρόμων, καρφωμένοι στις καρέκλες τους, όσο τα προσπερνάμε. Η Αφροδίτη, η φαρμακοποιός της γειτονιάς, με χαιρετάει. Λέει μια «καλημέρα» πίσω από τη μάσκα που καλύπτει το πρόσωπό της κι εμείς την πλησιάζουμε.
Ένα καρουζέλ, έρημο, που ξεχάστηκε εκεί σαν να είναι ακόμη Χριστούγεννα. Σαν να 'χει παγώσει ο χρόνος. Έτσι θα 'θελα να παγώσει και τώρα. Να περάσουν οι μήνες. Να βγούμε με τις βερμούδες και τα t-shirts και η Θεσσαλονίκη να σφύζει από ζωή.
«Ο κόσμος είναι σε πανικό. Αρχίζει να προσέχει, δεν ξέρει όμως καθόλου να το κάνει. Προσέχει πράγματα που δεν πρέπει και άλλα που πρέπει, όχι. Αντιλαμβάνεται κάποια έτσι όπως δεν είναι. Έχει πολύ φόβο, προφανώς γιατί δεν γνωρίζει. Θεωρώ ότι ο φόβος του είναι γενικός. Νομίζει ότι κινδυνεύει από παντού» μου λέει.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο, πατήστε ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου