Γιάννης Μυλόπουλος
Η κατάρρευση των δημόσιων δαπανών για την υγεία, η συρρίκνωση των δομών της και η μείωση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία ήταν μεταξύ των κορυφαίων «μεταρρυθμίσεων» που θα συνέβαλαν στην εξυγίανση της οικονομίας της χρεωκοπημένης Ελλάδας και θα την οδηγούσαν στην επόμενη ημέρα. Μια ημέρα όπου η επιχειρηματικότητα θα έβρισκε γόνιμο έδαφος (και) στον τομέα της υγείας, με ιδιωτικές επενδύσεις και μεγάλη κερδοφορία που θα έφερναν πιο γρήγορα την ανάπτυξη.
Μόλις όμως τα πράγματα σοβάρεψαν, μόλις δηλαδή μαζεύτηκαν τα πρώτα απειλητικά για την υγεία και τη ζωή του πληθυσμού σύννεφα εξ αιτίας των συνθηκών πανδημίας που προκάλεσε ένας επικίνδυνα εξαπλωνόμενος ιός, τα πράγματα αντιστράφηκαν. Η προτεραιότητα της ιδιωτικής υγείας υποχώρησε και τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, οι επενδύσεις στα οποία είχαν πολυδιαφημιστεί, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.
Η ανάγκη σοβαρής αντιμετώπισης του κινδύνου ανέδειξε την ανάγκη ισχυρού συστήματος δημόσιας υγείας, επαρκών δημόσιων δομών και δημόσιων νοσοκομείων και εξειδικευμένου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στα δημόσια νοσηλευτήρια και πανεπιστήμια, εκεί δηλαδή όπου παρέχεται η σοβαρή ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη και φροντίδα. Τα ΜΜΕ προβάλλουν το εξαιρετικά σημαντικό και κοινωνικά χρήσιμο έργο που παρέχεται από τις δημόσιες δομές της υγείας, εκεί όπου φιλοξενούνται μονάδες αναφοράς του κορωνοϊού και η προσοχή όλων στρέφεται προς τους καθηγητές ιατρικής του δημόσιου πανεπιστημίου και τους επιστήμονες του δημόσιου συστήματος υγείας, λοιμωξιολόγους, επιδημιολόγους και συναφείς ειδικότητες που μέχρι πρότινος ήταν στα… αζήτητα.
Η ίδια η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη μάλιστα, αναγκάστηκε κάτω από το βάρος της επείγουσας ανάγκης, να προκηρύξει με τη διαδικασία του επείγοντος την πρόσληψη 2000 θέσεων νοσηλευτικού προσωπικού στο βαριά ελλειμματικό σε υποδομές και προσωπικό δημόσιο σύστημα υγείας.
«Ουδέν κακόν αμιγές καλού» θα πείτε. Όπως και να έχει, ακόμη και οι… ταλιμπάν του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού αναγκάστηκαν, έστω και πολύ καθυστερημένα, να παραδεχτούν την ανάγκη ενός υγιούς και αποτελεσματικού συστήματος υγείας, παίρνοντας μέτρα για την αποκατάστασή του. Έστω και εκ των υστέρων, έστω και εν μέσω συνθηκών πανδημίας και κρίσης.
«Ουδέν κακόν αμιγές καλού» θα πείτε. Όπως και να έχει, ακόμη και οι… ταλιμπάν του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού αναγκάστηκαν, έστω και πολύ καθυστερημένα, να παραδεχτούν την ανάγκη ενός υγιούς και αποτελεσματικού συστήματος υγείας, παίρνοντας μέτρα για την αποκατάστασή του. Έστω και εκ των υστέρων, έστω και εν μέσω συνθηκών πανδημίας και κρίσης.
Αντιλαμβάνονται και αποδέχονται λοιπόν σήμερα όλοι, που ο κίνδυνος για τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων είναι προ των πυλών, ότι υπάρχουν αγαθά, όπως η υγεία, αλλά και η παιδεία, (στα κανάλια και στις υγειονομικές επιτροπές που διόρισε η κυβέρνηση συμμετέχουν αποκλειστικά καθηγητές ιατρικής και επιστήμονες από το δημόσιο σύστημα υγείας), που κατ΄ εξοχήν πρέπει να διατηρηθούν σε δημόσιο έλεγχο, προκειμένου να προστατευθεί η ζωή του κοινωνικού συνόλου, αλλά και να εμποδιστεί η επαπειλούμενη κατάρρευση της οικονομίας, εξ αιτίας ακριβώς της εξάπλωσης του ιού και των μεγάλων ελλείψεων στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Να λοιπόν που και οι δημόσιοι τομείς επεμβαίνουν στην ελεύθερη οικονομία με τρόπο καθοριστικό και παράγουν άμεσο οικονομικό αποτέλεσμα. Ακόμη και με τη μορφή της απειλής οικονομικού κραχ και κατάρρευσης της οικονομίας, σε συνθήκες ελλειμματικού δημόσιου συστήματος υγείας, όπως τώρα. Οι ολέθριες και μη αντιστρεπτές επιπτώσεις που έχει στην οικονομία της αγοράς μια πανδημία έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου και στους πιο ακραίους, ακόμη, νεοφιλελεύθερους, που έγιναν σε μια νύχτα… σοσιαλιστές, επενδύοντας, σαν σανίδα σωτηρίας, στο δημόσιο σύστημα υγείας που μέχρι χτες απαξίωναν και υποβάθμιζαν, δήθεν για το καλό της… οικονομίας.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από αυτήν που η ζωή αποκάλυψε, ότι ο δημόσιος τομέας συμμετέχει στην οικονομία της αγοράς και έχει θετικό ή αρνητικό, ανάλογα με τις συνθήκες, οικονομικό αποτύπωμα στην οικονομία. Με δυο λόγια και ο δημόσιος τομέας συμμετέχει στην ελεύθερη οικονομία παράγοντας κέρδη ή προκαλώντας ζημιές, ανάλογα με την περίπτωση. Που σημαίνει ότι και το δημόσιο είναι οικονομικός παράγοντας και μάλιστα καθοριστικός, καθώς συμμετέχει ενεργά και πρωταγωνιστικά στην οικονομία της αγοράς.
Ακόμη και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο από την πτώση των χρηματιστηρίων ανά τον κόσμο, ως αποτέλεσμα του φαινομένου - ντόμινο, της παράπλευρης κατάρρευσης δηλαδή μεγάλων τομέων της οικονομίας, όπως του τουρισμού και των μεταφορών, (τεράστιο το οικονομικό πλήγμα από την απαγόρευση των πτήσεων από και προς τις ΗΠΑ που ανακοίνωσε ο Τραμπ), εξ αιτίας του κορωνοϊού, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Έχουν ήδη λοιπόν προαναγγελθεί αποφάσεις για την αναθεώρηση προς τα πάνω του ορίου του 3% στα ελλείμματα του δημόσιου τομέα, προκειμένου να προχωρήσουν οι πληττόμενες από τον ιό οικονομίες σε υπέρβαση δαπανών για να ενισχύσουν τα ελλειμματικά συστήματα δημόσιας υγείας τους, ώστε να μπορέσει αποτελεσματικά να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της πανδημίας εξ αιτίας του κορωνοϊού. Και μέσω αυτού να αποκατασταθεί και η ισορροπία στις αγορές.
Μόνος που φαίνεται να μην αντιλήφθηκε την εντυπωσιακή ανατροπή που η ίδια η ζωή επιφύλασσε στην οικονομία και στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, είναι ο υπουργός Ανάπτυξης της κυβέρνησης ΝΔ, Άδωνις Γεωργιάδης. Εμμονικά κολλημένος στη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία της απόλυτης, χωρίς παρεμβάσεις, ελευθερίας της αγοράς, ακόμη και σε συνθήκες πανδημίας, επιμένει ότι ο τριπλασιασμός στην τιμή των αναγκαίων για τη δημόσια υγιεινή αντισηπτικών, δεν συνιστά αισχροκέρδεια, αλλά απλό σύμπτωμα του νόμου της αύξησης της ζήτησης σε μια ελεύθερη οικονομία.
Ας τον ενημερώσει κάποιος ότι ως υπουργός Ανάπτυξης, όσο υποστηρίζει την αισχροκερδή άνοδο της τιμής των ειδών πρώτης ανάγκης ως φυσιολογική αντίδραση των νόμων της αγοράς, άλλο τόσο ΔΕΝ πρέπει να παρέμβει παίρνοντας μέτρα για την υποστήριξη των τομέων εκείνων της οικονομίας που πλήττονται στην παρούσα συγκυρία, από τις ίδιες αιτίες που επιτρέπουν την κερδοσκοπία.
Το «μονά – ζυγά υπέρ των ιδιωτικών συμφερόντων», αγγίζει τα όρια του σκανδάλου, όπως και τα διεθνή οικονομικά συστήματα αναγκάστηκαν να αποδεχθούν υπό το βάρος της κατάρρευσης των αγορών. Η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι οι νόμοι της αγοράς δεν πρέπει να λειτουργούν κατά το δοκούν και πάντα μονότονα, προς όφελος των κερδοσκόπων…
* Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος, Καθηγητής ΑΠΘ και Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου