Την πρώτη την άκουσα απ' τον γιο του. Τη δεύτερη, απ' τον ίδιο.
«Μεγάλο πια, τον ρώτησα: Γιατί ρε πατέρα; Πήγες φαντάρος τρία χρόνια, κατευθείαν μετά πολέμησες στο Αλβανικό Μέτωπο και μετά μπήκες και στην Αντίσταση μέσα στην Κατοχή. Γιατί;... Ξέρεις τι μου απάντησε; “Και τι άλλο να 'κανα;”».
«Για πες μου κυρ Γιώργο, πώς... χωράγατε τόσοι νοματαίοι σ' ένα δωμάτιο απ' αυτά τα πέτρινα που βλέπω διάσπαρτα στο νησί;». «Χωράγαμε. Τέσσερα παιδιά, μάνα, πατέρας. Η μάνα πέθανε νωρίς. Η θεία μας μάς μεγάλωσε. Παιδιά, άντρα δεν είχε -μας ανάθρεψε. Ενα παντελονάκι, κι αυτό κοντό, κι ένα πουκάμισο. Χειμώνα, καλοκαίρι. Τα χίλια μπαλώματα. Για παπούτσια μήτε λόγος. Σόλες είχαν γίνει τα ποδάρια από κάτω. Είχαμε πηγάδι κι ό,τι σπέρναμε τρώγαμε. Με την Κατοχή ήταν δύσκολα. Εως τη Δευτέρα Δημοτικού πήγα και μου 'δωσαν απολυτήριο Τρίτης χαριστικά. Κάτι να διαβάζω ξέρω, γράφω πού και πού και στην τοπική εφημερίδα, τα καταφέρνω. Στον Εμφύλιο και μετά, δωσιλόγους είχαμε καμιά δεκαριά. Τους ξέραμε.
Κάποιος ζει ακόμα νομίζω. Είχε έρθει ομάδα από Αθήνα να τους φάει, μα έπεσε σύρμα και τους προλάβανε. Κανείς δεν γύρισε πίσω από κείνη την ομάδα. Τους έφαγαν εκεινούς τελικά... Στη Χούντα, καλά περάσαμε εμείς οι αγρότες. Εντάξει, υπήρχαν και κάποιοι αναρχικοί. Αυτοί κακοπέρασαν». «Και τώρα, πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Σαν τι ψηφίζεις δηλαδή;». «Μωρέ όλοι ίδιοι είναι. Το τομάρι τους κοιτάνε... Μητσοτάκη ψήφισα. Για να φύγει η βρόμα του ΣΥΡΙΖΑ». «Τι μου λες; Απλυτος ήρθε ο Τσίπρας στο νησί;». «Να φύγει σου λέω». «Οι άλλοι είναι καλύτεροι;». «Ε και; Αυτός να μην είναι...».
Ο πρώτος δεν ζει πια. Ο γιος του, απ' τους «αναρχικούς» ήταν που «κακοπέρασαν στη Χούντα». Δεν ήταν αγρότης, βλέπεις. Τι να γίνει, τυχερά είν' αυτά... Ο δεύτερος ζει κι είναι μια χαρά κι ας γεννήθηκε το 1933, ούτε καν του φαίνεται, και την οικογένειά του κοντά έχει και τη θάλασσα δίπλα και τον ορίζοντα ν' ατενίζει. Και μακάρι να τον χαίρεται για πολλά χρόνια ακόμη. Και σπίτια έφτιαξε και περιουσία και όλο με το χαμόγελο ήταν. Και να μιλήσει ήθελε κι εγώ ν' ακούσω ήθελα. Μίλαγε. Ακουγα.
Ο Τσίπρας έφυγε. Αλλοι ήρθαν. Οχι ξεχωριστοί. Μα άλλοι. Πολύ «άλλοι» όμως. Δεν ξέρω αν τα χνώτα τους βρομάνε ανεμελιά, καφέδες απ' το Ντα Κάπο και πεσκανδρίτσα απ' το Δεσποτικό. Ξέρω πως κοντά δεν έρχονται για να τους μυρίσει εύκολα κανείς. Σαν άλλοι που είναι, άλλα κάνουν. Μα αυτά τα άλλα, σαν πολλά χρόνια δεν τα κάνουν; (Ο ιός μεταλλάσσεται, μα οι υιοί ούτε καν...).
Για τον πρώτο ήταν κάπως σαν φυσικό. Να πολεμάει και ν' αγωνίζεται -μιλάμε για σκληρούς πολέμους όχι αστεία- ξανά και ξανά. Οχι για να φύγει κάτι, μα για να έρθει. Αυτό που δεν θέλει ποτέ να ξανάρθει αυτό το «άλλο» που βασιλεύει (γιατί με όρους βασιλείας μιλάμε).
Συζητήσεις γίνονται (γίνονται;) για τα δύο χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Προχθές τα 'κλεισε ο Ανακαινισμένος μας. Για του ΣΥΡΙΖΑ τη διακυβέρνηση τα έχουμε λύσει τα προβλήματά μας: βρομάγανε, έπρεπε να φύγουν, φύγαν. Τώρα; Ποια είναι τα προβλήματα ξέρουμε; Να λυθούνε θέλουμε;
Αυτοί, πάντως, σ’ το λέω και να με θυμηθείς, για να μην ξαναχάσουν την εξουσία, θα κάνουν τα πάντα. Τα πάντα... Ξέρεις τι σημαίνει τα πάντα; Ιδιοκτησία τι σημαίνει ξέρεις; Το κράτος ως ιδιοκτησία; Να δίνεις δύο εκατομμύρια απ' τα χρήματα του πολίτη για φοινίκια και χουντογλαστρόνια και μετά να τα ξηλώνεις και να λες «εντάξει δεν, πάμε γι' άλλα». Αυτό σημαίνει. Πώς μπορείς να το πεις έτσι απλά, δημόσια και να μη σου ζητά κανείς το λόγο! Αυτό σημαίνει. Κι αν σου τον ζητήσει και κανείς δηλαδή, ε και; (που είπε κι ο κυρ Γιώργος)
... Ανάμεσα σ' αυτό το «ε και;» και στο «και τι άλλο να 'κανα;» πόση ακόμη Ιστορία χωράει;
«Μεγάλο πια, τον ρώτησα: Γιατί ρε πατέρα; Πήγες φαντάρος τρία χρόνια, κατευθείαν μετά πολέμησες στο Αλβανικό Μέτωπο και μετά μπήκες και στην Αντίσταση μέσα στην Κατοχή. Γιατί;... Ξέρεις τι μου απάντησε; “Και τι άλλο να 'κανα;”».
«Για πες μου κυρ Γιώργο, πώς... χωράγατε τόσοι νοματαίοι σ' ένα δωμάτιο απ' αυτά τα πέτρινα που βλέπω διάσπαρτα στο νησί;». «Χωράγαμε. Τέσσερα παιδιά, μάνα, πατέρας. Η μάνα πέθανε νωρίς. Η θεία μας μάς μεγάλωσε. Παιδιά, άντρα δεν είχε -μας ανάθρεψε. Ενα παντελονάκι, κι αυτό κοντό, κι ένα πουκάμισο. Χειμώνα, καλοκαίρι. Τα χίλια μπαλώματα. Για παπούτσια μήτε λόγος. Σόλες είχαν γίνει τα ποδάρια από κάτω. Είχαμε πηγάδι κι ό,τι σπέρναμε τρώγαμε. Με την Κατοχή ήταν δύσκολα. Εως τη Δευτέρα Δημοτικού πήγα και μου 'δωσαν απολυτήριο Τρίτης χαριστικά. Κάτι να διαβάζω ξέρω, γράφω πού και πού και στην τοπική εφημερίδα, τα καταφέρνω. Στον Εμφύλιο και μετά, δωσιλόγους είχαμε καμιά δεκαριά. Τους ξέραμε.
Κάποιος ζει ακόμα νομίζω. Είχε έρθει ομάδα από Αθήνα να τους φάει, μα έπεσε σύρμα και τους προλάβανε. Κανείς δεν γύρισε πίσω από κείνη την ομάδα. Τους έφαγαν εκεινούς τελικά... Στη Χούντα, καλά περάσαμε εμείς οι αγρότες. Εντάξει, υπήρχαν και κάποιοι αναρχικοί. Αυτοί κακοπέρασαν». «Και τώρα, πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Σαν τι ψηφίζεις δηλαδή;». «Μωρέ όλοι ίδιοι είναι. Το τομάρι τους κοιτάνε... Μητσοτάκη ψήφισα. Για να φύγει η βρόμα του ΣΥΡΙΖΑ». «Τι μου λες; Απλυτος ήρθε ο Τσίπρας στο νησί;». «Να φύγει σου λέω». «Οι άλλοι είναι καλύτεροι;». «Ε και; Αυτός να μην είναι...».
Ο πρώτος δεν ζει πια. Ο γιος του, απ' τους «αναρχικούς» ήταν που «κακοπέρασαν στη Χούντα». Δεν ήταν αγρότης, βλέπεις. Τι να γίνει, τυχερά είν' αυτά... Ο δεύτερος ζει κι είναι μια χαρά κι ας γεννήθηκε το 1933, ούτε καν του φαίνεται, και την οικογένειά του κοντά έχει και τη θάλασσα δίπλα και τον ορίζοντα ν' ατενίζει. Και μακάρι να τον χαίρεται για πολλά χρόνια ακόμη. Και σπίτια έφτιαξε και περιουσία και όλο με το χαμόγελο ήταν. Και να μιλήσει ήθελε κι εγώ ν' ακούσω ήθελα. Μίλαγε. Ακουγα.
Ο Τσίπρας έφυγε. Αλλοι ήρθαν. Οχι ξεχωριστοί. Μα άλλοι. Πολύ «άλλοι» όμως. Δεν ξέρω αν τα χνώτα τους βρομάνε ανεμελιά, καφέδες απ' το Ντα Κάπο και πεσκανδρίτσα απ' το Δεσποτικό. Ξέρω πως κοντά δεν έρχονται για να τους μυρίσει εύκολα κανείς. Σαν άλλοι που είναι, άλλα κάνουν. Μα αυτά τα άλλα, σαν πολλά χρόνια δεν τα κάνουν; (Ο ιός μεταλλάσσεται, μα οι υιοί ούτε καν...).
Για τον πρώτο ήταν κάπως σαν φυσικό. Να πολεμάει και ν' αγωνίζεται -μιλάμε για σκληρούς πολέμους όχι αστεία- ξανά και ξανά. Οχι για να φύγει κάτι, μα για να έρθει. Αυτό που δεν θέλει ποτέ να ξανάρθει αυτό το «άλλο» που βασιλεύει (γιατί με όρους βασιλείας μιλάμε).
Συζητήσεις γίνονται (γίνονται;) για τα δύο χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Προχθές τα 'κλεισε ο Ανακαινισμένος μας. Για του ΣΥΡΙΖΑ τη διακυβέρνηση τα έχουμε λύσει τα προβλήματά μας: βρομάγανε, έπρεπε να φύγουν, φύγαν. Τώρα; Ποια είναι τα προβλήματα ξέρουμε; Να λυθούνε θέλουμε;
Αυτοί, πάντως, σ’ το λέω και να με θυμηθείς, για να μην ξαναχάσουν την εξουσία, θα κάνουν τα πάντα. Τα πάντα... Ξέρεις τι σημαίνει τα πάντα; Ιδιοκτησία τι σημαίνει ξέρεις; Το κράτος ως ιδιοκτησία; Να δίνεις δύο εκατομμύρια απ' τα χρήματα του πολίτη για φοινίκια και χουντογλαστρόνια και μετά να τα ξηλώνεις και να λες «εντάξει δεν, πάμε γι' άλλα». Αυτό σημαίνει. Πώς μπορείς να το πεις έτσι απλά, δημόσια και να μη σου ζητά κανείς το λόγο! Αυτό σημαίνει. Κι αν σου τον ζητήσει και κανείς δηλαδή, ε και; (που είπε κι ο κυρ Γιώργος)
... Ανάμεσα σ' αυτό το «ε και;» και στο «και τι άλλο να 'κανα;» πόση ακόμη Ιστορία χωράει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου