Τώρα φταίω εγώ να πάω και να κάψω όχι τα σουτιένια μου (είπαμε, δεν βάζουμε, γιατί τα 'χουμε μικρά), αλλά τα βιβλία μου (που τα 'χουμε και πολλά και μεγάλα); Ειδικά αυτά που διάβαζα σαν ήμουνα μικρούλα και ονειρευόμουνα να γίνω Μελίνα Μερκούρη, δηλαδή πολιτικός και καλλιτέχνης. Ηθοποιός δεν ήθελα να γίνω - σιγά μην... καθόμανε ν' ακούω την κάθε οδηγία του κάθε έναν που νομίζει ότι είναι σκηνοθέτης (αυτό δα μας έλειπε!). Ρόλους βέβαια ήθελα να παίζω - ανά περίσταση και ρόλο (δημοσιογραφία λέγεται αυτό στα ελληνικά). Και έπαιζα. Από μικρή και από μόνη μου: όσους ήρωες διάβαζα στα βιβλία μου, όλους τούς έκανα! Μα κουτσούς, μα στραβούς, μα καλούς, μα κακούς - δεν άφηνα κανέναν στην απ' έξω.
Μόνο δύο δεν άντεχα: έναν κακό νάνο που φόραγε έναν κόκκινο σκούφο (γι' αυτό και πάντα έκλαιγα σαν έβλεπα άγιους βασίληδες) και τις πριγκίπισσες. Αυτές τις τελευταίες ούτε να τις βλέπω! Καταρχάς, πάντα ήταν σε έναν ψηλό πύργο και δεν κάναν τίποτα. Περίμεναν, περίμεναν και μετά περίμεναν λίγο ακόμα μπας κι έρθει το πριγκιπόπουλο και στο ενδιάμεσο, το μηδέν! Τη μία την πήρε ο ύπνος, η άλλη έπαιζε με κάτι στάχτες, η τρίτη κάτι μήλα έφαγε και ταβλιάστηκε κι αυτή... Ασε που όλες (όλες όμως!) είχαν μια μαλλούρα ώς τον απαυτό τους και μόνο που σκεφτόμουν τον χρόνο που τους έπαιρνε να τη χτενίσουν είχα εξαντληθεί ήδη. Τίποτα, τίποτα: ως ηρωίδες ήταν πλήρως βαρετές και ανούσιες.
Οχι ότι οι πρίγκιπες ήταν καλύτεροι. Πάνω στ' άλογο όλη μέρα, τίποτα δεν κάνανε και δαύτοι, το πολύ πολύ να ρίχνανε κανά χορό και να δίνανε και κανά φιλί, απ' αυτά που και νεκρούς ανασταίνουν. Θα ξεχάσω εγώ που σαν πέθανε η Φτόχω, πήγα στον παπά και του λέω: καλέ, γιατί δεν φέρνεις τον βασιλιά να τη φιλήσει να τελειώνουμε; Πολύ μικρή ήμουν, με ξανθά μαλλάκια και τέτοια ερώτηση από ένα τέτοιο κοριτσάκι ο παπάς δεν την περίμενε. Σαν τώρα τις θυμάμαι τις γουρλοματάρες του και το για πότε με έστειλε πίσω στη μάνα μου.
Γειτόνισσα της γιαγιάς ήταν η Φτόχω, απέναντι απ' το σπίτι μας στο χωριό έμενε. Ευτυχία την έλεγαν, μα Φτόχω τη φώναζαν και 'γω μόνο σαν Φτόχω την ήξερα, που όμως νόμιζα πως γραφόταν «Φτώχο». Και πως πολύ φτωχιά ήταν νόμιζα και γι' αυτό ήταν και κακιά, γιατί κάθε μέρα τσακωνόταν με τη γιαγιά μου, για ό,τι μπορείς να φανταστείς! Μέχρι και για τις βελόνες του πεύκου που είχαμε στην αυλή, γιατί, λέει, της λέρωναν το πεζοδρόμιο. Πεζοδρόμιο βέβαια δεν είχαμε, καθώς ούτε δρόμος δεν υπήρχε καλά καλά. Αλλά η Φτόχω τον χαβά της! Σαν πέθανε, βέβαια, πολύ στενοχωρήθηκε η γιαγιά μου και 'γω δεν ήθελα να τη βλέπω να κλαίει, γι' αυτό και έριξα την ιδέα στον παπά. Βασιλιά, όμως, και πρίγκιπα ως φαίνεται εύκαιρο δεν είχε, οπότε πάει καλιά της η Φτόχω και ζωή σε μας... Τότε ήταν που έχασα κάθε μου εμπιστοσύνη και στους παπάδες. Δεν του είπαμε δα να μας φέρει και τον θεό τον ίδιο! Εναν πρίγκιπα να βρει του ζητήσαμε.
Tα χρόνια πέρασαν, η Φτόχω έχει γίνει ανάμνηση, το ίδιο και η γιαγιά μου. Μόνο ο πεύκος στέκει ακόμη και γεμίζει τον δρόμο (που φτιάχτηκε τελικά) με τα βελόνια του.
Μας έμειναν ωστόσο και οι πρίγκιπες, μαζί και οι παπάδες. Βασιλεία εγώ στην Ελλάδα δεν έζησα. Είμαι παιδί του «ΠΑΣΟΚ - ωραία χρόνια», αν και τα καλύτερα δεν τα καλοπρόλαβα. Η μοίρα το θέλησε, όμως, και ο ελληνικός λαός (να τα λέμε κι αυτά), να δω από την ελληνική τηλεόραση, που εγώ πληρώνω, μία, να μιλάει σε έναν, και να του λέει «Πρίγκιπα» και «Πρίγκιπα».
Αν είναι να τους επαναφέρει ο Μητσοτάρχας, που τόσο το θέλει, ας το κάνει σωστά: να τους βάλει να φιλάνε την κάθε γριούλα, μπας και. Αλλιώς, μισές δουλειές, τζιέρι μου. Μισές δουλειές.
Μόνο δύο δεν άντεχα: έναν κακό νάνο που φόραγε έναν κόκκινο σκούφο (γι' αυτό και πάντα έκλαιγα σαν έβλεπα άγιους βασίληδες) και τις πριγκίπισσες. Αυτές τις τελευταίες ούτε να τις βλέπω! Καταρχάς, πάντα ήταν σε έναν ψηλό πύργο και δεν κάναν τίποτα. Περίμεναν, περίμεναν και μετά περίμεναν λίγο ακόμα μπας κι έρθει το πριγκιπόπουλο και στο ενδιάμεσο, το μηδέν! Τη μία την πήρε ο ύπνος, η άλλη έπαιζε με κάτι στάχτες, η τρίτη κάτι μήλα έφαγε και ταβλιάστηκε κι αυτή... Ασε που όλες (όλες όμως!) είχαν μια μαλλούρα ώς τον απαυτό τους και μόνο που σκεφτόμουν τον χρόνο που τους έπαιρνε να τη χτενίσουν είχα εξαντληθεί ήδη. Τίποτα, τίποτα: ως ηρωίδες ήταν πλήρως βαρετές και ανούσιες.
Οχι ότι οι πρίγκιπες ήταν καλύτεροι. Πάνω στ' άλογο όλη μέρα, τίποτα δεν κάνανε και δαύτοι, το πολύ πολύ να ρίχνανε κανά χορό και να δίνανε και κανά φιλί, απ' αυτά που και νεκρούς ανασταίνουν. Θα ξεχάσω εγώ που σαν πέθανε η Φτόχω, πήγα στον παπά και του λέω: καλέ, γιατί δεν φέρνεις τον βασιλιά να τη φιλήσει να τελειώνουμε; Πολύ μικρή ήμουν, με ξανθά μαλλάκια και τέτοια ερώτηση από ένα τέτοιο κοριτσάκι ο παπάς δεν την περίμενε. Σαν τώρα τις θυμάμαι τις γουρλοματάρες του και το για πότε με έστειλε πίσω στη μάνα μου.
Γειτόνισσα της γιαγιάς ήταν η Φτόχω, απέναντι απ' το σπίτι μας στο χωριό έμενε. Ευτυχία την έλεγαν, μα Φτόχω τη φώναζαν και 'γω μόνο σαν Φτόχω την ήξερα, που όμως νόμιζα πως γραφόταν «Φτώχο». Και πως πολύ φτωχιά ήταν νόμιζα και γι' αυτό ήταν και κακιά, γιατί κάθε μέρα τσακωνόταν με τη γιαγιά μου, για ό,τι μπορείς να φανταστείς! Μέχρι και για τις βελόνες του πεύκου που είχαμε στην αυλή, γιατί, λέει, της λέρωναν το πεζοδρόμιο. Πεζοδρόμιο βέβαια δεν είχαμε, καθώς ούτε δρόμος δεν υπήρχε καλά καλά. Αλλά η Φτόχω τον χαβά της! Σαν πέθανε, βέβαια, πολύ στενοχωρήθηκε η γιαγιά μου και 'γω δεν ήθελα να τη βλέπω να κλαίει, γι' αυτό και έριξα την ιδέα στον παπά. Βασιλιά, όμως, και πρίγκιπα ως φαίνεται εύκαιρο δεν είχε, οπότε πάει καλιά της η Φτόχω και ζωή σε μας... Τότε ήταν που έχασα κάθε μου εμπιστοσύνη και στους παπάδες. Δεν του είπαμε δα να μας φέρει και τον θεό τον ίδιο! Εναν πρίγκιπα να βρει του ζητήσαμε.
Tα χρόνια πέρασαν, η Φτόχω έχει γίνει ανάμνηση, το ίδιο και η γιαγιά μου. Μόνο ο πεύκος στέκει ακόμη και γεμίζει τον δρόμο (που φτιάχτηκε τελικά) με τα βελόνια του.
Μας έμειναν ωστόσο και οι πρίγκιπες, μαζί και οι παπάδες. Βασιλεία εγώ στην Ελλάδα δεν έζησα. Είμαι παιδί του «ΠΑΣΟΚ - ωραία χρόνια», αν και τα καλύτερα δεν τα καλοπρόλαβα. Η μοίρα το θέλησε, όμως, και ο ελληνικός λαός (να τα λέμε κι αυτά), να δω από την ελληνική τηλεόραση, που εγώ πληρώνω, μία, να μιλάει σε έναν, και να του λέει «Πρίγκιπα» και «Πρίγκιπα».
Αν είναι να τους επαναφέρει ο Μητσοτάρχας, που τόσο το θέλει, ας το κάνει σωστά: να τους βάλει να φιλάνε την κάθε γριούλα, μπας και. Αλλιώς, μισές δουλειές, τζιέρι μου. Μισές δουλειές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου