Πέρασαν χρόνια απ’ την αποδημία του ένδοξου ποιητή, όμως η αξία του έργου του είχε ήδη προ πολλού αποτιμηθεί και από πολλούς και άξιους πνευματικούς ανθρώπους έχει αξιολογηθεί μέσα από πλήθος σημειωμάτων, άρθρων, μελετών και αφιερωμάτων, που αφορούν στην τριπλή δημιουργική του διάσταση, αυτήν πρωταρχικά του ποιητή, την άλλη του κριτικού, και την τρίτη, που αφορά στον ρόλο του διανοούμενου, του ενεργού στοχαστή και των επιπτώσεων, που μπορεί να είχε και να έχει η εκφρασμένη σκέψη του στην εποχή του και στην εποχή μας.
Μιλώντας πάντοτε μέσα από τα μύχια της ψυχής του ο Αναγνωστάκης άλλοτε στιγμάτιζε την ευκολία του κουλτουριάρικου συρμού («άλλο κουλτούρα και άλλο κουλτουριαρισμός» είχε δηλώσει) ή την όψιμη και ανήθικη αντιστασιολογία, άλλοτε επιχειρούσε να προσδιορίσει ή να σημασιοδοτήσει την αξία του ρόλου του διανοούμενου και την ανάγκη της δράσης και της επιρροής του στον καιρό μας, άλλοτε μιλούσε για την σημασία της εξέλιξης της τέχνης, σε όποια μορφή της, άλλοτε –πολύ σπάνια- επέλεγε την στιγμή της διακριτικής αλλά πάντοτε εύστοχης προσωπικής παρέμβασής του στα κοινωνικοπολιτικά πράγματα του τόπου μας.
Ο ποιητής μας, μια σπάνια περίπτωση άρτιας και συγκροτημένης πνευματικής προσωπικότητας, έλαμπε, αγαπιόταν και μυθοποιούνταν συνεχώς, ενώ είχε επιλέξει ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μια στάση αντίθετη με την τρέχουσα, της πλειοψηφίας, δηλαδή, να τραβηχτεί σχεδόν στην άκρη. «Συνεργαζόμαστε όλοι στο sow», είχε δηλώσει και αυτή η διαπίστωση τον τάραζε βαθιά. Νιώθαμε, όμως, πως όλα τα παρακολουθούσε προσεκτικά, είχε προ πολλού φανερώσει μέσα απ’ τα ποιήματά του πόσο παρατηρητικός ήταν, πόσο διορατικός ήταν, μα είχε από νωρίς διαλέξει την θέση του στοχαστή που ξέρει να πρωταγωνιστεί στο έργο χωρίς καν να τον βλέπουμε.
«Ένα χώρο να σταθούμε ζητήσαμε, δίχως υποτιθέμενα προνόμια ή ξέχωρη αξία»
Ο ποιητής πίστευε ότι οι λέξεις είναι πολύ φτωχές για να αποδώσουν την ουσία της ζωής. «Η σιωπή», έλεγε, «είναι μια έκφραση, ή καλύτερα, μια πράξη». «Ο ποιητής», είπε πάλι, «πρέπει να τείνει να βγάζει το απόσταγμα των πραγμάτων»
«Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / να μην τις παίρνει ο άνεμος»
είχε σημειώσει ο ποιητής.
Έγραψε επίσης :
«Ψάχνοντας τις λέξεις άρχισε το ψέμα».
Οι λέξεις, αλλά ιδίως πολλές φράσεις του Αναγνωστάκη, καρφώνονται και λειτουργούν μέσα στον χρόνο σαν σοφές ρήσεις ή συμβουλές. Σ’ αυτό συντελεί και η τεχνική του, δηλαδή ο απλός, στακάτος, πεζογραφικής καταγωγής ποιητικός του λόγος αλλά κυρίως η σύντομη μα πλήρης ουσιώδους νοήματος ποιητική του φιλοσοφία.
Θα επιχειρήσω τώρα να σταχυολογήσω μερικές από τις ποιητικές του φράσεις, στίχους ή δίστιχα, που λειτουργούν με απόλυτη αυτοτέλεια, σαν γνωμικά, από ένα απάνθισμα αποφθεγμάτων της ποίησής του, που έχω καταρτίσει.
Θα επιχειρήσω τώρα να σταχυολογήσω μερικές από τις ποιητικές του φράσεις, στίχους ή δίστιχα, που λειτουργούν με απόλυτη αυτοτέλεια, σαν γνωμικά, από ένα απάνθισμα αποφθεγμάτων της ποίησής του, που έχω καταρτίσει.
«Το θέμα είναι τώρα τι λες» / «Κι όχι αυταπάτες προπαντός» / «Τι ήξερε από ιστορία ο ιστορικός;» / «Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους» / «Και δε βλέπω μπροστά τόσα χρόνια παρά μονάχα τον δίδυμο αδερφό μου» / «Και ποιος να μας προσέξει, ποιος / και να μας λογαριάσει / στη θέση που καθόμαστε;» / «Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς» / «Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός» / «Το τι δ ε ν πρόδωσες ε σ υ να μου πεις / Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια» / «Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα / κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες» / «Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά» / «Έλα, Γιώργο, βάλε στη θήκη το μαχαίρι» / «Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, / Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» / «Λέξεις χλωμές συνθέτουν πληγωμένα ελεγεία» / «Όμως, εμείς, αν θέλετε, είμαστε έτοιμοι ακόμα» / «-Σαν τους γύφτους σφυροκοπάμε αδιάκοπα στο ίδιο αμόνι» / «Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;» / «Κι η ζωή θέλει σκληρότητα –μένα μου λες- και «ρεαλισμό» κυρίως» / «Μα που τελειώνει η μοναξιά;» / «Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου» / «Κι όμως υπάρχει πάντα μια εκδίκηση / Μια μυστική ενέδρα χωρίς διέξοδο» / «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες / Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα» / «Να ξέρεις πάντα το π ό τ ε και το π ω ς» / «Και ποτέ μην ξεπέσεις στο ΄αχ, εμείς οι καημένοι΄» / «Δε σημαίνει πως ένας θάνατος ακόμα λιγοστεύει τη ζωή» /«Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους» / «Ήρθες, όταν εγώ δε σε περίμενα» / «Εδώ οι πόρτες έγιναν στόματα» / «Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω» / «Δε σου’ μελλε να διδαχθείς κι εσύ την αριθμητική των ιδεών» / «Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια / Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι» / «Ενέδρες από χειροκροτήματα σαν κούφιες ριπές» / «Όμως ο πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα. / Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ» / «Κάτω από κάθε τι που σου σκεπάζει τη ζωή / Όταν όλα περάσουν- / Σε περιμένω» / «Όχι, δεν πιάνω το χέρι σου. Δε θα κλέψεις το σχήμα του δικού μου». / «Στ’ αστεία παίζαμε! …….. / Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας / πίσω τα χαρτιά μας / Κλέφτες! / Στα ψέματα παίζαμε!» / «Χαθήκαν όλα τώρα πια. Μα τάχα ποια είν’ η απώλεια και ποιο το κέρδος;» / «Σαν περιζήτητη αμοιβή φτηνής ζωής» / «Είστε υπέρ ή κατά; / Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι» / «Άτιμοι, εσείς δολοφονήσατε τον τελευταίο νυχτοφύλακα»
Στο τηλεοπτικό αφιέρωμα που του έγινε σε σκηνοθεσία του Λάκη Παπαστάθη είχε αποφανθεί ο ποιητής : «Η ιστορία της Ελλάδας είναι μια ιστορία εκβιασμού συνειδήσεων». Μιλώντας πάντοτε υπό το φάσμα των ανεπούλωτων πληγών που του άφησε ο ταπεινωτικός εμφύλιος. Ο Αναγνωστάκης είναι η χαρακτηριστική περίπτωση ποιητή, στον οποίο το βίωμα συνδυάζεται με την ωριμότητα, η οποία καταλήγει σοφία με ευδιάκριτα σπέρματα, θα’ λεγα, προφητείας. Δεν είναι, βέβαια, ο μόνος ποιητής μας που διαισθάνθηκε ή προέβλεψε την επερχόμενη σαρωτική λαίλαπα, η οποία πολύ σύντομα θα μετέτρεπε τα αναγνωρίσιμα σημάδια του κόσμου μας σε δυσανάγνωστα ή και άγνωστα, και τα οικεία σε αλλότρια. Φάνηκαν κι άλλοι, άξιοι, περίπου σύγχρονοί του. Ήταν κι ο Καρούζος, κι ο Σαχτούρης, κι ο Κατσαρός, κι ο Γκάτσος, κι ο Παπαδίτσας. Αλλά στους στίχους του Μανόλη, σε πολλούς στίχους του, ανιχνεύεται και αναδεικνύεται πολύ πρώιμα μια σχεδόν προφητική, επιγραμματική κατάθεση γι’ αυτές τις ανακατατάξεις και τις καταστροφές που ζούμε σήμερα. Χωρίς περιττό συναισθηματισμό, ένας δραματικός λόγος, απέριττος, που η κάθε ψηφίδα του αστράφτει :
Η απόδραση από την Θεσσαλονίκη το 1978 δεν ήταν ένα καθόλου τυχαίο γεγονός. Αν για τον ίδιο τον ποιητή ήταν μια ανάγκη ανανέωσης, μια προμελετημένη εποικοδομητική αλλαγή ή κυρίως μια αναγκαστική –λόγω εσωτερικού και εξωτερικού, ίσως, καταναγκασμού- μετοικεσία, η εγκατάστασή του στην πρωτεύουσα άφησε πίσω της μεγάλη λύπη, ένα ανεπούλωτο κενό στην πόλη μας. Δεν ξέρω αν θα βρεθεί κάποτε η Θεσσαλονίκη στην θέση να εξηγεί και να αιτιολογεί δια της λογικής την ανάγκη πολλών άξιων τέκνων της να την αφήνουν και να ταξιδεύουν κυρίως προς Αθήνας. Τις πταίει; Πάντως ούτε αυτός που ψάχνει δουλειά ή μια καλύτερη τύχη ή έστω περισσότερη δόξα ή όλα αυτά μαζί, ούτε αυτός που ο βαρύς και –πολλές φορές- άσπλαχνος ουρανός της μεγαλώνει την ορφάνια της ύπαρξης. Έφυγαν, έφυγαν πολλοί, οι περισσότεροι. Κι ο μύθος αυτών που δήθεν «όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες» πρέπει να πάει περίπατο. Εξάλλου ποιες Θερμοπύλες; Πάντως θυμάμαι τότε, με την εγκατάστασή του στην πρωτεύουσα, φίλους ποιητές, στενοχωρημένους πολύ. Παρηγοριόμουν, ωστόσο, με τους στίχους του, με τους «συντροφικούς», θα ’λεγα, στίχους του:
Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε / Αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους / Αλλάξαν και των προαστίων οι ονομασίες / Υψώνονται άσυλα στα γήπεδα και στις πλατείες. / Ποιος περιμένει την επιστροφή σου; Εδώ οι επί- / γονοι λιθοβολούν τους ξένους, θύουν σε ομοιώματα, / Είσαι ένας άγνωστος μες στο άγνωστο εκκλησίασμα / Ρίχνουνε στους αλλόγλωσσους κατάρες.«Ο ποιητής συλλαμβάνει πράγματα που οι άλλοι δεν τα ’χουν συλλάβει, ο ποιητής προηγείται των καταστάσεων», είχε δηλώσει ο ίδιος. Όμως αναζητούσε πάντοτε την υποψιασμένη, ισχνή μειοψηφία αναγνωστών και υποψιασμένων ανάμεσά μας.
Η απόδραση από την Θεσσαλονίκη το 1978 δεν ήταν ένα καθόλου τυχαίο γεγονός. Αν για τον ίδιο τον ποιητή ήταν μια ανάγκη ανανέωσης, μια προμελετημένη εποικοδομητική αλλαγή ή κυρίως μια αναγκαστική –λόγω εσωτερικού και εξωτερικού, ίσως, καταναγκασμού- μετοικεσία, η εγκατάστασή του στην πρωτεύουσα άφησε πίσω της μεγάλη λύπη, ένα ανεπούλωτο κενό στην πόλη μας. Δεν ξέρω αν θα βρεθεί κάποτε η Θεσσαλονίκη στην θέση να εξηγεί και να αιτιολογεί δια της λογικής την ανάγκη πολλών άξιων τέκνων της να την αφήνουν και να ταξιδεύουν κυρίως προς Αθήνας. Τις πταίει; Πάντως ούτε αυτός που ψάχνει δουλειά ή μια καλύτερη τύχη ή έστω περισσότερη δόξα ή όλα αυτά μαζί, ούτε αυτός που ο βαρύς και –πολλές φορές- άσπλαχνος ουρανός της μεγαλώνει την ορφάνια της ύπαρξης. Έφυγαν, έφυγαν πολλοί, οι περισσότεροι. Κι ο μύθος αυτών που δήθεν «όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες» πρέπει να πάει περίπατο. Εξάλλου ποιες Θερμοπύλες; Πάντως θυμάμαι τότε, με την εγκατάστασή του στην πρωτεύουσα, φίλους ποιητές, στενοχωρημένους πολύ. Παρηγοριόμουν, ωστόσο, με τους στίχους του, με τους «συντροφικούς», θα ’λεγα, στίχους του:
Όταν όλα περάσουν – πάντα σε περιμένω… / Κάτω από κάθε τι που σκεπάζει τη ζωή / Όταν όλα περάσουν – / Σε περιμένωΤον γνώρισα, φοιτητής, τον χειμώνα του 1975. Στη «Βιβλιοθήκη του». Ήταν η πρώτη μας γνωριμία που μου έδωσε το έναυσμα για να στήσω το αφήγημα «Έντεκα χιλιάδες βέργες». Στήσαμε μια κουβέντα εκεί. Θυμάμαι που επέμενε οι φοιτητές να διαβάζουν τα πιο κλασικά βιβλία. Και τα πιο επαναστατικά. Αργότερα άρχισα σιγά σιγά να τον μελετώ, προσπαθούσα να μπω πιο βαθιά στο νόημα της ποίησής του. Μου ταίριαζε πολύ. Σύντομα αρχίσαμε να τον μαθαίνουμε κι απ’ το τραγούδι, από την μελοποιημένη ποίησή του, κυρίως απ’ τον Θεοδωράκη με την επική ερμηνεία της Φαραντούρη και αργότερα την τρεμώδη της Ζορμπαλά.
Στο μεταξύ η ρετσέτα «ποίηση της ήττας» και «ποιητές της ήττας» είχε σε τέτοιο βαθμό καθιερωθεί από την λογοτεχνική κριτική και τα περιοδικά πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού της μεταδικτατορικής εποχής, ώστε άρχισε να διδάσκεται ως χωριστό κεφάλαιο της λογοτεχνίας στα Πανεπιστήμια. Ο δυναμικός καθηγητής μας Δημήτρης Μαρωνίτης πρωτοτυπούσε για άλλη μια φορά στα γράμματα ανοίγοντας αυτό το θέμα το 1976 με μια σειρά μαθημάτων, τα οποία ξεκινούσαν από διαλέξεις και κατέληγαν σε λογοτεχνικό εργαστήριο αλλά και σημείο συνάντησης ιδεών και απόψεων γύρω από θέματα που αφορούσαν την επαλήθευση ή την διάψευση του κύρους της πρόσφατης ιστορικής μας μνήμης. Το πολυπληθές ακροατήριο, που δεν απαρτιζόταν μόνο από φοιτητές της Φιλοσοφικής, ούτε αποκλειστικά από φοιτητές, σαγηνεμένο και ερεθισμένο, οδηγούνταν σε πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις και ενίοτε άγριες διενέξεις γύρω από το τι άφησε η κατοχή και ο εμφύλιος στην γενιά που βίωσε στα νιάτα της αυτές τις δύο τραγικές εποχές και πως αυτό το βίωμα πέρασε στην νεοελληνική ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και γιατί εκφράστηκε τόσο αντιπροσωπευτικά κυρίως από την Θεσσαλονίκη και με τρεις εξαιρετικές περιπτώσεις «πολιτικών» ποιητών. Και ο κάθε ποιητής ξεχωριστά τι έγραψε, τι σήμαινε με τον λόγο του, ποια ήταν τα χνάρια που άφησε. Ευτύχησα να γνωρίσω και τους δύο άλλους εμβληματικούς ποιητές, τον Κλείτο Κύρου και τον Πάνο Θασίτη. Δεν ήθελα, όμως, ποτέ να στρέξω με τον βαρύ χαρακτηρισμό «η ποίηση της ήττας», που αντιστοιχούσε στον άλλο γενικευτικό ιστορικό χαρακτηρισμό «η γενιά της ήττας». Μεγαλώνοντας έβλεπα πως αυτοί οι «ηττημένοι», αυτοί που έφεραν βαρέως την συντριβή των ονείρων, την διάψευση των οραμάτων και των ιδεών, παρέμεναν, ίσως, οι μόνοι άνθρωποι που αποτελούσαν ελπίδα για μια καλύτερη και ουσιαστικότερη ζωή και πάντως εκείνοι των παλαιότερων γενεών ήταν που με το παράδειγμά τους, δηλαδή με την στάση και το έργο τους, είχαν γαλουχήσει εμάς τους νεώτερους, ώστε να αντισταθούμε και να μην ενδώσουμε στην σαρωτική πολιτική υπεροχή εκείνων των κούφιων άλλων, των υποτιθέμενων πραγματικών νικητών. Ένιωθα και δεν ήταν αυταπάτη, -γιατί αν το ψάξουμε είναι ανάγλυφο σε όλη τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων μέχρι και σήμερα-, ότι οι νικημένοι ήταν οι νικητές απ’ την ανάποδη. Οι άλλοι, οι επίσημοι νικητές, είχαν «την αρχή», οι δικοί μου, όμως, οι ηττημένοι, κρατούσαν «τις αρχές». Έστω κι αν κάποιοι -και δυστυχώς όχι λίγοι- πρώην δικοί μας, και μάλιστα από εκείνους τους φανατισμένους, που δεν συγχωρούσαν κάποιες βασικές ανθρώπινες αδυναμίες, ενέδωσαν καθ’ οδόν στις σειρήνες της εξουσίας και πέρασαν ανενδοίαστα στην πλευρά των νικητών.
Στις 29 Ιουνίου του 2005 γινόταν η κηδεία του Αναγνωστάκη από το Α νεκροταφείο Αθηνών. Συγκλονισμένος τον προσκύνησα. Το ίδιο βράδυ παρουσιαζόταν από τη Μάρω Δούκα και τον Γιάννη Ξανθούλη η μελέτη μου «Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας» μαζί με το βιβλίο του Κώστα Ακρίβου «Καιρός για θαύματα» στο μουσείο Λαϊκών οργάνων στην Πλάκα. Φυσικά δεν είπα λέξη για τους Ζεϊμπέκους. Δε γινόταν να πω. Μιλούσα μόνο για κείνον. Για τον Μανόλη, για την ποίησή του, για την λεβεντιά του, για τον απόηχο του περάσματός του σε μας τους νεώτερους, για την διαρκή πτώση της πολιτιστικής ζωής -και όχι μόνον- της Θεσσαλονίκης. Μίλησα πολύ για τη Θεσσαλονίκη, για την κατηφόρα της. Για την αναπάντεχη κατρακύλα της, από την αναγεννησιακή της περίοδο μετά το τέλος της δικτατορίας στο πέρασμα της στην οξεία γωνία της νεομεσαιωνικής παρακμής μετά το 2000 με αναστημένους γαλαζοαίματους στα θέατρα, αναβιώσαντα λείψανα καλλιτεχνών του ελαφρού και της ποπ στα γήπεδα, με την παντοκρατορία των σκυλομάγαζων, την άκρα σιωπή των ποιητών, την εξορία ή αυτοεξορία κάποιων πικραμένων οραματιστών, την καταφυγή σχεδόν όλων των καλλιτεχνών στην Αθήνα, την δυναστική τριανδρία (που συν τω χρόνω εξελίσσεται σε πολυανδρία) που με την συνδρομή του λαού της οδηγούσε την ποιότητα της πόλης σε αδιέξοδο. Φουρκισμένος ήμουν για όλα αυτά και έβγαλα έναν καταγγελτικό λόγο, προς Αθηναίους το ανάγνωσμα, μιλώντας για τους Σαλονικιούς. «Ο Αναγνωστάκης», τους είπα, «είχε τον ευθύ στοχαστικό λόγο ενός αρχοντικής κοπής αγωνιστή μελλοθανάτου διαρκείας ακροβατώντας αγέρωχα επί εξήντα χρόνια στην κόψη του ξυραφιού. Δεν του ταίριαζε το βόλεμα. Δε βολευόταν πουθενά. Μας τα είπε όλα με λίγο λιγότερα από 100 ποιήματα».
Μιλώντας με διαπερνούσε η σκέψη –για να μην πω η πεποίθηση- πώς αν εκείνος δεν είχε φύγει, ακόμη κι αν σιωπούσε εντελώς, η αίσθηση της παρουσίας του στην πόλη μας, το γεγονός και μόνο ότι θα ξέραμε πως βρίσκεται ανάμεσά μας, έστω και συνεχίζοντας, όπως πάντα, να ζει στεφανωμένος μ’ ένα αξεδιάλυτο μυστήριο, θα μπορούσε κάπως να συγκρατήσει την κατηφόρα μας. Όταν, έπειτα από μια συναυλία για το μικρασιάτικο τραγούδι, η βραδιά εκείνη, της κηδείας του, στην Αθήνα, τελείωσε, καθόμουν προς τα χαράματα και αναλογιζόμουν όλα αυτά σακατεμένος κι απεγνωσμένος. Είχαμε ενταφιάσει με βαθύ πόνο το καμάρι μας, έναν εμβληματικό ποιητή που λατρέψαμε. Λίγους μήνες πριν είχαμε χάσει τον Σαχτούρη. Πόσοι απέμεναν; Και ποιοι; Ποιοι ήταν οι νικητές; Πως θα έπαιρνα την εκδίκησή μου; Ξαφνικά το μυαλό μου κι η ψυχή μου άστραψαν. Σα να τον άκουσα να μου λέει «Εμπρός». Πάντως τον έβλεπα. Με κοιτούσε με κείνη την ερεβώδη, υπερήφανη, βαθιά, συναγωνιστική, συντροφική, ανθρώπινη ματιά. Με κείνο το φωτεινό υπομειδίαμα. Δεν είχα άλλα όπλα για να πάρω τη ρεβάνς. Τι να κάνω; Έγραψα λοιπόν ένα τραγούδι. Στη μνήμη του. Το ηχογράφησα μοιράζοντας την ερμηνεία με τον φίλο Δημήτρη Ζερβουδάκη και συνοδεία χορωδίας και κυκλοφόρησε το 2009 στον δίσκο μου «ΤΟ ΚΕΛΙ». λέγεται «ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ».
Έχετε εσείς τη σιγουριά / κι εμείς την ευκαιρία, / εσάς σας κάνουν τα λεφτά / κι εμάς η ιστορία. / Εσείς στολή επίσημη / κι εμείς χωρίς λιμάνι, / χάρη σε μας υπάρχετε / που φτιάχνουμε χαρμάνι. / Μας κερδίσατε - σπίτια κλείσατε / δε μας τη χαρίσατε, / μας κερδίσατε - μπλόκα στήσατε / μα δε μας νικήσατε. / Έχουν εσάς για νικητές, / εμάς για ηττημένους, / εσάς για παίχτες ισχυρούς, / εμάς για πεταμένους. / Έχετε εσείς τις φυλακές / και τις μεγάλες πόρτες, / έχουμε εμείς τον ουρανό, / τις μούσες και τις πρόκες. / Μας κερδίσατε – μπλόκια στήσατε / μα δε μας λυγίσατε, / μας κερδίσατε – και μας φτύσατε / αλλά δε μας σβήσατε. / Εσείς με τα συντάγματα / κι εμείς παιδιά του δρόμου, / εμείς δεσμώτες του νταλγκά / κι εσείς του αστυνόμου. / Πήρατε εσείς τα μέγαρα / κι εμείς τα κουτουκάκια / μα έχουμε σπίρτο στην ψυχή, / σας καίμε τα τσαρδάκια. / Μας κερδίσατε - και μας ψήσατε / αλλά δε μας πείσατε, / μας κερδίσατε - μας πατήσατε / μα δε μας νικήσατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου