Διδώ Σωτηρίου
Ποιός έχει γλώσσα να το πει και χέρι να το γράψει;
ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΟ ΝΙΚΟ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ.
Το σκότωσαν το παλικάρι, πάει. Μαζί του εκτελέσανε και τον Μπάτση, τον Καλούμενο και τον Αργυριάδη... Το έγκλημα έγινε στην Αθήνα στο «συνήθη τόπο ", ξημερώνοντας η 30 του Μάρτη, σε μέρα και ώρα απαγορευμένα που και αυτοί οι Γερμανοί καταχτητές τα σεβάστηκαν. Κυριακή 4 και 10' μέσα σε πηχτό σκοτάδι, υπό το φως των προβολέων, μήπως και φρίξει η μέρα.
Κι ούτε ένας αρμόδιος δε βρέθηκε να παραδεχτεί πως αυτός έδωσε την εντολή. Όλοι ανεύθυνοι. «Αθώος ειμί του αίματος τούτου.»
Κι ως το έμαθε ο κόσμος πήρε τους δρόμους, έτρεχε με γαρίφαλα και μύρα να πλύνει το νωπό αίμα εκείνου που τους ξανάδωσε την ελπίδα.
«Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη! Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη!»Εκατομμύρια άνθρωποι σ' όλη την υφήλιο υψώνουν τις γροθιές τους. Εκατομμύρια κάνουν ευλαβικά το σταυρό τους. Κι η γροθιά με το σταυρό ανταμώνουν εκεί που η καταλύτρα βία γκρεμίζει τα θεμέλια της ανθρωπιάς. Σκότωσαν έναν άνθρωπο κι ανάστησαν μια ιδέα. Θάνατος δεν υπάρχει όταν η ζωή σου γίνεται ένα μ' εκατομμύρια ζωές που μάχονται για την ανθρώπινη ανάσταση.
«Σκοτώνεται ποτέ ο ήλιος;»
Δάκρυα, τριγμοί και σεισμοί και όρκοι.
«Κοιμήσου ήσυχος, Νίκο, εμείς αγρυπνούμε...»
Πένθιμα εμβατήρια και παιάνες από τη Μόσχα, το Πεκίνο, το Πιογκ-Γιαγκ, τη Ρώμη, το Παρίσι... τα σταυροδρόμια της Ανα- τολής, της Ασίας, της Ευρώπης... ...
Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους / το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη, / Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω απ' τα μαχαίρια τους Τραβηχτείτε πέρα, δολοφόνοι. / Τραβηχτείτε πέρα. / Σάλεψε η γη. / Σάλεψαν τ' αγκωνάρια του ουρανού. / Σάλεψε το δοκάρι του σπιτιού. / Σάλεψε η κρεμασμένη λάμπα. / Τι ώρα νάναι λοιπόν; Τι ώρα νάναι ... / παιδί μου να θυμάσαι.Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου ανταμώνονται στους αιθέρες μα τους στίχους όλων των μεγάλων βάρδων της γης. Κι ο Πωλ Ελυάρ λέει μπρος σ' εκατομμύρια Γάλλους που κλαίνε από οργή και συγκίνηση:
«Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός. Δε θυσίασε τίποτα απ' την τιμή και την ελπίδα μας για ένα αύριο φωτεινό, Χαμογελούσε Ποτέ δε θα μπορέσουμε να μετρήσουμε αυτούς που έδωσαν το ζωή τους όπως εκείνος, όπως ο Περί, η Ζώγια... Είναι πάρα πολλοί, ξαναγεννιούνται συνεχώς. Η δύναμή τους είναι μεταδοτική. Βαδίζουν μπρος από το μέλλον. Όλα μπορούν να ξεχαστούν, όχι η δική τους εμπιστοσύνη στη ζωή...»
Αχ, και δυο σπαραγμένες γυναίκες, η μάνα του και η μάνα το παιδιού του, ριγμένες η μια πάνω στο νωπό μνήμα, κι η αλλη πίσω από τα σίδερα του απομονωτηρίου της Καλλιθέας...
Ποιος μπορεί να πει πως οι σφαίρες του εκτελεστικού
άφησαν ανέγγιχτη την δική μου καρδιά...
Πιάνει η Έλλη την πένα που της άφησε εκείνος και γράφει, ονοματίζει έναν έναν τους ένοχους. Δυο γράμματα έγραψε έπεσε σ' άγρια σιωπή αναμετρώντας πόσο βαρύ θα 'ναι να ζήσει...
Κι η μάνα του Νίκου να θρηνεί διακριτικά: Γιε μου! Γιε μου! Ήλιε μου, σπλάχνο μου ακριβό, που δεν εχόρτασα τη θωριά σου... Πώς θα χωρέσει τη ζωντάνια σου η μαύρη γης...
Δεν κλαίγαν τον ήρωα, μα το γιο και τον άντρα, το ψιλομελάχρινο παλικάρι, τα νιάτα του, την καρδιά του...
Και κάναν ευκή τούτη η χώρα να πάψει να τρώει τα τέκνα της κι ουδέ ήρωα ουδέ προδότες να φτιάχνει. Μόνο ανθρώπους, νιάτα ψυχωμένα χαρούμενα κι υπεύθυνα όπως εκείνος,
Το χαμόγελό σου, Νίκο Μπελογιάννη, δε θα μπορέσει κανεις να μας το πάρει πίσω. Δεν ήσουνα ένας άνθρωπος, μα μια γενιά ένα κίνημα που νίκησε την ήττα του...
Απόσπασμα από το βιβλίο" ΕΝΤΟΛΗ" Διδώ Σωτηρίου, σελίδες:337,338.
Επιμέλεια: Λίλα Μήτσουρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου