Ολύμπιος Δαφέρμος
Ένα μεσημέρι, Άνοιξη του 2024, κτυπά το τηλέφωνό μου και ακούω μια άγνωστη φωνή:
– Είμαι ο Άγγελος Κωστέλος. Με θυμάσαι;
– Πώς δεν σε θυμάμαι. Δεν είμαστε συμμαθητές στο όγδοο Λύκειο; Εσείς δεν είχατε ένα ζαχαροπλαστείο στην οδό Κ;
– Ναι, ναι. Φίλε μου με τρώνε οι τύψεις δεκαετίες. Δεν φεύγεις από το μυαλό μου. Τι κακό σου έκανα!
Ήξερα τι εννοούσε. Είχα συνδυάσει τα γεγονότα που έζησα και είχα βγάλει τα συμπεράσματά μου. Ακόμα και αυτά τα μίνι αντιστασιακά δεν ξεχνιούνται ποτέ. «Δεν μου έκανες κανένα κακό», του απαντώ.
1969. Η μαύρη μαυρίλα της χούντας έχει σκεπάσει τα πάντα. Δεν κινείται τίποτα. Οι αντιστασιακές οργανώσεις εξαρθρώνονται η μία μετά την άλλη και εγώ να ψάχνω εναγωνίως για αντιστασιακή δράση. Όσες άκρες είχα βρει δεν με έπειθαν. Η μία ήταν εντελώς αδρανής και το μόνο που έκανε ήταν το διάβασμα μαρξιστικών βιβλίων. Όντας ακτιβιστής έμενα απολύτως ανικανοποίητος από την έλλειψη δράσης. Έπαιρνα τις εφημερίδες τους, που περιείχαν γενικά θεωρητικά θέματα και μόνο, αλλά δεν τις διάβαζα. Η άλλη εξαντλούσε τη δράση της σε μαθήματα αυστηρής συνωμοτικότητας. Και ξανά από την αρχή. Με ύφος δέκα καρδιναλίων ο σεβαστός καθοδηγητής δίδασκε αποφαντικά και δίχως κανένα διάλογο τους κανόνες που έπρεπε να τηρούμε αυστηρά δίχως να περνάμε ταυτόχρονα σε δράση. Μου έκανε δε και παρατηρήσεις για να με συνετίσει, γιατί ανίχνευα πολιτικά τους χώρους που βρισκόμουνα κάπως ανοικτά. Άνθρακας ο θησαυρός και εδώ. Σε μια τυχαία συνάντησή μας με τον Άγγελο Κωστέλο, με τον οποίο φοιτούσαμε μαζί στο Πολυτεχνείο, σε διαφορετικές σχολές, αρχίσαμε και οι δύο, δειλά-δειλά, τις πολιτικές αλληλοανιχνεύσεις. Συμμαθητές γαρ, υπήρχε μια κάποια εμπιστοσύνη. Αφού διαπιστώσαμε ότι συμφωνούμε για την αποτρόπαια πραγματικότητα της χούντας και στην ανάγκη οργάνωσης αντίστασης, περάσαμε ανοικτά στην πολιτική συζήτηση. Μου είπε ότι είναι μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης Ρήγας Φεραίος και μου έδωσε δύο τεύχη της εφημερίδα της, τον «Θούριο», να τα διαβάσω και μετά να συζητήσουμε. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί συνελήφθη ο Άγγελος. Κύλησε ο καιρός και το περιστατικό ξεχάστηκε. Κάποια στιγμή εμφανίζεται δυναμικότατο το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα στο οποίο πήρα μέρος. Μη μπορώντας η χούντα να το καταστείλει στρατεύει γύρω στους 100 φοιτητές τον Φεβρουάριο του 1973.
Νάμαστε λοιπόν στο στρατόπεδο της Σίνδου 13 στρατευμένοι φοιτητές. Βρισκόμαστε υπό συνεχή παρακολούθηση. Μας είχαν από κοντά δύο ανθυπολοχαγοί, οι οποίοι το ρίχνουν και στην πολιτική συζήτηση. Δεν σιωπήσαμε. Λέγαμε και εμείς τα δικά μας, κάπως συγκρατημένα.
Κάποια μέρα άρχισαν να μας καλούν τρεις-τρεις στο β’ γραφείο κάποιου στρατοπέδου στη Θεσσαλονίκη. Πήγα και εγώ. Τίποτα το σημαντικό. Γραφειοκρατική διαδικασία. Ταυτόχρονα οι φοιτητικές διαμαρτυρίες στην Αθήνα είχαν ενταθεί, με βασικό αίτημα την επιστροφή των στρατευμένων φοιτητών. Σοβαρή ασπίδα για μας τους στρατευμένους αυτές οι διαμαρτυρίες. Καθώς η μία τριάδα διαδεχόταν την άλλη με καλούν ξανά στο β΄ γραφείο. Εδώ κάτι συμβαίνει. Ενημερώνω τον υπεύθυνο στρατιωτικό ότι εγώ έχω πάει. Μήπως έχει γίνει κάποιο λάθος; «Όχι», μου απαντά. «Πρέπει να ξαναπάς». Με ζώνουν τα φίδια. Κάποιοι από τους στρατευμένους φοιτητές είχαν αρχίσει να οδηγούνται στο κολαστήριο της ΕΣΑ. Από ό,τι μάθαμε αργότερα ήταν εκείνοι οι φοιτητές που ήταν μέλη αντιστασιακών οργανώσεων. Εγώ δεν ήμουν οργανωμένος και αυτό το ήξεραν από κατάθεση χαφιέ φοιτητή που είχε εισχωρήσει στον αντιστασιακό πυρήνα της σχολής μας. Γιατί με ξαναζητούν; Κανείς δεν είχε πάει δεύτερη φορά. Μετά από πολλή σκέψη καταλήγω ότι μάλλον προορίζομαι για την ΕΣΑ. Είναι μία από τις δύο φορές που φοβήθηκα πάρα πολύ κατά τη διάρκεια του κινήματος. Αγκαλιάζω τους 12 συναγωνιστές μου, τους χαιρετώ και τους υπόσχομαι ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να μην έχουν κάποια συνέπια μετά τις ανακρίσεις που θα υποστώ.
Επιβιβάζομαι στο στρατιωτικό όχημα προσπαθώντας να κρατήσω την αυτοκυριαρχία μου. Τα καταφέρνω. Τώρα προετοιμασία για τα περαιτέρω. Τι θα πω και τι θα κρύψω. Πώς θα αντέξω στην όποια δοκιμασία. Και ξανά από την αρχή. Και ξανά από την αρχή. Φτάνομε στο β΄ γραφείο. Μπαίνω πρώτος. Ήθελα να τελειώσω, ό,τι και να με περίμενε, όσο γίνεται γρηγορότερα. Στέκομαι απέναντι στο ψυχρό και διαπεραστικό βλέμμα του χουντικού αξιωματούχου και περιμένω. Κινείται αργά, εξουσιαστικά και με αφήνει να περιμένω όρθιος. Στο τέλος με κοιτά και με ρωτά: «πού τον ξέρεις τον Άγγελο Κωστέλο;» «Είμαστε συμμαθητές στο Η΄ Λύκειο», του απαντώ. Είχε ξεχάσει να με ρωτήσει την πρώτη φορά. Καλά φύγε, μου λέει.
55 χρόνια τον βασάνιζε αυτή του η μαρτυρία. 55 ολόκληρα χρόνια. Και στο τέλος έψαξε και βρήκε το τηλέφωνο μου. Συγκινήθηκα βαθύτατα. Αν και εν τω μεταξύ είχε γίνει επιχειρηματίας και κάτοικος των βορείων προαστίων βασανιζόταν. Είπαμε να βρεθούμε αλλά δεν το βλέπω να πραγματοποιείται… Αυτό το τηλεφώνημα ήταν για μένα δροσοσταλίδα μέσα στη γενική καταχνιά των πολέμων και της πολιτικής παρακμής. Μια ακτίδα φωτός μέσα στο σκοτάδι. Υπάρχει άραγε πάντα ελπίδα;
Ένα μεσημέρι, Άνοιξη του 2024, κτυπά το τηλέφωνό μου και ακούω μια άγνωστη φωνή:
– Είμαι ο Άγγελος Κωστέλος. Με θυμάσαι;
– Πώς δεν σε θυμάμαι. Δεν είμαστε συμμαθητές στο όγδοο Λύκειο; Εσείς δεν είχατε ένα ζαχαροπλαστείο στην οδό Κ;
– Ναι, ναι. Φίλε μου με τρώνε οι τύψεις δεκαετίες. Δεν φεύγεις από το μυαλό μου. Τι κακό σου έκανα!
Ήξερα τι εννοούσε. Είχα συνδυάσει τα γεγονότα που έζησα και είχα βγάλει τα συμπεράσματά μου. Ακόμα και αυτά τα μίνι αντιστασιακά δεν ξεχνιούνται ποτέ. «Δεν μου έκανες κανένα κακό», του απαντώ.
1969. Η μαύρη μαυρίλα της χούντας έχει σκεπάσει τα πάντα. Δεν κινείται τίποτα. Οι αντιστασιακές οργανώσεις εξαρθρώνονται η μία μετά την άλλη και εγώ να ψάχνω εναγωνίως για αντιστασιακή δράση. Όσες άκρες είχα βρει δεν με έπειθαν. Η μία ήταν εντελώς αδρανής και το μόνο που έκανε ήταν το διάβασμα μαρξιστικών βιβλίων. Όντας ακτιβιστής έμενα απολύτως ανικανοποίητος από την έλλειψη δράσης. Έπαιρνα τις εφημερίδες τους, που περιείχαν γενικά θεωρητικά θέματα και μόνο, αλλά δεν τις διάβαζα. Η άλλη εξαντλούσε τη δράση της σε μαθήματα αυστηρής συνωμοτικότητας. Και ξανά από την αρχή. Με ύφος δέκα καρδιναλίων ο σεβαστός καθοδηγητής δίδασκε αποφαντικά και δίχως κανένα διάλογο τους κανόνες που έπρεπε να τηρούμε αυστηρά δίχως να περνάμε ταυτόχρονα σε δράση. Μου έκανε δε και παρατηρήσεις για να με συνετίσει, γιατί ανίχνευα πολιτικά τους χώρους που βρισκόμουνα κάπως ανοικτά. Άνθρακας ο θησαυρός και εδώ. Σε μια τυχαία συνάντησή μας με τον Άγγελο Κωστέλο, με τον οποίο φοιτούσαμε μαζί στο Πολυτεχνείο, σε διαφορετικές σχολές, αρχίσαμε και οι δύο, δειλά-δειλά, τις πολιτικές αλληλοανιχνεύσεις. Συμμαθητές γαρ, υπήρχε μια κάποια εμπιστοσύνη. Αφού διαπιστώσαμε ότι συμφωνούμε για την αποτρόπαια πραγματικότητα της χούντας και στην ανάγκη οργάνωσης αντίστασης, περάσαμε ανοικτά στην πολιτική συζήτηση. Μου είπε ότι είναι μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης Ρήγας Φεραίος και μου έδωσε δύο τεύχη της εφημερίδα της, τον «Θούριο», να τα διαβάσω και μετά να συζητήσουμε. Η συζήτηση δεν έγινε ποτέ γιατί συνελήφθη ο Άγγελος. Κύλησε ο καιρός και το περιστατικό ξεχάστηκε. Κάποια στιγμή εμφανίζεται δυναμικότατο το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα στο οποίο πήρα μέρος. Μη μπορώντας η χούντα να το καταστείλει στρατεύει γύρω στους 100 φοιτητές τον Φεβρουάριο του 1973.
Νάμαστε λοιπόν στο στρατόπεδο της Σίνδου 13 στρατευμένοι φοιτητές. Βρισκόμαστε υπό συνεχή παρακολούθηση. Μας είχαν από κοντά δύο ανθυπολοχαγοί, οι οποίοι το ρίχνουν και στην πολιτική συζήτηση. Δεν σιωπήσαμε. Λέγαμε και εμείς τα δικά μας, κάπως συγκρατημένα.
Κάποια μέρα άρχισαν να μας καλούν τρεις-τρεις στο β’ γραφείο κάποιου στρατοπέδου στη Θεσσαλονίκη. Πήγα και εγώ. Τίποτα το σημαντικό. Γραφειοκρατική διαδικασία. Ταυτόχρονα οι φοιτητικές διαμαρτυρίες στην Αθήνα είχαν ενταθεί, με βασικό αίτημα την επιστροφή των στρατευμένων φοιτητών. Σοβαρή ασπίδα για μας τους στρατευμένους αυτές οι διαμαρτυρίες. Καθώς η μία τριάδα διαδεχόταν την άλλη με καλούν ξανά στο β΄ γραφείο. Εδώ κάτι συμβαίνει. Ενημερώνω τον υπεύθυνο στρατιωτικό ότι εγώ έχω πάει. Μήπως έχει γίνει κάποιο λάθος; «Όχι», μου απαντά. «Πρέπει να ξαναπάς». Με ζώνουν τα φίδια. Κάποιοι από τους στρατευμένους φοιτητές είχαν αρχίσει να οδηγούνται στο κολαστήριο της ΕΣΑ. Από ό,τι μάθαμε αργότερα ήταν εκείνοι οι φοιτητές που ήταν μέλη αντιστασιακών οργανώσεων. Εγώ δεν ήμουν οργανωμένος και αυτό το ήξεραν από κατάθεση χαφιέ φοιτητή που είχε εισχωρήσει στον αντιστασιακό πυρήνα της σχολής μας. Γιατί με ξαναζητούν; Κανείς δεν είχε πάει δεύτερη φορά. Μετά από πολλή σκέψη καταλήγω ότι μάλλον προορίζομαι για την ΕΣΑ. Είναι μία από τις δύο φορές που φοβήθηκα πάρα πολύ κατά τη διάρκεια του κινήματος. Αγκαλιάζω τους 12 συναγωνιστές μου, τους χαιρετώ και τους υπόσχομαι ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να μην έχουν κάποια συνέπια μετά τις ανακρίσεις που θα υποστώ.
Επιβιβάζομαι στο στρατιωτικό όχημα προσπαθώντας να κρατήσω την αυτοκυριαρχία μου. Τα καταφέρνω. Τώρα προετοιμασία για τα περαιτέρω. Τι θα πω και τι θα κρύψω. Πώς θα αντέξω στην όποια δοκιμασία. Και ξανά από την αρχή. Και ξανά από την αρχή. Φτάνομε στο β΄ γραφείο. Μπαίνω πρώτος. Ήθελα να τελειώσω, ό,τι και να με περίμενε, όσο γίνεται γρηγορότερα. Στέκομαι απέναντι στο ψυχρό και διαπεραστικό βλέμμα του χουντικού αξιωματούχου και περιμένω. Κινείται αργά, εξουσιαστικά και με αφήνει να περιμένω όρθιος. Στο τέλος με κοιτά και με ρωτά: «πού τον ξέρεις τον Άγγελο Κωστέλο;» «Είμαστε συμμαθητές στο Η΄ Λύκειο», του απαντώ. Είχε ξεχάσει να με ρωτήσει την πρώτη φορά. Καλά φύγε, μου λέει.
55 χρόνια τον βασάνιζε αυτή του η μαρτυρία. 55 ολόκληρα χρόνια. Και στο τέλος έψαξε και βρήκε το τηλέφωνο μου. Συγκινήθηκα βαθύτατα. Αν και εν τω μεταξύ είχε γίνει επιχειρηματίας και κάτοικος των βορείων προαστίων βασανιζόταν. Είπαμε να βρεθούμε αλλά δεν το βλέπω να πραγματοποιείται… Αυτό το τηλεφώνημα ήταν για μένα δροσοσταλίδα μέσα στη γενική καταχνιά των πολέμων και της πολιτικής παρακμής. Μια ακτίδα φωτός μέσα στο σκοτάδι. Υπάρχει άραγε πάντα ελπίδα;
---------------------------------------------
Η ιστορία είναι πραγματική, το όνομα όχι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου