Νομικός, συγγραφέας
Πολλές συζητήσεις γίνονται αυτές τις μέρες σχετικά με τις αποχωρήσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας των οποίων το κόμμα αυτό θα χάσει σύντομα τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και ενόψει αυτής της εξέλιξης ίσως θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε κάποιες σκέψεις αναφορικά με το ερώτημα: Σε ποιον ανήκει η βουλευτική έδρα, στο κόμμα ή στον βουλευτή;
Για να δώσουμε μια σαφή απάντηση, πρέπει να ανατρέξουμε στο Σύνταγμα η ανάγνωση του οποίου θα μας οδηγήσει στα εξής συμπεράσματα:
α) Η Πολιτεία συντάσσεται πάνω στη βάση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, της έννοιας της ακεραιότητας και αυτοτέλειας της επικράτειας και τέλος στη λειτουργία των κομμάτων (άρθρα 26-29 του Συντάγματος, μέρος τρίτο τμήμα Α, «Σύνταξη της Πολιτείας»).Επειδή το εκλογικό δικαίωμα ασκείται με ψηφοδέλτια κομμάτων, συνάγεται ότι κόμμα ψηφίζει ο πολίτης για να κυβερνήσει την πολιτεία και όχι πρόσωπα. Τα δε ονόματα των βουλευτών που έπονται του λογότυπου του κόμματος δεν αφορούν την κυβερνητική επιλογή του, αλλά μια μορφή αρχαιρεσιών τοπικού χαρακτήρα σε σχέση με το νομοθετικό έργο της Βουλής, σε συνάρτηση όμως με το κόμμα στο ψηφοδέλτιο του οποίου περιλαμβάνονται ως υποψήφιοι. Συνεπώς ο όρος «βουλευτικές εκλογές» είναι ελλιπής. Το ορθό θα ήταν «κυβερνητικές εκλογές και βουλευτικές αρχαιρεσίες».
β) Η Βουλή, με βάση το Σύνταγμα, αποτελεί μια λειτουργία της Πολιτείας η οποία δεν ρυθμίζει το πολίτευμα -αυτή η διαδικασία ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας- άρα δεν έχει αυτοτέλεια και απαρτίζεται ως σώμα από τους βουλευτές οι οποίοι εκλέγονται μεν από τον λαό, δεν αντιπροσωπεύουν όμως αυτόν αλλά το έθνος (άρθρο 51 παρ. 1-3 μέρος τρίτο, τμήμα Γ, «Ανάδειξη και Συγκρότηση της Βουλής»). Δηλαδή οι βουλευτές δεν αντιπροσωπεύουν αυτούς που τους επέλεξαν (τους έχοντες δικαίωμα ψήφου πολίτες) αλλά μια αφηρημένη έννοια που το βασικό της χαρακτηριστικό είναι κάποια κοινά γλωσσικά, φυλετικά, θρησκευτικά κ.ο.κ. γνωρίσματα. Οπότε από τη στιγμή που με βάση τις αρχές του Συντάγματος η εκλογική διαδικασία αφορά πρώτα την ανάδειξη των κομμάτων επί των οποίων συντάσσεται η Πολιτεία και θα μπουν στη Βουλή και περαιτέρω το κόμμα που θα κυβερνήσει και θα αντιπροσωπεύσει τη λαϊκή βούληση, κατά δεύτερο δε λόγο τους βουλευτές που θα αντιπροσωπεύσουν το «έθνος», τα πράγματα ξεκαθαρίζουν.
Αφού η θέληση λοιπόν των πολιτών ως πρώτιστο αντικείμενο εκδήλωσής της έχει την επιλογή κόμματος και δευτερευόντως βουλευτών -γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε το ψηφοδέλτιο χωρίς σταυρό δεν είναι άκυρο αλλά κατακυρώνεται στο κόμμα- τότε ποια είναι η βασική υποχρέωση τού υπό το λογότυπο ενός κόμματος εκλεγέντος βουλευτή; Να σεβαστεί τη λαϊκή θέληση. Συνεπώς, και χωρίς να χρειαζόμαστε άλλα επιχειρήματα, η βουλευτική έδρα όσον αφορά τη λαϊκή θέληση δεν ανήκει στον βουλευτή αλλά στο κόμμα το οποίο επέλεξε ο λαός για να τον εκπροσωπήσει.
Και με βάση αυτό το σκεπτικό που βασίζεται στους συνταγματικούς κανόνες, ας εξετάσουμε ένα άλλο ζήτημα. Πώς θα πρέπει να κρίνεται η συμπεριφορά του βουλευτή που ανεξαρτητοποιείται ή μεταπηδά στην κοινοβουλευτική ομάδα άλλου κόμματος; Μας το λέει και πάλι το Σύνταγμα στο άρθρο 52: «H ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση». Και μπορεί μεν σε πρώτη ανάγνωση το άρθρο αυτό να αφορά τη διαδικασία των εκλογών, όμως η φράση «σε κάθε περίπτωση» διευρύνει τα χρονικά όρια της εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης καθότι αυτή ισχύει για όλο το διάστημα που διαρκεί η θητεία της κυβέρνησης που εξελέγη καθώς και η αντίστοιχη βουλευτική περίοδος. Με βάση αυτό το άρθρο λοιπόν ο βουλευτής που ανεξαρτητοποιείται ή μεταπηδά σε ένα άλλο κόμμα και δεν παραδίδει τη βουλευτική του έδρα δεν κάνει τίποτα λιγότερο από το να αλλοιώνει την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση (μέσω των προηγηθεισών εκλογών) της λαϊκής θέλησης.
Ολοι γνωρίζουμε τις συνέπειες «ανεξαρτητοποιήσεων» βουλευτών που οδηγούν μέχρι και σε αποστασίες θέτοντας τη δημοκρατία σε δοκιμασία. Ακόμα όμως πιο μεγάλος κίνδυνος για τη δημοκρατία είναι όταν η συνταγματική αυτή εκτροπή σε βάρος της λαϊκής θέλησης υποδαυλίζεται και μεθοδεύεται από κάποιο εξωκοινοβουλευτικό πρόσωπο που, ενώ δεν έχει καμία σχέση με τη λειτουργία των θεσμών, καλεί τους βουλευτές ενός κόμματος σε αποστασία. Γι’ αυτό και το Σύνταγμα στο άρθρο 52 λέει ότι «νόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης που διασφαλίζει την ελευθερία και το ανόθευτο της λαϊκής θέλησης». Οψόμεθα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου