"Γεννήθηκα στην Καισαριανή το 1928. Οι γονείς μου ήτανε Μικρασιάτες. Η μητέρα μου ήρθε το ’22 μαζί με τους πρόσφυγες, ήρθε μόνη της εδώ με διάφορους πατριώτες και γνωστούς. Έφυγε από το χωριό, το Μπαϊντίρι, πήγε στη Σμύρνη, απ' ό,τι μου έλεγε, κρυβόντουσαν από το ένα σπίτι στο άλλο, μετά έπιασε φωτιά...
O πατέρας μου έμεινε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία και γύρισε μετά από ένα χρόνο με την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην αρχή η μητέρα μου, όπως όλοι οι πρόσφυγες έμενε σε αποθήκες, σε σχολεία, μετά τους δώσανε αντίσκηνα στην Καισαριανή. Υπάρχει μια φωτογραφία στο Δήμο της Καισαριανής που υπάρχουν τα αντίσκηνα, που είναι η πρώτη φάση.
Ερχόμενος ο πατέρας μου από τη Μικρά Ασία, τους βγάλανε στον Πειραιά με το καράβι και άρχισε ο καημένος να ρωτάει πού υπάρχουνε Μπαϊντιριανές. Βρέθηκε μια Μπαϊντιριανιά, συχωριανή της μάνας μου, η οποία ήξερε πού μένει η μάνα μου, τον πήρε και τον οδήγησε και τον έφερε στην Καισαριανή. Φαντάζεσαι τη συγκίνηση και των δύο, ο πατέρας με τσουβάλια και με ψείρα κουκουνάρι… Συναντήθηκαν λοιπόν ο Γιάννης κι η Μαρία. Η μάνα μου δεν ήξερε αν ζούσε ή αν πέθανε. Απ' ό,τι μου έλεγε πήγαινε και ρωτούσε κάποια μέντιουμ να της πει αν ζει, και της έλεγε ότι ζει και να μην ανησυχεί. Και τον έβλεπε, λέει, να ταΐζει καμήλες, και όντως τον είχανε οι Τούρκοι στο στρατό να ταΐζει καμήλες.
Τέλος πάντων ήρθε λοιπόν ο πατέρας μου και απ' ό,τι μου ’λεγε η μάνα μου βάλανε γκαζοτενεκέδες και τάβλες να κάνουνε οι άνθρωποι κρεβάτι μες στο αντίσκηνο να κοιμηθούνε. Εντωμεταξύ είχανε φτιάξει και την εκκλησία, τον άγιο Νικόλαο. Ο πατέρας μου ήτανε, ας το πούμε θρησκόληπτος, του άρεσε πολύ η εκκλησιαστική μουσική και η εκκλησία. Μια και ήτανε κοντά το αντίσκηνο στην εκκλησία, πήγαινε την Κυριακή να παρακολουθήσει τη λειτουργία αλλά και πολλές φορές το απόγευμα που γίνονταν βαφτίσια και γάμοι...
...Από φτώχεια τώρα καταλαβαίνετε τι γινότανε. Θυμάμαι πάρα πολλές φορές ότι τα βράδια δεν είχαμε τίποτα στο σπίτι να φάμε και παίρναμε μια ρέγγα από τον μπακάλη κι ο πατέρας μου άναβε μια εφημερίδα για να την ψήσει και τρώγαμε τέσσερα άτομα, τρώγαμε μια ρέγγα και τα τέσσερα άτομα, πίναμε και μπόλικο νερό γιατί ήτανε αλμυρή η ρέγγα, φούσκωνε η κοιλιά μας και κοιμόμασταν.
Από ρούχα; Εγώ θυμάμαι ότι παπούτσια μας παίρνανε μια φορά το χρόνο και κείνο αν καταφέρναν να τα πάρουνε.
Το χειμώνα η παράγκα έτρεχε γιατί εμείς ήμασταν στην πιο χαμηλή στάθμη. Υπήρχαν άλλες παράγκες, όχι καν χτιστά σπίτια, παράγκες που ήτανε απέναντί μας και επειδή αυτοί οι άνθρωποι είχαν κάποια καλύτερη οικονομική άνεση από μας, έβαλαν κεραμίδια για να αποφύγουν το νερό που έμπαινε. Ενώ σε μας τους υπόλοιπους κάθε φθινόπωρο μας έδινε η δημαρχία από ένα τόπι πισσόχαρτο, ανέβαιναν οι νοικοκυραίοι και άπλωναν αυτό το πισσόχαρτο, έβαζαν πήχες και το κάρφωναν, αλλά με πολύ δυνατό αέρα σκιζόταν το πισσόχαρτο και η βροχή έμπαινε μέσα. Όπου η κακομοίρα η μάνα μου έπαιρνε τσουκάλια, τεντζερέδια, κατσαρόλια και τα ’βαζε όπου έτρεχε το νερό κι έσταζε. Θυμάμαι πολλές φορές έσταζε και πάνω στο κρεβάτι που κοιμόμουνα με την αδερφή μου. Τύλιγε τότε η μάνα το στρώμα ρολό για να μη βραχεί και μουχλιάσει, το ’κανε στην άκρη και μας έβαζε επάνω και κάποιες βραδιές ξενυχτούσαμε πάνω στο στρώμα.
Αυτό το πρόβλημα ήτανε μόνιμο μέχρι που κάηκε η παράγκα. Υπήρχε λοιπόν υγρασία μέσα στην παράγκα και προσπαθούσε η μάνα μου να τη ζεστάνει μ' αυτόν τον τρόπο: Αγόραζε καρβουνόσκονη, τα υπολείμματα του ήμερου κάρβουνου, όχι του κωκ, από τον μπάρμπα-Αλέκο, αγόραζε και ασβέστη, τα έπλαθε μαζί και τα έκανε μπαλάκια σαν ψωμάκια, τα στέγνωνε στον ήλιο και αυτά όταν ξεραινόντουσαν, τα φύλαγε σε κάτι τενεκέδες μέσα και το χειμώνα τα έβαζε στο μαγκάλι. Η μάνα μου είχε και φουφού. Ένα στρογγυλό βαρελάκι, το είχε χτίσει ο πατέρας μου με τούβλα και το είχε κάνει φουφού.
Εκεί μαγείρευε η μάνα μου, εκεί έβραζε και το νερό για να κάνει μπουγάδα, μπουγάδα στη σκάφη, είχε και το κοφίνι, έβαζε τα ρούχα μέσα και το σταχτόπανο από πάνω και τα περεχούσε. Για φως βέβαια είχαμε λάμπες, μπρούτζινη η καλή μας λάμπα -μάλιστα με έβαζε η μάνα μου να τη γυαλίζω με στάχτη και λεμόνι- και στην κουζίνα μέσα ήταν σαν αυτές τις γυάλινες τις στρογγυλές." Δόμνα Σαμίου
-----------
"Το τραγούδι «Έχε γεια Παναγιά» μου το πρωτόπε ο Αχιλλέας Ζαφειρόπουλος, αδελφός μιας καλής μου φίλης που είχα πρωτοσυναντήσει δεκαεπτά - δεκαοκτώ χρονών στην Κωνσταντινούπολη, το 1970. Μάλιστα, εκ των υστέρων, γύρω στα 1998, ένας άλλος φίλος μου από την Ίμβρο μου είπε ότι ο στίχος δεν ήταν «Έχε γεια Παναγιά» αλλά «Έχε γεια, πάντα γεια». Κατά πόσον είναι σωστό κι αυτό δεν ξέρω, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που ο ανώνυμος λαός αλλάζει κάτι το οποίο δεν του πάει καλά σ' ένα τραγούδι" Δόμνα Σαμίου (2000).
Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας. Οι γονείς της ήταν μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης. H μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ο πατέρας της, αιχμάλωτος στρατιώτης, λίγο αργότερα, με την Ανταλλαγή. Έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στις απάνθρωπες αλλά παράλληλα πολύ ανθρώπινες και αλληλέγγυες συνθήκες της προσφυγιάς, κι εκεί απέκτησε τα λαϊκά ερείσματα της προσωπικότητάς της και την ατόφια συμμετοχικότητά της. Στο περιβάλλον αυτό είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα απ’ τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική.
Σε ηλικία 13 ετών η Δόμνα Σαμίου έχει την πρώτη διδακτική επαφή με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική αλλά και με τη λογική της επιτόπιας έρευνας, μαθητεύοντας κοντά στον Σίμωνα Καρά, στο «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής», ενώ παράλληλα φοιτά στο νυχτερινό Γυμνάσιο.
Ως μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά αρχίζει η σχέση της και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας/Ε.Ι.Ρ όπου αργότερα, το 1954, προσλαμβάνεται στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Από τη θέση αυτή γνωρίζει τους σημαντικότερους λαϊκούς μουσικούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη της εσωτερικής μετανάστευσης συρρέουν στην Αθήνα απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, και τους οποίους το ΤΕΜ ηχογραφεί για τις εκπομπές του. Έτσι η Δόμνα εξοικειώνεται με όλα τα τοπικά μουσικά ιδιώματα. Παράλληλα κάνει μουσική επιμέλεια σε εκδόσεις δίσκων, θεατρικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες. Το 1963 αρχίζει τα ταξίδια της στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο με δικά της μηχανήματα.
Το 1971 παραιτείται από την Ραδιοφωνία. Την ίδια χρονιά-σταθμό αποδέχεται την πρόσκληση του Διονύση Σαββόπουλου και πρωτοεμφανίζεται στο νεανικό και αντιχουντικό Ροντέο, δίνοντας μια μεγάλη έκτοτε στροφή στη σχέση των νέων με την παραδοσιακή μουσική. Τις σημαντικές αυτές εμφανίσεις ακολουθεί η συμμετοχή στο Φεστιβάλ Μπαχ στο Λονδίνο, οργανωμένο από τη Λίλα Λαλάντη. Η λαμπρή καλλιτεχνική καριέρα της Δόμνας Σαμίου έχει ξεκινήσει θριαμβευτικά. «Πέρασε η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι», όπως δηλώνει σε συνέντευξή της η ίδια.
Το 1974 αρχίζει η συνεργασία με την Columbia και οι αλλεπάλληλες εκδόσεις LP. Το 1976-77 με σκηνοθέτες τον Φώτο Λαμπρινό και τον Ανδρέα Θωμόπουλο γυρίζουν στην ελληνική επαρχία είκοσι επεισόδια για την εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικό οδοιπορικό».
Το 1981 ιδρύεται ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής - Δόμνα Σαμίου με σκοπό την διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και κυρίως την έκδοση δίσκων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, μακρυά από τις απαιτήσεις των εμπορικών εταιριών.
Το έργο της ξεπερνά πια τα ελληνικά σύνορα. Εκδίδονται δίσκοι της στη Γαλλία και τη Σουηδία. Επί σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποιεί σειρά συναυλιών από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική που όχι μόνο συγκινούν τους Έλληνες της Διασποράς αλλά και αποκαλύπτουν στους ξένους μια ποιοτική «ελληνική μουσική δίχως μπουζούκι», όπως γράφτηκε σε κάποια κριτική συναυλίας της στη Σουηδία.
Στο εσωτερικό της Ελλάδας οι εμφανίσεις της σε συναυλίες κάθε είδους και με κάθε αφορμή είναι αναρίθμητες καθώς και οι τιμητικές προσκλήσεις και τα αφιερώματα, όπως π.χ. η επετειακή παράσταση για τα 70 της χρόνια: «Η Δόμνα Σαμίου στο Μέγαρο Μουσικής: η γνωστή και άγνωστη Δόμνα», τον Οκτώβριο του 1998.
Για τις ποικίλες δραστηριότητες της συνεργάζεται με τους πιο καταξιωμένους Έλληνες και ξένους μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους, εθνομουσικολόγους αλλά και διδάσκει, μυεί και αναδεικνύει πρωτόβγαλτους νέους καλλιτέχνες. Aπό το 1994 δίνει μαθήματα δημοτικού τραγουδιού για ενήλικες στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων της Αθήνας. Πάμπολλες είναι επίσης οι πρωτοβουλίες της και έμπρακτη και ανιδιοτελής η προσφορά της σχετικά με την βελτίωση της μουσικής εκπαίδευσης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αίτημα παιδαγωγικά πρωταρχικό και επιτακτικό κατά την ίδια.
Καταξιωμένη και αγαπητή για την προσφορά και την προσήνια της είδε το έργο της να αναγνωρίζεται πολλαπλά και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, με αποκορύφωση την απονομή μεταλλίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο το 2005.
Περιστοιχιζόμενη από τους συνεργάτες, φίλους και υποστηρικτές της η Δόμνα συνεχίζει το έργο της με εκδόσεις υπομνηματισμένων με αναλυτικά κείμενα θεματικών CD, την οργάνωση του ανέκδοτου προσωπικού Αρχείου της και την προετοιμασία για ανάρτησή του στο διαδίκτυο.
"Γιατί παλεύω; Γιατί λαός χωρίς παραδόσεις, είναι καράβι δίχως άγκυρα..." Δόμνα Σαμίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου