Του Νίκου Κοτζιά (press-gr)
Εξαρχής είχα υπογραμμίσει ότι το μοντέλο που εισαγόταν στην χώρα από τις δυνάμεις του Μνημονίου κινούνταν ενάντια σε κάθε σχέδιο ανάπτυξης. Αντίθετα, οδηγούσε απευθείας στην κόλαση της ύφεσης. Ένα θεμελιακό κριτήριο της κριτικής που διατύπωσα έναντι του μνημονίου, ήταν ότι αποτελούσε δείγμα κακής λογιστικής και είχε «αυτονομήσει» τα λογιστικά των δημοσιονομικών από οποιαδήποτε αναπτυξιακή πολιτική. Σήμερα, που η χώρα πληρώνει τα σπασμένα των λογιστών και υπηρετών της τρόικας, που... παριστάνουν τους υπουργούς, όλο και περισσότεροι επαναφέρουν το θέμα της ανάπτυξης. Το κάνουν ακόμα και εκείνοι οι οποίοι ευθύνονται για την ύφεση σήμερα, δηλαδή, όλο το Κόμμα του Μνημονίου. Ενόψει των εκλογών, αλλά και μετά από αυτές, μαζί με το ερώτημα για το ποιος έχει τις ευθύνες για την διάλυση και καταστροφή της χώρας, καθώς και το αν ήταν μονόδρομος ή όχι η παράδοση της χώρας στην τοκογλυφία και την τρόικα, θα τίθεται όλο και περισσότερο στην ημερήσια διάταξη το ερώτημα: ανάπτυξη για ποιόν, από ποιόν, με ποιο τρόπο και τι στόχους;
Τα μέτωπα γύρο από την ανάπτυξη
Οι δυνάμεις που έκαναν κριτική στις μνημονιακές επιλογές, οφείλουν άμεσα να προβάλλουν τις προτάσεις ανάπτυξης της χώρας που έχουν ήδη διατυπώσει, να τις εμπλουτίσουν, αλλά και να τις εξηγήσουν. Να αποδείξουν γιατί αυτές είναι ορθότερες και αποτελεσματικότερες. Πριν από όλα να διαμορφώσουν και αναδείξουν τα κριτήρια με τα οποία θα σχεδιαστεί, προωθηθεί και υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο. Πιο συγκεκριμένα:
Α. Τι είδους ειδίκευση ανάπτυξης θα έχει η Ελλάδα;
Η σημερινή κυρίαρχη πολιτική δείχνει να επιλέγει ως πρώτο κριτήριο «ανάπτυξης», εκείνο της χαμηλής ειδίκευσης. Η πολιτική υποτίμησης μισθών και συντάξεων εμπεριέχει και ένα πολύ συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης. Είναι ένα από τα 10 μοντέλα ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού όπως τα αναλύω στο βιβλίο μου «Πολιτική Σωτηρίας» (Λιβάνης). Είναι εκείνη η επιλογή που στηρίζεται στη χαμηλή ειδίκευση, τους χαμηλούς –κατά προέκταση-μισθούς. Ουσιαστικά πρόκειται για μια στρατηγική που οδηγεί ευθέως σε μια παρατεταμένη υποβάθμιση της Ελλάδας στο Παγκόσμιο Σύστημα καταμερισμού εργασίας. Μια ανάπτυξη που στηρίζεται σε χαμηλά μεγέθη δεν προσβλέπει σε μεγάλες τεχνολογικές ανανεώσεις. Επί παραδείγματι η επιβολή χαμηλών μισθών δυσκολεύει την εισαγωγή στην παραγωγή και τις υπηρεσίες ακριβής υψηλής τεχνολογίας. Δυσκολεύει, επίσης, την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω νέας οργάνωσης, τεχνολογικής ανανέωσης και προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, επίσης, η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της οργανωμένης ειδίκευσης υποκαθίσταται από τις μειώσεις κοινωνικού κράτους και μισθών. Αυτή η διαπίστωση ισχύει πολλαπλά όταν μια τέτοια επιλογή εφαρμόζεται στα πλαίσια πολιτικής ύφεσης.
Η δική μου πρόταση που πολλαπλώς έχω διατυπώσει, κινείται σε εντελώς αντίθεση κατεύθυνση. Πρόκειται για μια επιλογή στήριξης πολιτικών μεγάλης ειδίκευσης μέσω υψηλής τεχνολογίας, υψηλών μισθών και παραγωγικότητας της εργασίας και κατά προέκταση υψηλών δαπανών στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στο κοινωνικό κράτος. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης δεν στηρίζεται στους χαμηλούς μισθούς και στην επεκτατική εργασία, αλλά στην εντατική ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω καλύτερης οργάνωσης και μόρφωσης των εργαζομένων και της στήριξης της επιχειρηματικής δημιουργικότητας.
Στο πρώτο μοντέλο, η τιμή της εργασίας συνεχώς μειώνεται, ενώ γίνεται μια διαρκή ανακατανομή εισοδήματος και πλούτου σε βάρος της μισθωτής εργασίας, των συνταξιούχων, των μικρών και μεσαίων ιδιοκτητών. Στο δεύτερο μοντέλο, εκείνο που προτείνω, η χώρα αποκτά ισχυρή ειδίκευση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, αυξάνει εισοδήματα και πλούτο για εκείνους που εξάλλου τον δημιουργούν.
Β. Με ποια μέσα θα γίνει αυτή η ανάπτυξη;
Το μοντέλο της φτηνής εργασίας και του συνεχούς μειούμενου κοινωνικού κράτους, στηρίζεται σε μια λογική τυφλής κυριαρχίας της αγοράς. Τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και υπερεθνικά. Ανάμεσα στους οπαδούς της αγοράς, υπάρχουν οι ακραίοι (σημερινή ηγεσία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, η Δημοκρατική Συμμαχία) καθώς και οι πιο μετριοπαθείς. Σύμφωνα με τους πρώτους οι αγορές τα λύνουν όλα από μόνες τους και δεν χρειάζεται παρά να διασφαλιστεί ότι το κράτος δεν ανακατεύεται καθόλου στα της οικονομίας, ή πιο ορθά οι παρεμβάσεις του πρέπει να έχουν έναν και μοναδικό σκοπό, να εμποδίζουν τρίτους να παρενοχλούν τις δυνάμεις της αγοράς, κοινώς τραπεζίτες και διαπλοκή να κάνουν μόνες τους όλο το παιχνίδι. Σε αυτή την περίπτωση, η πολιτική έχει έναν μονοσήμαντο ρόλο, να διασφαλίζει την ηγεμονία των αγορών και των κυρίαρχων σε αυτές μερίδων του κεφαλαίου.
Οι πιο μετριοπαθείς της αγοράς, αποδίδουν δύο ρόλους στο κράτος υποστηρικτικούς προς τις αγορές. Σύμφωνα και με τη δική τους γνώμη, οι αγορές διασφαλίζουν την ανάπτυξη. Εκείνο που προσθέτουν είναι «η ανάγκη» να διευκολύνει το κράτος τους όρους με τους οποίους προτρέπονται οι ιδιώτες να κάνουν επενδύσεις. Να φροντίζει, επίσης, το κράτος να λαμβάνονται, έστω και περιορισμένα, ορισμένα κοινωνικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η καλή και συνεκτική λειτουργία των αγορών. Να είναι δυνατό να διορθώνονται τυχόν «λάθη και κενά» που προκαλούνται από τις αγορές.
Και οι δύο κατευθύνσεις που περιέγραψα έχουν ως κοινό στοιχείο τους ότι επιδιώκουν μέσω της πολιτικής να κινητοποιήσουν τα «νομισματικά μεγέθη» προκειμένου να υποστηριχτεί η ανάπτυξη. Την ανάπτυξη δεν την αντιλαμβάνονται, δηλαδή, ως μια συνειδητή πολιτική με την οποία μια ολόκληρη κοινωνία θέτει στόχο για το ποιο είναι το καλύτερο αύριο για την ίδια και με ποιο τρόπο θα το πετύχει. Αντίθετα, κατά τη γνώμη μου, μια κοινωνία που επιθυμεί την πολύπλευρη ανάπτυξη, οφείλει να παράγει εναλλακτικές λύσεις. Να τις συζητά δημοκρατικά και να επιλέγει την πιο ορθολογική και αποτελεσματική εναλλακτική. Να διασφαλίζει αυτή, την καλύτερη δυνατή θέση για την Ελλάδα στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Η πρότασή μου, σε αντίθετα με αυτές που ακούγονται, δεν θέτει ως πρώτιστο στόχο την κινητοποίηση εργαλείων νομισματικής πολιτικής ή προσέλκυσης πάση θυσία ιδιωτών επενδυτών. Δεν αρνούμαι τη λελογισμένη χρήση του πρώτου εξ αυτών των εργαλείων και την προώθηση του δεύτερου. Και οι δύο πολιτικές είναι απαραίτητες. Αλλά προηγείται η αποκατάσταση της κύριας παραγωγικής μηχανής, της ψυχικής και σωματικής δύναμης των ίδιων των εργαζομένων. Την επανάκτηση της ψυχικής και συναισθηματικής νοημοσύνης τους, μακριά από εκφοβισμούς και εκβιασμούς. Χωρίς τον παράγοντα άνθρωπο δεν υπάρχει ανάπτυξη. Με τσακισμένα τα φτερά και την ψυχή του έλληνα και της ελληνίδας καμία παραγωγική μηχανή δεν μπορεί να τεθεί σε κίνηση. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, χρειάζεται μια διαφορετική Πολιτική απέναντι στον άνθρωπο. Απαιτούνται πολιτικές δυνάμεις που να μπορούν να διασφαλίσουν ουσιαστικές, σταθερές και μακρόχρονες σχέσεις εμπιστοσύνης.
Γ. Που θα στηριχτεί αυτή η ανάπτυξη;
Οι μνημονιακοί βλέπουν να στηρίζεται η όποια ανάπτυξη στις παρεμβάσεις της τρόικας, ιδιαίτερα των Γερμανών. Ουσιαστικά, όμως, οι γερμανοί, αν δεν τους ελέγξει κανείς και δεν διαμορφώσει συνθήκες ισότιμης συνεργασίας (οι γνώσεις και η πείρα τους ασφαλώς μας είναι χρήσιμες) θα τείνουν όλο και περισσότερο να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως συμπληρωματική οικονομία. Δηλαδή, να επιδιώκουν την ανάπτυξη στην Ελλάδα εκείνων των κλάδων που χρειάζονται ως συμπλήρωμα στη δική τους οικονομική μηχανή (όπως ορισμένα επεξεργασία από ορισμένα ορυκτά και αγροτικά προϊόντα, καθώς και ενέργεια) Η ανάπτυξη αυτών των κλάδων από μόνη τους κάθε άλλο παρά είναι αρνητική. Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι κάθε μονόπλευρη ανάπτυξη είναι περιοριστική. Αναπτύσσει λίγους κλάδους μόνο και στο βαθμό που αυτοί ανταποκρίνονται στις ανάγκες τρίτης οικονομίας και μέχρι αυτού του σημείου. Πρόκειται ουσιαστικά για μια νεοαποικιοκρατικού τύπου ανάπτυξη.
Μια ανάπτυξη υποταγμένη στις ανάγκες της γεωοικονομίας τρίτων, δεν είναι μόνο στρεβλή, ούσα συμπληρωματική, αλλά δεν αναπτύσσει όλο το εύρος της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, πλην των περιοχών/θεματικών ανάπτυξης, αφήνει όλες τις άλλες περιοχές και κλάδους της οικονομίας υποανάπτυκτους. Αναπαράγει δε σε αυτές την φτώχια και την ανεργία. Δημιουργεί ανισότητες και καταστρέφει ουσιαστικά το κοινωνικό κεφάλαιο. Δεν συμβάλλει στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη μιας ανάπτυξης «ολικής» με την έννοια μιας ανάπτυξης που να μην έχει ως αναφορά την συμπληρωματικότητα προς μια τρίτη χώρα, αλλά την μέγιστη αξιοποίηση των δικών της δυνατοτήτων. Επιπλέον στόχος, να καταλάβει την καλύτερη δυνατή θέση στο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Μέσω δε, της γεωοικονομικής αναβάθμισης να διασφαλίζει και την γεωπολιτική της ενίσχυση. Μια ανάπτυξη που θα την ειδικεύει σε υψηλής τεχνολογίας και εισοδήματος περιοχές και θα στηρίζεται στην διασύνδεση έρευνας, εκπαίδευσης, δημιουργικότητας και ταλέντου. Που θα χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης και θα αναπτύσσει κάθε περιοχή της χώρας ειδικευμένα.
Εξαρχής είχα υπογραμμίσει ότι το μοντέλο που εισαγόταν στην χώρα από τις δυνάμεις του Μνημονίου κινούνταν ενάντια σε κάθε σχέδιο ανάπτυξης. Αντίθετα, οδηγούσε απευθείας στην κόλαση της ύφεσης. Ένα θεμελιακό κριτήριο της κριτικής που διατύπωσα έναντι του μνημονίου, ήταν ότι αποτελούσε δείγμα κακής λογιστικής και είχε «αυτονομήσει» τα λογιστικά των δημοσιονομικών από οποιαδήποτε αναπτυξιακή πολιτική. Σήμερα, που η χώρα πληρώνει τα σπασμένα των λογιστών και υπηρετών της τρόικας, που... παριστάνουν τους υπουργούς, όλο και περισσότεροι επαναφέρουν το θέμα της ανάπτυξης. Το κάνουν ακόμα και εκείνοι οι οποίοι ευθύνονται για την ύφεση σήμερα, δηλαδή, όλο το Κόμμα του Μνημονίου. Ενόψει των εκλογών, αλλά και μετά από αυτές, μαζί με το ερώτημα για το ποιος έχει τις ευθύνες για την διάλυση και καταστροφή της χώρας, καθώς και το αν ήταν μονόδρομος ή όχι η παράδοση της χώρας στην τοκογλυφία και την τρόικα, θα τίθεται όλο και περισσότερο στην ημερήσια διάταξη το ερώτημα: ανάπτυξη για ποιόν, από ποιόν, με ποιο τρόπο και τι στόχους;
Τα μέτωπα γύρο από την ανάπτυξη
Οι δυνάμεις που έκαναν κριτική στις μνημονιακές επιλογές, οφείλουν άμεσα να προβάλλουν τις προτάσεις ανάπτυξης της χώρας που έχουν ήδη διατυπώσει, να τις εμπλουτίσουν, αλλά και να τις εξηγήσουν. Να αποδείξουν γιατί αυτές είναι ορθότερες και αποτελεσματικότερες. Πριν από όλα να διαμορφώσουν και αναδείξουν τα κριτήρια με τα οποία θα σχεδιαστεί, προωθηθεί και υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο. Πιο συγκεκριμένα:
Α. Τι είδους ειδίκευση ανάπτυξης θα έχει η Ελλάδα;
Η σημερινή κυρίαρχη πολιτική δείχνει να επιλέγει ως πρώτο κριτήριο «ανάπτυξης», εκείνο της χαμηλής ειδίκευσης. Η πολιτική υποτίμησης μισθών και συντάξεων εμπεριέχει και ένα πολύ συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης. Είναι ένα από τα 10 μοντέλα ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού όπως τα αναλύω στο βιβλίο μου «Πολιτική Σωτηρίας» (Λιβάνης). Είναι εκείνη η επιλογή που στηρίζεται στη χαμηλή ειδίκευση, τους χαμηλούς –κατά προέκταση-μισθούς. Ουσιαστικά πρόκειται για μια στρατηγική που οδηγεί ευθέως σε μια παρατεταμένη υποβάθμιση της Ελλάδας στο Παγκόσμιο Σύστημα καταμερισμού εργασίας. Μια ανάπτυξη που στηρίζεται σε χαμηλά μεγέθη δεν προσβλέπει σε μεγάλες τεχνολογικές ανανεώσεις. Επί παραδείγματι η επιβολή χαμηλών μισθών δυσκολεύει την εισαγωγή στην παραγωγή και τις υπηρεσίες ακριβής υψηλής τεχνολογίας. Δυσκολεύει, επίσης, την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω νέας οργάνωσης, τεχνολογικής ανανέωσης και προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, επίσης, η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της οργανωμένης ειδίκευσης υποκαθίσταται από τις μειώσεις κοινωνικού κράτους και μισθών. Αυτή η διαπίστωση ισχύει πολλαπλά όταν μια τέτοια επιλογή εφαρμόζεται στα πλαίσια πολιτικής ύφεσης.
Η δική μου πρόταση που πολλαπλώς έχω διατυπώσει, κινείται σε εντελώς αντίθεση κατεύθυνση. Πρόκειται για μια επιλογή στήριξης πολιτικών μεγάλης ειδίκευσης μέσω υψηλής τεχνολογίας, υψηλών μισθών και παραγωγικότητας της εργασίας και κατά προέκταση υψηλών δαπανών στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στο κοινωνικό κράτος. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης δεν στηρίζεται στους χαμηλούς μισθούς και στην επεκτατική εργασία, αλλά στην εντατική ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω καλύτερης οργάνωσης και μόρφωσης των εργαζομένων και της στήριξης της επιχειρηματικής δημιουργικότητας.
Στο πρώτο μοντέλο, η τιμή της εργασίας συνεχώς μειώνεται, ενώ γίνεται μια διαρκή ανακατανομή εισοδήματος και πλούτου σε βάρος της μισθωτής εργασίας, των συνταξιούχων, των μικρών και μεσαίων ιδιοκτητών. Στο δεύτερο μοντέλο, εκείνο που προτείνω, η χώρα αποκτά ισχυρή ειδίκευση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, αυξάνει εισοδήματα και πλούτο για εκείνους που εξάλλου τον δημιουργούν.
Β. Με ποια μέσα θα γίνει αυτή η ανάπτυξη;
Το μοντέλο της φτηνής εργασίας και του συνεχούς μειούμενου κοινωνικού κράτους, στηρίζεται σε μια λογική τυφλής κυριαρχίας της αγοράς. Τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και υπερεθνικά. Ανάμεσα στους οπαδούς της αγοράς, υπάρχουν οι ακραίοι (σημερινή ηγεσία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, η Δημοκρατική Συμμαχία) καθώς και οι πιο μετριοπαθείς. Σύμφωνα με τους πρώτους οι αγορές τα λύνουν όλα από μόνες τους και δεν χρειάζεται παρά να διασφαλιστεί ότι το κράτος δεν ανακατεύεται καθόλου στα της οικονομίας, ή πιο ορθά οι παρεμβάσεις του πρέπει να έχουν έναν και μοναδικό σκοπό, να εμποδίζουν τρίτους να παρενοχλούν τις δυνάμεις της αγοράς, κοινώς τραπεζίτες και διαπλοκή να κάνουν μόνες τους όλο το παιχνίδι. Σε αυτή την περίπτωση, η πολιτική έχει έναν μονοσήμαντο ρόλο, να διασφαλίζει την ηγεμονία των αγορών και των κυρίαρχων σε αυτές μερίδων του κεφαλαίου.
Οι πιο μετριοπαθείς της αγοράς, αποδίδουν δύο ρόλους στο κράτος υποστηρικτικούς προς τις αγορές. Σύμφωνα και με τη δική τους γνώμη, οι αγορές διασφαλίζουν την ανάπτυξη. Εκείνο που προσθέτουν είναι «η ανάγκη» να διευκολύνει το κράτος τους όρους με τους οποίους προτρέπονται οι ιδιώτες να κάνουν επενδύσεις. Να φροντίζει, επίσης, το κράτος να λαμβάνονται, έστω και περιορισμένα, ορισμένα κοινωνικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η καλή και συνεκτική λειτουργία των αγορών. Να είναι δυνατό να διορθώνονται τυχόν «λάθη και κενά» που προκαλούνται από τις αγορές.
Και οι δύο κατευθύνσεις που περιέγραψα έχουν ως κοινό στοιχείο τους ότι επιδιώκουν μέσω της πολιτικής να κινητοποιήσουν τα «νομισματικά μεγέθη» προκειμένου να υποστηριχτεί η ανάπτυξη. Την ανάπτυξη δεν την αντιλαμβάνονται, δηλαδή, ως μια συνειδητή πολιτική με την οποία μια ολόκληρη κοινωνία θέτει στόχο για το ποιο είναι το καλύτερο αύριο για την ίδια και με ποιο τρόπο θα το πετύχει. Αντίθετα, κατά τη γνώμη μου, μια κοινωνία που επιθυμεί την πολύπλευρη ανάπτυξη, οφείλει να παράγει εναλλακτικές λύσεις. Να τις συζητά δημοκρατικά και να επιλέγει την πιο ορθολογική και αποτελεσματική εναλλακτική. Να διασφαλίζει αυτή, την καλύτερη δυνατή θέση για την Ελλάδα στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Η πρότασή μου, σε αντίθετα με αυτές που ακούγονται, δεν θέτει ως πρώτιστο στόχο την κινητοποίηση εργαλείων νομισματικής πολιτικής ή προσέλκυσης πάση θυσία ιδιωτών επενδυτών. Δεν αρνούμαι τη λελογισμένη χρήση του πρώτου εξ αυτών των εργαλείων και την προώθηση του δεύτερου. Και οι δύο πολιτικές είναι απαραίτητες. Αλλά προηγείται η αποκατάσταση της κύριας παραγωγικής μηχανής, της ψυχικής και σωματικής δύναμης των ίδιων των εργαζομένων. Την επανάκτηση της ψυχικής και συναισθηματικής νοημοσύνης τους, μακριά από εκφοβισμούς και εκβιασμούς. Χωρίς τον παράγοντα άνθρωπο δεν υπάρχει ανάπτυξη. Με τσακισμένα τα φτερά και την ψυχή του έλληνα και της ελληνίδας καμία παραγωγική μηχανή δεν μπορεί να τεθεί σε κίνηση. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, χρειάζεται μια διαφορετική Πολιτική απέναντι στον άνθρωπο. Απαιτούνται πολιτικές δυνάμεις που να μπορούν να διασφαλίσουν ουσιαστικές, σταθερές και μακρόχρονες σχέσεις εμπιστοσύνης.
Γ. Που θα στηριχτεί αυτή η ανάπτυξη;
Οι μνημονιακοί βλέπουν να στηρίζεται η όποια ανάπτυξη στις παρεμβάσεις της τρόικας, ιδιαίτερα των Γερμανών. Ουσιαστικά, όμως, οι γερμανοί, αν δεν τους ελέγξει κανείς και δεν διαμορφώσει συνθήκες ισότιμης συνεργασίας (οι γνώσεις και η πείρα τους ασφαλώς μας είναι χρήσιμες) θα τείνουν όλο και περισσότερο να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως συμπληρωματική οικονομία. Δηλαδή, να επιδιώκουν την ανάπτυξη στην Ελλάδα εκείνων των κλάδων που χρειάζονται ως συμπλήρωμα στη δική τους οικονομική μηχανή (όπως ορισμένα επεξεργασία από ορισμένα ορυκτά και αγροτικά προϊόντα, καθώς και ενέργεια) Η ανάπτυξη αυτών των κλάδων από μόνη τους κάθε άλλο παρά είναι αρνητική. Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι κάθε μονόπλευρη ανάπτυξη είναι περιοριστική. Αναπτύσσει λίγους κλάδους μόνο και στο βαθμό που αυτοί ανταποκρίνονται στις ανάγκες τρίτης οικονομίας και μέχρι αυτού του σημείου. Πρόκειται ουσιαστικά για μια νεοαποικιοκρατικού τύπου ανάπτυξη.
Μια ανάπτυξη υποταγμένη στις ανάγκες της γεωοικονομίας τρίτων, δεν είναι μόνο στρεβλή, ούσα συμπληρωματική, αλλά δεν αναπτύσσει όλο το εύρος της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, πλην των περιοχών/θεματικών ανάπτυξης, αφήνει όλες τις άλλες περιοχές και κλάδους της οικονομίας υποανάπτυκτους. Αναπαράγει δε σε αυτές την φτώχια και την ανεργία. Δημιουργεί ανισότητες και καταστρέφει ουσιαστικά το κοινωνικό κεφάλαιο. Δεν συμβάλλει στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη μιας ανάπτυξης «ολικής» με την έννοια μιας ανάπτυξης που να μην έχει ως αναφορά την συμπληρωματικότητα προς μια τρίτη χώρα, αλλά την μέγιστη αξιοποίηση των δικών της δυνατοτήτων. Επιπλέον στόχος, να καταλάβει την καλύτερη δυνατή θέση στο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Μέσω δε, της γεωοικονομικής αναβάθμισης να διασφαλίζει και την γεωπολιτική της ενίσχυση. Μια ανάπτυξη που θα την ειδικεύει σε υψηλής τεχνολογίας και εισοδήματος περιοχές και θα στηρίζεται στην διασύνδεση έρευνας, εκπαίδευσης, δημιουργικότητας και ταλέντου. Που θα χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης και θα αναπτύσσει κάθε περιοχή της χώρας ειδικευμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου