Tου Μανώλη Δημελλά
Άνοιξη, με το χίονι σπασμένο, τα ποτάμια κατέβαζαν με ορμή καθαρό, παγωμένο το νερό. Ψάχναν, δεξιά και αριστερά, οπουδήποτε υπάρχει μια στάλα ζωής, για να βουτήξουν ακόμη έναν ντενεκέ, είχαν βρεί δυό, ο ένας τσακισμένος έχασκε από παντού, μα δεν πολύ πείραζε, ήταν για να βράζουν τις ψείρες, που ήταν... αποικίες στα κορμιά τους.
Τα μεσημέρια που ζέσταινε ο ήλιος, πέταγαν τα ρούχα, μέναν με την σκελέα, τα έβραζαν μπας και πνιγεί καμμιά από δάφτες, τις ψείρες με τα αυγουλάκια τους, μα εκείνες πιο ξύπνιες από τους πολέμους μας, κόβαν δρόμο στο βουνό, ξαναγυρνούσαν, τους πέρναν στο κατόπι, αφού η λίγδα είχε γίνει χολέρα πάνω στον σβέρκο τους.
Μέσα στους κάμπους σαν αναγεννησιακός πίνακας, όλα μαζί, κατακτητές και κατακτημένοι, ζώα και μηχανές, ένας πόλεμος που ανάσαινε τον θάνατο πάνω στα σώματα ζωντανών και νεκρών.
Είναι στην αφήγηση του, που χαμογελά, καμαρώνει, μιλά για τις ταλαιπωρίες σαν να ήταν σχολική εκδρομή και περιγράφει τις στιγμές του, στολισμένες με χρώματα, σαν να γινήκαν την προπερασμένη βδομάδα.
Ο Γιώργος Φασουλέτος, εθελοντής, στρατιώτης, στο σύνταγμα Δωδεκανησιών, περιπλανήθηκε την άνοιξη του 1941, σχεδόν σε όλη την Μακεδονία και είχε καταλήξει με τον πρώτο λόχο εγκλωβισμένο από τους Γερμανούς, στην γέφυρα της Καλαμπάκας, μαζί με άλλους 18 Καρπάθιους, Απερίτες, Βωλαδιώτες και Πηγαδιώτες, με αρχηγό τον Μανώλη Κωνσταντινίδη.
Τριγυρνούσαν τα βουνά και έκοβαν χόρτα, μα την πείνα δεν την σκεπάζει το πράσινο χορτάρι, αυτό κάνει για τα πρόβατα όχι για τους ανθρώπους. Σε μια πλαγιά μια μάνα ντυμένη με κουρέλια, ένα μικρό δίπλα της, τους έδωσε γάλα, χάρισμα, μα ανταλλάξαν ψωμί με ένα ισχνό μουλάρι, αυτό ήταν που τους χόρτασε, άρπαξαν και κάτι ζώα, από τα ελεύθερα που τριγυρνούσαν, τους κράτησαν ζωντανούς, όχι όλους, μα ποιός λογάριαζε τώρα νούμερα, έπειτα μας βάζαν αριθμούς.
Σε αυτόν τον περίεργα υπέροχο λόχο, μπλέχτηκαν 1586 δωδεκανήσιοι, με τους 311, να ξεκινούν από Κάρπαθο, σαν τον Γιώργο, ξεκίνησαν κυνηγημένοι από το νησί, για να βρεθούν στην Αθήνα και από εκεί στα βουνά της Ηπείρου με την ελπίδα να παίζει στα κρυφά όνειρα τους, να δουν και τα Δωδεκάνησα Ελλάδα.
Αυτοεξόριστοι όπως ο Φασουλέτος ή διωγμένοι από τους Ιταλούς ώς ανεπιθύμητοι όπως ο Μενετιάτης δάσκαλος, Νικόλαος Χαλκιάς, που κοκκίνισαν το διαβατήριο του οι Ιταλοί σαν ανεπιθύμητο λόγω της σθεναρής άρνησης στο εξιταλισμό των σχολείων, έτσι τον απομάκρυναν από το νησί.
Ο Μενετιάτης Χαλκιάς, άφησε οικογένεια στο Πειραιά και μπήκε αμέσως στην πρώτη γραμμή, έτσι κι αλλιώς περπατούσε, κλωθωγύριζε το Σούλι του, ήταν το χωριό του, οι Μενετές, μέσα στο μυαλό του, ο κόσμος όλος ήταν η Κάρπαθος.
Πως αλλιώς θα βρισκόταν κοντά της, κοντά στα πατρογονικά του, εάν δεν βοηθούσε για το λευτέρωμα της, αναρωτιόταν ή μάλλον δεν αναρωτιόταν, εκείνος ήταν σίγουρος.
Ήταν το τέλος της δεκαετίας του 1930 που βρίσκει το νησί, την Κάρπαθο τσακισμένη από την Ιταλική κατοχή. Πείνα, ανέχεια και σκληρή στάση του κατακτητή που θέλει το νησί δικό του,
Scarpanto, isola d’ Egeo, Italia.
Ο Γιώργος Φασουλέτος, από την καρδιά του τόπου, το Απέρι, είναι σε ηλικία που το αίμα βράζει, στα 22 του, αρπάζει την φήμη που θέλει τους νέους να τους ντύνουν στρατιωτικά, καραμπινιέρους του Ιταλικού στρατού και το παίρνει απόφαση να την κοπανήσει. Δουλειές δεν υπάρχουν και η λόρδα που τους έχει κόψει βοηθά στην οργάνωση σχεδίου απόδρασης από τον ήδη στενό τόπο που μοιάζει με ανοιχτό Ιταλικό κρατητήριο.
Βάρκα βρέθηκε, έχει και μηχανή αλλά φοράει και 2 ζευγάρια κουπιά για σιγουριά. Δίνουν άδεια οι Ιταλικές αρχές αλλά μονάχα σε ψαράδες και ανά δύο άτομα επιβιβασμένα, παραπάνω απαγορεύεται.
Έτσι δίνουν ραντεβού σε έναν βράχο, κάποια απόμερη ακτή, στο Αρδάνι, οι τρείς πήγαν με τα πόδια και μέσα στην νύχτα και με καθυστερημένο το καίκι, ξεκινούν ένα ταξείδι για την Κρήτη, βάζουν ρότα κάτω απο την Κάσο και με την φουρτούνα, τον κόντρα καιρό, έγραψαν ιστορία. Περιπέτειες που σταματημό δεν έχουν, κυνηγητό από Ιταλούς και κρυφές καβάτζες στην πίσω πλευρά της Κάσου.
Οι Γιώργος Φασουλέτος, Δημ. Τσαγκάρης, Ιωαν. Μπέρτος, Μ. Μουστακάκης, Ζερβός και Δημήτρης Λογοθέτης, κατέληξαν στο τέλος στην Σητεία στις 12 Οκτωβρίου 1939, φουσκωμένοι περηφάνια, μα με το αυτί καρφωμένο στο ραδιόφωνο, τα νέα έφταναν για έναν πόλεμο που είχαν σκοπό να τον παλέψουν.
Ακόμη τρεις βάρκες κίνησαν, μέσα στο ίδιο μήνα τον Οκτώβρη, για την Κρήτη, με κουπιά και θαρραλέους Καρπάθιους, η μια τα κατάφερε, ενώ η δεύτερη, κακότυχη, ναυαγισμένη, έμελε να πνίξει τον Μηνά Λειβαδιώτη και τον Νίκο Νικολαίδη που τα πτώματα τους έβγαλε το κύμα στην Κάσο.
Την επόμενη χρονιά οι οικοδόμοι πια Καρπάθιοι, στην Σητεία, με το μυαλό στην λευτεριά του τόπου τους, προενγράφονται στην φρέσκια πολεμική ομάδα, που πρώτο στόχο είχε την απελευθέρωση των νησιών, ξεκίνησαν από τα Χανιά, κατέληξαν έπειτα από εξάμηνη σκληρή προετοιμασία στην Αθήνα, στο Γουδή, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ξεκίνησαν τον πόλεμο από την Φλώρινα την οπισθοχώρηση.
Δεν είναι τα λιγοστά, έτσι κι αλλιώς, όπλα η δύναμη τους, μα η ψυχή που το λέει, δεν έχουν τίποτε παραπάνω από την ζωή τους και την διαθέτουν για ένα ιδανικό, που δεν ήταν παρά το νανούρισμα της μάνας, οι κρυφές κουβέντες του πατέρα ή τα λόγια του δασκάλου που στο τέλος διώχθηκε, εξορίστηκε και αυτός.
Μελετώντας λίγο πιο προσεκτικά την ομάδα που αποτελεί το παράξενο σύνταγμα βλέπουμε ανθρώπους που ψάχνοντας έναν τρόπο να αντισταθούν απέναντι στους Ιταλούς, ανεβαίνουν στα βουνά της Μακεδονίας με την ελπίδα να ανταλλάξουν τον αγώνα τους βλέποντας λεύτερα τα δωδεκάνησα.
Άνθρωποι, που στο πέρασμα του χρόνου απέμειναν ρυτιδιασμένα, βαρετά πρόσωπα, φωτογραφίες με ιστορία που δεν γεμίζει πια ούτε την εισαγωγή ενός παραμυθιού.
Παράλληλες ζωές, έτσι ζούσαν τότε, κοινά τα όνειρα σε διαφορετικά κρεβάτια, άλλες στιγμές, μα οι ίδιες, χιλιοπαιγμένες ταινίες, με το περφορέ να πιάνεται στην άκρη του μυαλού και να καθυστερεί, μοιραία να παίζει στο αργό, slow motion, την πικρή επανάληψη.
Εθελοντές δωδεκανήσιοι ξεκινούσαν για έναν πόλεμο με τους κατακτητές τους, το χρώσταγαν άλλωστε στους Ιταλούς που την Άνοιξη του 1912 που μπήκαν και σάρωσαν τα ανυποψίαστα νησάκια.
Ανίδεοι και άσχετοι από όπλα και τακτικές πολέμου, έβαλαν μπροστά το θάρρος και πήγαν την ιστορία παρακάτω.
Από νωρίς οι Καρπάθιοι δείχνουν την αγωνιστικότητα και την μαχητικότητα τους, αρκετά χρόνια πριν από την γενική επιστράτευση του 1915, βρίσκουμε αρκετούς να έχουν ντυθεί στα στρατιωτικά παρότι στα επίσημα χαρτιά τους μόλις έχουν γίνει Ιταλοί ενώ πριν ήταν κάτω από την Τουρκική κυριαρχία.
Ήταν τον φλεβάρη του 1897, στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, τον γνωστό σαν πόλεμο των τριάντα ημερών, που στα κιτρινισμένα αρχεία της εφημερίδας “Εμπρός”, βρίσκουμε ευχαριστήρια επιστολή, για τους Σταμάτη Π. Βενέτη, Μανώλη Χρ. Γιαννιού και τον Παναγιώτη Δ. Χρυσοφό από την Τουρκική τότε Κάρπαθο, να κατατάσσονται σαν εθελοντές στον ελληνικό στρατό και να τραβούν για την πρώτη γραμμή του μετώπου, λίγο πιο πάνω από την Λάρισα. Μόνο λέξεις να το κάνεις, ακούγεται βαρύ, ξεκίνησαν από Τουρκία για να πάνε στις γραμμές του αντιπάλου, με τους Έλληνες, τόσο ήταν το πάθος που δεν λογάριαζαν το αντίτιμο στην περίπτωση που πιάνονταν αιχμάλωτοι.
Μα και στις κατοποινές επιστρατεύσεις συναντάμε ένα σωρό Καρπάθιους γραμμένους στα αρχεία των μαχών.
Είναι, στην νικηφόρα μάχη του Σκρά, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαίου 1918, όπου πέφτει νεκρός και ο δικός μας, Μανώλης Φράγκος, ένας από τους συνολικά 412 χαμένους.
Άνηκε στο 1ο σύνταγμα στην μεραρχία, με αρχηγό τον υποστράτηγο Επαμ. Ζυμβρακάκη, ήταν στην πρώτη γραμμή της μάχης.
Οι 14.546 μαχητές πεζικού, υποστηρίζονταν από 287 βαρέα και ελαφρά πυροβόλα.
Τα 430 πυροβόλα των συμμάχων μας, χτυπούσαν τα δώδεκα χιλιόμετρα των εχθρικών γραμμών μισή μέρα, έπειτα μπήκαν στη μάχη σώμα με σώμα, οι σχηματισμοί του ελληνικού πεζικού της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, υπό τις διαταγές του υποστράτηγου Δημητρίου Ιωάννου το πυροβολικό συνέχισε την υποστήριξη.
Την επιθετική αιχμή χρεώθηκε το 3ο τάγμα του 6ου Συντάγματος, υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα.
Απέναντι τους είχαν τα επτά οχυρωμένα συντάγματα του Βουλγαρικού στρατού, που ήταν και το ουσιαστικό τμήμα της 11ης γερμανικής στρατιάς.
Παρά την δυνατή αντίσταση των Βουλγάρων, τα αντικειμενικά εμπόδια, υπήρχαν ακόμη και τριπλά συρματοπλέγματα πίσω από αυτά τα οχυρωμένα πολυβολεία, στο τέλος οι ελληνικές δυνάμεις,
οι οποίες επιτέθηκαν το χάραμα, κατάφεραν με υψηλό ηθικό να καταλάβουν όλους του στόχους πριν από τις επτά το πρωί της ίδιας ημέρας.
Όλες οι Βουλγαρικές αντεπιθέσεις ήταν αποτυχημένες.
Οι ελληνικές μεραρχίες άφησαν στο πεδίο της μάχης 2.800 νεκρούς και τραυματίες Βούλγαρους, αλλά συνέλαβαν 2.300 αιχμαλώτους και δεκάδες πυροβόλων.
Η σπουδαία, νικηφόρα μάχη, έμεινε γνωστή με τη γαλλική παραφθαρμένη εκδοχή του βλάχικου τοπωνύμιου, ως μάχη του Σκρά. Το όνομα αυτό αργότερα δόθηκε στο γειτονικό, ερειπωμένο από τους βομβαρδισμούς βλαχοχώρι της Λούμνιτσας.
Η παρουσία του Καρπάθιου στην Ελλάδα δεν πέρασε απαρατήρητη, τόσο οι μαρτυρίες, αλλά και οι αναφορές στις εφημερίδες τις εποχής, δείχνουν μια δυναμική κοινότητα που στρατευμένη σε έναν στόχο, αγωνιά και αγωνίζεται προσηλωμένη σε αυτόν.
Ο Καρπάθιος μετανάστης ζωγράφιζε στα μάρμαρα της Πεντέλης, στα κουζινικά της Αμερικής, στα νυστέρια της χειρουργικής, μα και στο μαυροπίνακα που ήταν δάσκαλος, το όνομα του μικρού χωριού του, του νησιού της άγονης γραμμής, μπορεί να ενσωματωνόταν σχεδόν αθόρυβα, με τον τόπο που βρισκόταν μετανάστης, έδινε όμως σε αυτόν, τον καινούριο έρωτα, το άρωμα και την αλμύρα της ζόρικης θάλασσας μας, το φως του νησιού του, της Καρπάθου που ποτέ δεν εγκατέλειψε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου