Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Ρε­μπέ­τι­κα ε­να­ντίον τρόι­κας.

Αν ρί­ξου­με μια μα­τιά στην ι­στο­ρία της α­ποι­κιο­κρα­τίας και ει­δι­κά της Γερ­μα­νίας πριν α­πό τον Α΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, θα δού­με πολ­λές ο­μοιό­τη­τες με την πο­λι­τι­κή της Μέρ­κε­λ, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει πως τα άλ­λα α­ποι­κιο­κρα­τι­κά κρά­τη ή­ταν κα­λύ­τε­ρα. Κα­τά σύ­μπτω­ση, ό­λα τα πρώην α­ποι­κιο­κρα­τι­κά κρά­τη εί­ναι ο ση­με­ρι­νός α­νε­πτυγ­μέ­νος Βορ­ράς. Ολό­κλη­ρη την Αφρι­κή την κό­ψα­νε σαν πί­τσα, δια­λύ­σα­νε προ­η­γού­με­να κρά­τη, κά­να­νε και­νούρ­για, δώ­σα­νε ευ­ρω­παϊκά ο­νό­μα­τα και βά­λα­νε τους α­ντί­στοι­χους Σα­μα­ρά­δες, Βε­νι­ζέ­λους, Κου­βέ­λη­δες να κυ­βερ­νή­σουν.
Αν εί­χα­με μια ε­θνι­κή κυ­βέρ­νη­ση, ό­πως η Αργε­ντι­νή ή ο Ιση­με­ρι­νός, το πρώ­το μέ­λη­μα θα ή­ταν η ευη­με­ρία του λα­ού, ά­νο­δος του βιο­τι­κού ε­πι­πέ­δου μέ­σα α­πό μια α­νά­πτυ­ξη της οι­κο­νο­μία με γνώ­μο­να τα ε­θνι­κά συμ­φέ­ρο­ντα και ό­χι τα συμ­φέ­ρο­ντα των τρα­πε­ζών. Και το πρώ­το πράγ­μα που θα έ­κα­νε, θα ή­ταν το ά­με­σο στα­μά­τη­μα της πλη­ρω­μής του χρέ­ους. Πρώ­τα α­π’ ό­λα να δού­με πως έ­γι­νε το χρέ­ος, ποιο εί­ναι το πραγ­μα­τι­κό και ποιο το α­πεχ­θές. Στον Ιση­με­ρι­νό το 75% του χρέ­ους δεν πλη­ρώ­θη­κε. Και αυ­τό ή­ταν τε­λείως νό­μι­μο σύμ­φω­να με το Διε­θνές Δί­καιο. Η Γερ­μα­νία, α­μέ­σως με­τά το Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, δή­λω­σε α­δυ­να­μία να πλη­ρώ­σει το χρέ­ος της. Το χρέ­ος εί­ναι ο σύγ­χρο­νος οι­κο­νο­μι­κός πό­λε­μος για την κα­τά­κτη­ση μιας χώ­ρας.
 
Αποι­κιο­κρα­τία και ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση
 
Πριν α­πό την κα­τα­στρο­φή της χώ­ρας προ­η­γεί­ται η κα­τα­στρο­φή του πο­λι­τι­σμού της, που εί­ναι άρ­ρη­κτα δε­μέ­νος με την ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση, που με τη σει­ρά της δη­μιουρ­γεί α­ντί­στα­ση. Η α­ποι­κιο­κρα­τία έ­γι­νε στο ό­νο­μα του εκ­πο­λι­τι­σμού και εκ­χρι­στια­νι­σμού των α­γρίων και βάρ­βα­ρων λαών που κα­τοι­κού­σαν ε­κτός Ευ­ρώ­πης. Και έ­τσι ο­λό­κλη­ροι πο­λι­τι­σμοί βρέ­θη­καν υ­πό διωγ­μό ή ε­ξα­φα­νί­στη­καν ο­λο­σχε­ρώς. Και αυ­τό το εί­δα­με πολ­λές φο­ρές. Αρχής γε­νο­μέ­νης α­πό την α­με­ρι­κα­νι­κή ή­πει­ρο και με­τά την Ασία και την Αφρι­κή. Και σε αυ­τή την κα­τα­στρο­φή των πο­λι­τι­σμών συ­νη­γό­ρη­σαν άν­θρω­ποι σαν τον Βί­κτω­ρα Ου­γκώ και πολ­λοί άλ­λοι.
Η ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση δια­μορ­φώ­νε­ται α­πό τους θε­σμούς και τον πο­λι­τι­σμό μιας χώ­ρας. Όλα αυ­τά δη­μιουρ­γούν κά­τι κοι­νό και ο πο­λί­της αι­σθά­νε­ται χει­ρο­πια­στά πως α­νή­κει σε μια κοι­νω­νία και την υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται. Η κλα­σι­κή Αθή­να εί­χε ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση. Αυ­τή των Αθη­νών. Οι θε­σμοί που εί­χαν δη­μιουρ­γη­θεί για την ά­με­ση δη­μο­κρα­τία, οι γιορ­τές, το θέ­α­τρο, οι να­οί, τα έρ­γα τέ­χνης, κ.λπ., ό­λα αυ­τά δη­μιουρ­γού­σαν μια συ­γκε­κρι­μέ­νη και α­πτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, που την υ­πε­ρά­σπι­σαν στους Μη­δι­κούς Πο­λέ­μους. Αυ­τή η πραγ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση εί­ναι σε πλή­ρη α­ντί­θε­ση με τον ε­θνι­κι­σμό που στη­ρί­ζε­ται στη μυ­θο­λο­γία ε­νός α­νύ­παρ­κτου πα­ρελ­θό­ντος. Όλοι ξέ­ρου­με πως οι ε­βραίοι εί­ναι θρη­σκεία. Δεν εί­ναι φυ­λή. Εξ ου και μαύ­ροι ε­βραίοι, και Άρα­βες και Ρώ­σοι, Γερ­μα­νοί κ.λπ. Ήταν μια κα­θιε­ρω­μέ­νη μο­νο­θεϊκή θρη­σκεία, πο­λύ πριν τον χρι­στια­νι­σμό, ι­διαί­τε­ρα ε­πι­θε­τι­κή που εί­χε φτά­σει μα­κριά. Άρχι­σε να χά­νει έ­δα­φος ό­ταν ο χρι­στια­νι­σμός κα­θιε­ρώ­νε­ται σαν αυ­το­κρα­το­ρι­κή θρη­σκεία των Ρω­μαίων.
 
Εθνι­κι­σμός α­πό το πα­ρελ­θόν, τά­ξεις για το πα­ρόν
 
Ο ε­βραϊκός ε­θνι­κι­σμός ψά­χνει τις ρί­ζες του στη Βί­βλο που δεν εί­ναι ι­στο­ρι­κό βι­βλίο αλ­λά θρη­σκευ­τι­κό. Εξ ου και οι ε­βραίοι εί­ναι ο ε­κλε­κτός λαός του Θε­ού, ά­ρα α­νώ­τε­ρος α­πό τους άλ­λους. Πά­νω σε αυ­τήν την πα­τέ­ντα κι­νούνται ό­λοι οι ε­θνι­κι­σμοί. Ψά­χνουν ρί­ζες σε έ­να μυ­θι­κό πα­ρελ­θόν και η φυ­λή μέ­νει α­ναλ­λοίω­τη διά μέ­σου των αιώ­νων. Πά­ντα εί­ναι α­νώ­τε­ρη α­πό τους άλ­λους και συ­χνά εί­ναι αυ­τοί οι ε­κλε­κτοί του Θε­ού. Αντί­στοι­χος μύ­θος εί­ναι και ο τρι­σχι­λιε­τής πο­λι­τι­σμός μας, που ήρ­θε μέ­χρι τις μέ­ρες πε­τώ­ντας πά­νω α­πό τρεις αυ­το­κρα­το­ρίες. Τη ρω­μαϊκή, τη βυ­ζα­ντι­νή και την ο­θω­μα­νι­κή.
Εντού­τοις μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση, α­φού πρώ­τα την πε­ρά­σου­με α­πό έ­να τα­ξι­κό φίλ­τρο. Και ας πά­ρου­με το πα­ρά­δειγ­μα των Ινδιών. Εί­χε την ί­δια συ­νεί­δη­ση ο μα­χα­ρα­γιάς με τις δέ­κα Ρο­λς-Ρόις με τους α­νέγ­γι­χτους που πέ­θαι­ναν α­πό πεί­να; Ο πρώ­τος εί­χε αγ­γλι­κή συ­νεί­δη­ση. Η κα­τώ­τε­ρη κά­στα εί­χε συ­νεί­δη­ση πως ή­ταν φτω­χός, ε­πει­δή α­κρι­βώς ή­ταν Ινδός. Και πά­νω σε αυ­τήν τη συ­νεί­δη­ση ο Γκά­ντι έ­νω­σε τους Ινδούς ε­να­ντίον της βρε­τα­νι­κής κα­το­χής.
Στην Ελλά­δα πι­στεύω πως έ­νας θε­με­λιω­τής της ε­θνι­κής λαϊκής συ­νεί­δη­σης εί­ναι το ρε­μπέ­τι­κο τρα­γού­δι ή α­στι­κό λαϊκό τρα­γού­δι. Απ’ ό,τι μας λέ­νε οι ε­ρευ­νη­τές, ξε­κι­νά­ει στα μέ­σα του 19ου αιώ­να για να φτά­σει μέ­χρι τις μέ­ρες μας και α­κό­μα να τρα­γου­διέ­ται. Αν πά­ρου­με σαν δείγ­μα την εκ­πο­μπή «Στην υ­γειά μας, ρε παι­διά», του Σπύ­ρου Πα­πα­δό­που­λου, βλέ­που­με να την πα­ρα­κο­λου­θεί ο α­πα­ντα­χού ελ­λη­νι­σμός. Πράγ­μα που ση­μαί­νει πως α­να­γνω­ρί­ζουν έ­ναν κοι­νό τό­πο. Αν κοι­τά­ξου­με τώ­ρα λί­γο την ι­στο­ρία του ρε­μπέ­τι­κου, βλέ­που­με να δια­μορ­φώ­νε­ται ε­κεί που υ­πήρ­χε συ­μπα­γής ελ­λη­νι­σμός, ε­κτός του ελ­λα­δι­κού χώ­ρου, στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και τη Σμύρ­νη. Δύο πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κές κο­σμο­πό­λεις, που τρο­φο­δο­τού­σαν έ­να και­νούρ­γιο ελ­λη­νι­κό μου­σι­κό πο­λι­τι­σμό και ό­χι μό­νο.
Το κλί­μα της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρίας ή­ταν ευ­νοϊκό, μια και η δι­κή της κλα­σι­κή μου­σι­κή θεω­ρεί­ται κλη­ρο­νο­μιά για την αν­θρω­πό­τη­τα. Αυ­τό το τρα­γού­δι με­τα­να­στεύει μα­ζί με τους πρό­σφυ­γες για να κα­τα­κτή­σει τις φτω­χο­γει­το­νιές της Αθή­νας και του Πει­ραιά, ό­πως και των άλ­λων α­στι­κών κέ­ντρων. Θα μπο­ρού­σα­με να λέ­γα­με πως γί­νε­ται το ε­θνι­κό τρα­γού­δι της φτω­χο­λο­γιάς, την εκ­φρά­ζει, την πε­ρι­γρά­φει και την α­πε­λευ­θε­ρώ­νει. Τη σμυρ­νέι­κη σχο­λή την α­κο­λου­θεί η πει­ραϊκή σχο­λή για να πε­ρά­σου­με με­τά στη γε­νιά του Τσι­τσά­νη. Και πε­ρί­που στη δε­κα­ε­τία του ‘50 αρ­χί­ζει να σβή­νει σαν δη­μιουρ­γία, αλ­λά ό­χι σαν α­πή­χη­ση.
 
Ποιος φο­βά­ται το ρε­μπέ­τι­κο;
 
Το τρα­γού­δι αυ­τό χτυ­πή­θη­κε α­πό την αρ­χή α­πό τους ευ­ρω­παϊστές, τους φα­σί­στες του Με­τα­ξά και τους κομ­μου­νι­στές. Μια άλ­λη πε­ρίερ­γη τρόι­κα. Κα­τά τον Πα­να­γιώ­τη Κου­νά­δη, εί­χα­με “έ­να ε­κα­το­ντα­ε­τή πό­λε­μο”. Τε­λι­κά, το ρε­μπέ­τι­κο ε­πι­βλή­θη­κε στη συ­νεί­δη­ση ο­λω­νών με­τά το 1950. Και τε­λι­κά πέ­τυ­χε ο­ρι­στι­κό θρίαμ­βο με­τά την πτώ­ση της χούντας και α­να­γνω­ρί­στη­κε διε­θνώς σαν έ­να α­πό τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα μου­σι­κά ρεύ­μα­τα του 20ού αιώ­να δί­πλα στη τζαζ και τα μπλου­ζ, το τάν­γκο και τα φά­ντος.
Αν θέ­λα­με να δια­φυ­λά­ξου­με αυ­τόν το μο­να­δι­κό πο­λι­τι­σμό, θα έ­πρε­πε να εί­χε γί­νει «έ­νας ορ­γα­νι­σμός ρε­μπέ­τι­κου», που να συ­γκε­ντρώ­σει ό­λο αυ­τό το υ­λι­κό, να κά­νει έ­ρευ­νες και με­λέ­τες και ό,τι άλ­λο κά­νει έ­να ε­ρευ­νη­τι­κό ιν­στι­τού­το. Αλλά ό,τι εί­ναι πο­λι­τι­σμός, έ­χει πά­ντα έ­να μό­νι­μο και στα­θε­ρό εχ­θρό: το κρά­τος. Μα θα μου πεί­τε, ε­δώ το λαό του σκο­τώ­νει με φτώ­χεια και πεί­να, τον πο­λι­τι­σμό του θα σώ­σει; Ευ­τυ­χώς βρέ­θη­κε η ι­διω­τι­κή πρω­το­βου­λία. Άξιοι συλ­λέ­κτες και ε­ρευ­νη­τές έ­χουν μα­ζέ­ψει έ­να τε­ρά­στιο υ­λι­κό, που κα­νείς δεν ξέ­ρει τι θα α­πο­γί­νει ό­ταν ο ι­διο­κτή­της κά­ποια μέ­ρα θα φύ­γει. Όλοι πια έ­χουν αρ­χί­σει και με­γα­λώ­νουν και τέ­τοιες σκέ­ψεις εί­ναι μάλ­λον λο­γι­κές.
Νο­μί­ζω πως το με­γα­λύ­τε­ρο αρ­χείο ρε­μπέ­τι­κων δί­σκων, και ό­χι μό­νο, εί­ναι του Πα­να­γιώ­τη Κου­νά­δη, που α­ριθ­μεί πά­νω α­πό δέ­κα χι­λιά­δες δί­σκους 78 στρο­φών. Μέ­ρος αυ­τού του υ­λι­κού έ­χει βγει κα­θα­ρι­σμέ­νο σε CDμε ψη­φια­κή ε­πε­ξερ­γα­σία. Επα­νεκ­δό­σεις ρε­μπέ­τι­κων έ­χουν γί­νει α­πό πολ­λούς. Δεν εί­ναι ό­λα της ί­διας ποιό­τη­τας. Μια σει­ρά που ή­ταν κα­λή, θα την έ­λε­γα «ε­γκυ­κλο­παί­δεια του ρε­μπέ­τι­κου», ή­ταν αυ­τή που εί­χαν εκ­δώ­σει τα «Νέ­α». Ήταν έ­να ει­κο­σά­το­μο έρ­γο με έ­ρευ­να και κεί­με­να του Πα­να­γιώ­τη Κου­νά­δη και τη συ­νό­δευαν σα­ρά­ντα δί­σκοι. Τό­τε αυ­τά κυ­κλο­φο­ρού­σαν πα­ράλ­λη­λα και έ­τσι δεν ή­σουν υ­πο­χρεω­μέ­νος να α­γο­ρά­σεις την ε­φη­με­ρί­δα.
 
Τα σι­ντί που χά­νο­νται ξαφ­νι­κά
 
Με τις ε­φη­με­ρί­δες του ΔΟΛ έ­χω έ­να πρό­βλη­μα. Τις δια­βά­ζω σαν να περ­πα­τάω σε ναρ­κο­πέ­διο. Μπο­ρείς να κα­τα­πιείς ά­νε­τα μια δια­στρε­βλω­μέ­νη εί­δη­ση, να φας α­μά­ση­τα πολ­λά κεί­με­να σκο­πι­μό­τη­τας και ό­ταν ψά­χνεις για κά­ποια στή­λη ή για κά­ποιο έν­θε­το να μην το βρί­σκεις για­τί ε­ξα­φα­νί­στη­κε μυ­στη­ριω­δώς. Και το έ­κο­ψα το χούι. Αλλά ό­ταν θέ­λεις να α­γιά­σεις, ο διά­ο­λος δεν σε α­φή­νει. Ξα­να­χτυ­πούν τα «Νέ­α» πά­λι με ρε­μπέ­τι­κα, αυ­τή τη φο­ρά σαν έν­θε­το, πά­λι σε έ­ρευ­να-κεί­με­να Πα­να­γιώ­τη Κου­νά­δη, ό­λα ψη­φια­κά ε­πε­ξερ­γα­σμέ­να α­πό το μά­γο του εί­δους, Νί­κο Διο­νυ­σό­που­λο. Παίρ­νω το πρώ­το με τη Ρό­ζα Εσκε­νά­ζυ και ή­ταν σαν να την ά­κου­γα ζω­ντα­νή τη δε­κα­ε­τία του ‘30.
Γυ­ρί­ζω στο πε­ρί­πτε­ρο και α­γο­ρά­ζω άλ­λες τέσ­σε­ρις ε­φη­με­ρί­δες, για να δώ­σω τους δί­σκους σε α­ντί­στοι­χους φί­λους στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Ακο­λού­θη­σαν δί­σκοι με τους Γιώρ­γο Κα­τσα­ρό, Μα­ρί­κα Πα­πα­γκί­κα, Αντώ­νη Νταλ­κά. Και έρ­χο­νταν έ­τσι μια μι­κρή πο­λυ­τέ­λεια στη μί­ζε­ρη ζωή που κά­νου­με και μου έ­δι­νε με­γά­λη χα­ρά. Σπά­νιο συλ­λε­κτι­κό υ­λι­κό, δυ­σεύ­ρε­το και α­πρό­σι­το, τώ­ρα το εί­χες στο χέ­ρι πάμ­φθη­να μέ­σα σε μια ε­φη­με­ρί­δα. Αλλά το πε­ρα­σμέ­νο Σάβ­βα­το ε­ξα­φα­νί­στη­κε το CDμυ­στη­ριω­δώς, πά­λι χω­ρίς κα­μία ε­ξή­γη­ση. Εί­ναι γνω­στό πως εί­χαν δο­θεί και άλ­λα CDμε το α­ντί­στοι­χο υ­λι­κό και ή­ταν έ­τοι­μα για ε­κτύ­πω­ση. Τε­λι­κά, αν οι εκ­δό­τες θέ­λουν κέρ­δη, υ­πάρ­χουν δου­λειές που μπο­ρούν να κά­νουν και δεν έ­χουν κρί­ση: ναρ­κω­τι­κά, ε­μπό­ριο ό­πλων, τρά­φι­κιν­γκ γυ­ναι­κών κ.λπ. Εμάς τι μας θέ­λουν σαν πε­λά­τες;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου