Απομεσήμερο Σαββάτου κι ο
Δημήτρης, η Γιούλη κι εγώ στην θέση μας για επικοινωνία στην μπλογκόσφαιρα. Η
αλήθεια να λέγεται, το κέφι μας δεν ήταν και στα up του μ' όλη αυτή την μαύρη
ειδησεογραφία που καλούμαστε να διαχειριστούμε. Μέτρα, ποινές, φόβος, ανασφάλεια
σκάνδαλα και μπόχα παντού. Ο ανθρώπινος πόνος, αίμα που έρρεε από
φρεσκοσφαγμένο θρεφτάρι. Η κατήφεια, η πίκρα και η κατάθλιψη της εποχής
παρούσες. Δύσκολο να τις αντέξεις όλες μαζί. Περιεργαζόμουν νωχελικά το όγδοο,
ένα μουσικόportal, όταν το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια συνέντευξη των αδελφών
Κατσιμίχα για τα λαϊκά τραγούδια. Κόλλησα σε μια αφήγηση του Πάνου για ένα
τραγούδι.
Έλεγε λοιπόν "... Κάποιο
καλοκαίρι(αρχές της δεκαετίας του '80), ταξίδευα με πλοίο από Ανκόνα για Πάτρα.
Είχα να δω την Ελλάδα σχεδόν δυόμισι χρόνια. Καθόμουν μόνος μου στο κατάστρωμα
και κάπνιζα. Πού λεφτά για καμπίνα. Είχα κάνει μιάμιση μέρα ταξίδι με τρένο από
Βερολίνο, ήμουν βουτηγμένος σε μαύρες σκέψεις και άυπνος σχεδόν δύο μέρες.
Πλησιάζαμε στην Πάτρα, όταν ξαφνικά, δεν ξέρω αν ήταν κάποιο ραδιόφωνο ή κασέτα
κάποιου από το πλήρωμα του πλοίου, άκουσα το τραγούδι. Το άκουγα για πρώτη φορά
στη ζωή μου κι έτσι όπως ερχόταν από τα μεγάφωνα (κόρνες) του καταστρώματος,
ελαφριά αλλοιωμένο από τον αέρα της ανοιχτής θάλασσας, κεραυνοβολήθηκα. Έπιασα
μια καβάτζα κι έκλαιγα σαν μωρό παιδί. "Επτά νομά, σ' ένα δωμά". Το
απόλυτο μπλουζ, το απόλυτο Ουσάκ, η απόλυτη ροκ γλώσσα, η σπαραχτική ερμηνεία
του Γιώργου, ο μεγάλος Άκης Πάνου, η μοναξιά της ξενιτιάς, η νοσταλγία, τα βάσανά
μου, όλα μαζί .Ένα βαρύ, απελπισμένο, μαύρο τραγούδι, που όμως με λύτρωσε, ίσως
γιατί αυτό ακριβώς είναι το blues. Λάδι στις πληγές του αγγέλου".
Ασυναίσθητα μπήκα στο youtube.
Έψαξα το τραγούδι του Άκη Πάνου "Χαροκόπου
1942-1953"
με τον Λεωνίδα Βελή ερμηνευτή
και το κλίκαρα. Οι πενιές του Άκη ξεχύθηκαν κι η μπάσα Καζαντζίδικη φωνή του
Βελή κατέλαβαν την αίθουσα ολοκληρωτικά. Το είχα ακούσει δεκάδες φορές αλλά η
αντίληψη της αίσθησης του Πάνου Κατσιμίχα με αιφνιδίασε. Πες το ψευδαίσθηση πες
το τηλεπάθεια αλλά ταυτίστηκα απόλυτα. Οι άλλοι δεν μιλούσαν. Μόλις τέλειωσε η
Γιούλη κλίκαρε για πάρτη της το "Θάλασσες"
του Αντώνη Βαρδή με τον Ηλία Κλωναρίδη. Οι αισθήσεις μας ήταν τσιτωμένες,
'συνομιλούσαμε' με την κάθε νότα και τον κάθε στίχο. Ο Δημήτρης φαινόταν να μη
συμμετέχει χαμένος στους διαδικτυακούς λαβυρίνθους αλλά με το τελείωμα είπε
βλοσυρά. "Δικό μου το επόμενο" και χτύπησε το "Όταν
χαράζει" του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τον Γιάννη Αγγελάκα. "Τα
στέλνουμε και στους φίλους μας" είπαν η Γιούλη κι ο Δημήτρης ταυτόχρονα κι
έψαξαν κόκκινο να πιάσουν ενώ εγώ επέλεγα το "Δως μου το ψέμα σου"
των Κατσιμιχαίων.
Τα mail πήραν φωτιά, τα κινητά
άναψαν κι η επικοινωνία πάνω στις νότες έσπασε θαρρείς την καταχνιά της
επικαιρότητας καθώς ο Μανώλης Λιδάκης με το "Ξημέρωμα1ης Ιανουαρίου 2000", ο Ορφέας Περίδης με το "Για
πού το βαλες καρδιά μου", ο Κούτρας με την "Εσμεράλδα" του Καββαδία μελοποιημένη από τον Θάνο
Μικρούστικο κι ο Ζερβουδάκης με τα "Ανείπωτα"
του συνέχιζαν ακάθεκτοι.
Η παρέα μεγάλωνε όχι μόνο
διαδικτυακά αλλά και φυσικά. Το μικρό στούντιο γέμισε ψυχές. Ήρθαν ο Αρτέμης με
την Μαρία και τον Θανάση τον επονομαζόμενο Προφήτη, η Μαριαλένα με την Γωγώ. Ο
Αντώνης ο κιθαρίστας με τον Spiderman και τον Χρήστο. Η Ανθή, ο Κώστας, η Φανή.
Όσο ο χώρος γέμιζε η ευρυχωρία ανεξήγητα θέριευε. Ο Τσακνής με το "Γυρίζω τις πλάτες μου στο
μέλλον", ο Σαββόπουλος με το "Άγγελος
Εξάγγελος", οι Πύξ Λάξ με το "Πούλα
με, για λίγη σιγουριά", ο Λαυρέντης με τον Βασίλη στον ιστορικό
δεκαπεντασύλλαβο του Μιχάλη Γκανά "Να
δεις τι σου χω για μετά" κι ύστερα το "Μοιρολόι" (Ήλιε φονιά) με την Χαρούλα Λαμπράκη σε ποίηση
Τάσου Λειβαδίτη και μουσική Μίμη Πλέσσα μας τσίτωσε βαθιά κι ο αλησμόνητος
Ψαρόνικος με τους "Πόνους της
Παναγιάς" μας έστησαν στον τοίχο.
Ριπές εύστοχες που 'βρισκαν στόχο
την καρδιά, η συνέχεια. "Αν
θυμηθείς το όνειρο μου" με τον Πάριο, "Πάρε με" η Ελένη Δήμου, "Αλεξάνδρεια" με την Άλκηστη,
το "Πρωινό τσιγάρο"
θαυμάσια ερμηνευμένο από τους Πασχαλίδη και Θηβαίο, "Τα Σμυρνέικα τραγούδια" του Θαλασσινού, "Στην αγορά του Αλ Χαλίλι" του Ζούδιαρη
με τον Αλκίνοο, "Τι λάθος
κάνω" του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τον Γιάννη Χαρούλη, "Πάλι, πάλι" με τον
δεξιοτέχνη Μιχάλη Τζουγανάκη, "Πανσέληνος"
με τη νεαρή λυράρισσα Γεωργία Νταγάκη, "Το
καπηλειό" με τους Χαϊνηδες.
Σωπάσαμε απότομα καθώς ο Νικόλας
ταξιδεύοντας με μπουνάτσες και μποφόρια στους γαλαξίες του σύμπαντος, με το
κόκκινο μαντήλι πάντα στο λαιμό μας ψέλνει το μουρμούρικο "Κανείς εδώ δε τραγουδά". Περίεργο αμάλγαμα η ράτσα μας,
άβολη, ανυπότακτη, ασυμπίεστη, που δύσκολα συντάσσεται με ρέγολες και με
κανόνες κι όμως ξάφνου στοιχίζεται κι υποτάσσεται αβίαστα κι ευλαβικά, αρχαία
κραυγή θαρρείς ακολουθώντας στο όμορφο, το δίκαιο και το αληθινό χωρίς
παιδονόμους, επιστάτες, αγκιτάτορες και τοποτηρητές.
Γινόμαστε πολλοί καθώς η ώρα
προχωρούσε κι απλωνόμαστε στα όρια της επικράτειας. Ο Άρης από την Κρήτη, η
Αντιγόνη από την εσχατιά του Καστελόριζου, η Βάσω από την Καλαμάτα, ο Θέμης από
την Λέσβο, Ο Γιάννης απ' τη Γουμένισσα, ο Παύλος απ' την Αμφιλοχία. Στο χορό
μπήκαν κι όλα τα social media. Facebook, Twitter κι ο Skype άνοιξε δαμάζοντας
τα σύνορα επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι τα όρια του ελληνισμού είναι
οικουμενικά. Ο Παναγιώτης από το Λονδίνο, η Ντίνα από την Λεμεσό, ο Ορέστης από
Βελιγράδι, ο Μάκης από Βαρκελώνη, η Ελπίδα από Κρέφελντ, η Ζωή από Σαν Λούις κι
ο Ανδρέας από την Αστόρια της Νέας Υόρκης, ο Πάρης από την Μπρατισλάβα, η Κική
από Λυών, ο Αργύρης τρίτος καπετάνιος σε γκαζάδικο που μόλις πέρασε το Capo
Verde τραβώντας για Αμβέρσσα, ο Γιώργος από Βουκουρέστι κι άλλοι πολλοί
περίμεναν υπομονετικά να υποβάλουν την επιθυμία τους ακούγοντας τις επιλογές
των άλλων.
Η συγκίνηση χτύπησε κόκκινο όταν
η Τσανακλίδου απέδωσε μοναδικά το "Γράμμα
στον κύριο Νίκο Γκάτσο" του Ανδρέου, η Δήμητρα Γαλάνη την "Περιμπανού" του Μάνου, η
Ελευθερία "Το παράπονο" του
Οδυσσέα Ελύτη. Η κατάσταση φορτίστηκε ιδιαίτερα όταν ο Μίκης τραγούδησε ό ίδιος
το "Μιλώ" του Μανώλη
Αναγνωστάκη και καπάκι οι "Μοιραίοι"
του Κώστα Βάρναλη με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Οι ποιητές μας είχαν πάρει την
σκυτάλη κι οδηγούσαν όπως έκαναν και κάνουν πάντα. Αφουγκράζονται τα μελλούμενα
και τα διαλαλούν στους αιώνες. Ευχή και κατάρα για τούτο το λαό όμως να 'χει το
φώς για οδηγό και τα χέρια ανήμπορα να το αδράξουν. Προδομένα, διαχρονικά,
δέσμια και φυλακισμένα από ανίκανες ηγεσίες. Ηγέτες κι ηγεσίες που τον οδηγούν στον
όλεθρο και τον αφανισμό.
Η ατμόσφαιρα βάρυνε από την
διαπίστωση κι ο Στελάρας αγάνταρε τον καημό με το "Βραδιάζει", ο Στράτος έβαλε μπουρλότο με το "Βρέχει φωτιά στην στράτα μου"
κι η παρέα του Καφέ Αμάν ερμήνευσε αισθαντικά το "Πριν το χάραμα" του Γιάννη Παπαϊωάννου. Ο Τσιτσάνης πήρε
σειρά με την "Αρχόντισσα"
του, ο Μάρκος με τα "Ματόκλαδα σου
λάμπουν" κι ο Αντώνης Καλογιάννης με το "Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες" του Ανδριόπουλου βάλθηκαν
να ελαφρύνουν την πίκρα. Ξανά ο Στελιος ερμηνεύοντας αξεπέραστα της "Γερακίνας γιος" του
αρχιδάσκαλου μας υπενθύμισε τον ασυμβίβαστο δρόμο της αξιοπρέπειας και του
χρέους.
Τα συναισθήματα φούσκωναν τις
ψυχές που ασφυκτιούσαν στα σαρκικά τους όρια. Τα αιτήματα πλήθαιναν και η
ευρυχωρία που διαθέτει αληθινά κι όχι κίβδηλα λόγω καιροσκοπικών πολιτικών
σκοπιμοτήτων, ο λαός μας έφερε στην παρέα κι αλλόδοξους κι αλλόφυλους κι
αλλόχρωμους από την ημεδαπή ή την αλλοδαπή. Καλοδεχούμενοι ο Ντούσαν, ο Ελία, η
Μόνικα, ο Φατίμ, η Βαλέρια, ο Ασσάν, ο Μπορίς, ο Ντιέγκο, ο Ραφαέλ, o Σέζαρ, η
Αμάλ, η Ιρίνα, o Χοσέ κι η Νάταλι σμίξανε μαζί μας με σεβασμό κι ικανοποίηση
για αυτό που γέννησε η στιγμή.
Ο Δήμος Μούτσης με την "Ερηνούλα" του, ο Μανώλης
Μητσιάς με το "Ερωτικό", ο
Λάκης Χαλκιάς με την "Φάμπρικα"
του Μαρκόπουλου, ο Γιάννης Πουλόπουλος με το "Το άγαλμα" των Παπαδόπουλου, Πλέσσα, συνέχισαν να
ξεσηκώνουν μνήμες, στιγμές, αισθήματα, θύμησες από έρωτες, πόνους και καημούς
μα όταν η Χαρούλα μπήκε στην πρώτη στροφή του "Απόψε θέλω να πιω" όλα πέταξαν και ξέσπασαν.
Οι καρδιές χόρευαν λυτρωτικά κι
ας ήταν οι χώροι στενοί κι οι τόποι μακρινοί κι ας μην ακολουθούσαν τα βήματα
κι ας ήταν δεσμά ακατάλυτα και φυλακές ανήλιαγες τα σώματα, οι ψυχές ήταν
λεύτερες πια κι ασυγκράτητες σ' ένα χορό αποθεωτικό, όπως μαγευτικά έστησε ο
Καζαντζάκης στην τελευταία σκηνή του Ζορμπά.
Πως βρέθηκαν κείνη την στιγμή
στην μικρή μας αίθουσα ρακές και τσίπουρα και πως ο ένας με τον τρόπο του κι
άλλος εις τον τόπο έπινε ότι είχε, σπονδή στη λευτεριά των αισθημάτων, δεν ξέρω
να το πω κι ούτε και θέλω να το ψάξω. Συνέβαινε, ήταν γεγονός κι αυτό έφτανε.
Τα εβίβα βροχή καθώς ο Γιάννης
Κότσιρας συνέχισε να πυρπολεί τα εσώψυχα μας με το "Έλα και κόψε με στα δυο", ο Δημήτρης Μητροπάνος ασίκης
και λεβέντης πάντα με το "Εγώ
γιορτάζω πάντα όταν πονάω" ο Θέμης Αδαμαντίδης με το "Σαν σημαδέψεις αετό" του
Μάριου Τόκα, η Πίτσα Παπαδοπούλου με το "Δε
μας συγχωρώ" του Πορτοκάγλου. "Ανοίχτε
τα τρελάδικα" μπούκαρε η Βιτάλη, "Με
τα φώτα νυσταγμένα" ο Σαρρής, "Μέχρι
να βρούμε ουρανό" η Γλυκερία, "Να
πιάσει Θεέ μου μια βροχή" ο Τερζής, η Τάνια μοναδικά "Στο άδειο μου πακέτο" του
Φίλιππου Νικολάου, "Τι έκανα για
πάρτη μου" η Μαρινέλλα, "Ξενύχτησα
στα τμήματα" η Χριστιάνα κι η Βίκυ Μοσχολιού τα "Ξημερώματα" του Ζαμπέτα. Με "Το βαπόρι από την Περσία" του Τσιτσάνη καλησπέρισε ο
Σφακιανάκης, "Στο κελλί 33"
ο Μαργαρίτης, "Όνειρο δεμένο"
ο Γαβαλάς κι ο Μανώλης Αγγελόπουλος με τη φιλοσοφημένη "Μολυβιά" έβαλαν άνω τελεία.
Προσωρινά, "Χρόνια σαν τριαντάφυλλα" ο Κραουνάκης σε στίχους Μάνου
Ελευθερίου, την "Πριγκηπέσα"
του ο Μάλαμας, "Πίνω και μεθώ"
(Οφ Αμαν) ο Αγάθωνας, "Το
πιτσιρικάκι" ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, "Κοίτα με στα μάτια" ο Βασίλης Λέκκας σε στίχους Μιχάλη
Γκανά και μουσική του Μίκη συνέχισαν.
Δεν έλεγε να τελειώσει τούτο το
πανηγύρι αλλά η βάρδια είχε τελειώσει κατά πολύ κι έπρεπε να παραδώσουμε σκυτάλη
και να σεβαστούμε υποχρεώσεις και δικαιώματα.
Για τελευταίο, τιμώντας
ουσιαστικά κι όχι ψευδεπίγραφα όπως κάποιες υπηρεσίες και μανδαρίνοι, τον Ξένιο
Δία, δώσαμε στον Φάτο από την Αλβανία την επιλογή. "Άχ Ελλάδα σ' αγαπώ" του Ρασσούλη είπε κι έγινε χαμός.
Κλάματα, ναι κλάματα, φωνές, αγκαλιές, ιαχές και χειροκροτήματα. Αντιστάσεις
και προσχήματα είχαν κουρσευτεί από τις αισθήσεις καθολικά. Ο Μανώλης θα
χαιρόταν από ψηλά τούτη την κοσμική σύναξη και θα σκύβε θυμοσοφικά να μας
συργουλέψει όπως μόνο αυτός ήξερε.
Η αποχώρηση έγινε με μουσική
υπόκρουση το "Ζεϊμπέκικο της
Ευδοκίας" για να πάρει ο καθείς στον τόπο του, στον χώρο του, στην
καρδία του την αξεπέραστη μουσική δημιουργία του Μάνου Λοϊζου να τον
συντροφεύει.
Βγήκαμε στον δρόμο με την Γιούλη
μαζί. Έβρεχε. Εκείνη πήγαινε να πάρει το λεωφορείο κι εγώ να συναντήσω την
Διηάνειρα. Προχωρήσαμε βουβοί. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει αργά κι άρρυθμα,
παρασέρνοντας στο διάβα της τα κιτρινισμένα φύλλα του φθινοπώρου. Οι άνθρωποι
κινιόντουσαν με ταχύτητα κι εκνευρισμό. Θυμήθηκα μια αποστροφή από βιβλίο που
'χα διαβάσει πρόσφατα "....
Περπατούσε μέσα στη βροχή. Την ένοιωθε να τον συντροφεύει, να τον τυλίγει μέσα
της, να του μουσκεύει το πρόσωπό. Κάπου-κάπου, μία στάλα ξέφευγε και του
γλιστρούσε στη πλάτη. Του άρεσε. Η βροχή, τον συνέφερε, ξεθόλωνε το μυαλό και
τον ευχαριστούσε.....Το πλήθος των ανθρώπων συνέχιζε να τρέχει πλάι του.
Κάποιοι έτρεχαν για να προστατευτούν από την βροχή, κάποιοι από τη θλίψη που
προκαλεί το τέλος της μέρας που φεύγει και κάποιοι για να προλάβουν τον χρόνο
που όλο και πιο πολύ λιγοστεύει και σώνεται. Άλλοι πάλι είτε από συνήθεια, είτε
από ανάγκη ποιος να ξέρει;...." . Το σκηνικό έμοιαζε ίδιο.
"Ζω ρε. Αισθάνομαι άρα ζω,
ρε γαμώτο, δε με νέκρωσαν" είπε ξαφνικά η Γιούλη.
"Βέβαια ζεις αφού αισθάνεσαι" της είπα και συνέχισα "Η ελευθερία δεν είναι χώρος είναι αίσθηση, είναι ψυχή. Δεν μπορούν και δεν πρέπει να τους αφήσουμε να μας την πάρουν"
Χαμογέλασε και το πρόσωπο της φωτίστηκε καθώς όρμησε στο λεωφορείο που ξεκινούσε.
Υστερογράφοντας τούτο το οδοιπορικό στην ομίχλη φέρνω στη θύμηση μου το ότι ζήσαμε. Σίγουρα απουσιάζουν πολλοί ποιητές, στιχουργοί, συνθέτες, ερμηνευτές, μουσικές και μουσικοί, άνθρωποι που συντρόφευσαν όνειρά, απάλυναν πόνους, 'άκουσαν' καημούς και ταξίδεψαν τις καρδιές μας. Δεν τους ξεγράψαμε, το έφεραν έτσι οι στιγμές κι η διάθεση. Έγινε άθελα, εκτός από ένα. Ένα, από τους πιο σημαντικούς ταξιδευτές μας που διάλεξε αντίπαλη όχθη. Ας είναι, δεν του κακκιώνουμε. Του ευχόμαστε από καρδιάς να 'ναι πάντα γερός και δημιουργικός. Αυτό που δεν του ευχόμαστε είναι καλή επιτυχία σ' αυτό που διάλεξε να κάνει την "βραδιά που κάψανε την Σμύρνη" όπως λέει ο αλογόκριτος στίχος του Μιχάλη Μπουρμπούλη στο "Τα ρεμπέτικα μας μες τη στράτα" που τραγουδά η Σωτηρία Μπέλλου σε μουσική του Ηλία Ανδριόπουλου. Θα ήταν υποκριτική και ψεύτική τέτοια ευχή. Δεν είναι μισαλλοδοξία ή πολεμοκάπηλος πατριωτισμός. Είναι αποστροφή σε μια μνήμη χωρίς θύμηση και μια λήθη ανάξια της ύπαρξης. Είναι χρέος και τιμή σ' αυτούς που έζησαν την καταστροφή να την παραδώσουμε στους επίγονους όπως μας την αφηγήθηκαν. Μια αληθινή κι αυθεντική ανθρώπινη μαρτυρία κι όχι παραχαραγμένο ψέμα πολιτικών επιλογών. Είναι επιταγή, συνέχεια και σεβασμός στην ρήση του ποιητή "..εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο". Ένα κόσμο αληθινό όμως, λεύτερο κι ειρηνικό, χωρίς ραγιάδες και τύραννους. Γιατί τούτος ο λαός συνεχίζει ακόμα να επιζητά λεύτερη πατρίδα και να επιθυμεί πανανθρώπινη την λευτεριά.
Είμαστε εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου. Για πάντα Λέγκω, Λέγκω μάνα.
Εβίβα και καλή ξαστεριά."Βέβαια ζεις αφού αισθάνεσαι" της είπα και συνέχισα "Η ελευθερία δεν είναι χώρος είναι αίσθηση, είναι ψυχή. Δεν μπορούν και δεν πρέπει να τους αφήσουμε να μας την πάρουν"
Χαμογέλασε και το πρόσωπο της φωτίστηκε καθώς όρμησε στο λεωφορείο που ξεκινούσε.
Υστερογράφοντας τούτο το οδοιπορικό στην ομίχλη φέρνω στη θύμηση μου το ότι ζήσαμε. Σίγουρα απουσιάζουν πολλοί ποιητές, στιχουργοί, συνθέτες, ερμηνευτές, μουσικές και μουσικοί, άνθρωποι που συντρόφευσαν όνειρά, απάλυναν πόνους, 'άκουσαν' καημούς και ταξίδεψαν τις καρδιές μας. Δεν τους ξεγράψαμε, το έφεραν έτσι οι στιγμές κι η διάθεση. Έγινε άθελα, εκτός από ένα. Ένα, από τους πιο σημαντικούς ταξιδευτές μας που διάλεξε αντίπαλη όχθη. Ας είναι, δεν του κακκιώνουμε. Του ευχόμαστε από καρδιάς να 'ναι πάντα γερός και δημιουργικός. Αυτό που δεν του ευχόμαστε είναι καλή επιτυχία σ' αυτό που διάλεξε να κάνει την "βραδιά που κάψανε την Σμύρνη" όπως λέει ο αλογόκριτος στίχος του Μιχάλη Μπουρμπούλη στο "Τα ρεμπέτικα μας μες τη στράτα" που τραγουδά η Σωτηρία Μπέλλου σε μουσική του Ηλία Ανδριόπουλου. Θα ήταν υποκριτική και ψεύτική τέτοια ευχή. Δεν είναι μισαλλοδοξία ή πολεμοκάπηλος πατριωτισμός. Είναι αποστροφή σε μια μνήμη χωρίς θύμηση και μια λήθη ανάξια της ύπαρξης. Είναι χρέος και τιμή σ' αυτούς που έζησαν την καταστροφή να την παραδώσουμε στους επίγονους όπως μας την αφηγήθηκαν. Μια αληθινή κι αυθεντική ανθρώπινη μαρτυρία κι όχι παραχαραγμένο ψέμα πολιτικών επιλογών. Είναι επιταγή, συνέχεια και σεβασμός στην ρήση του ποιητή "..εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο". Ένα κόσμο αληθινό όμως, λεύτερο κι ειρηνικό, χωρίς ραγιάδες και τύραννους. Γιατί τούτος ο λαός συνεχίζει ακόμα να επιζητά λεύτερη πατρίδα και να επιθυμεί πανανθρώπινη την λευτεριά.
Είμαστε εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου. Για πάντα Λέγκω, Λέγκω μάνα.
Ιόλαος....
η Διηάνειρα δεν συμμετείχε στο δρώμενο αλλά ήταν η ψυχή για να αποτυπωθεί στο χαρτί
stamikous.blogspot.gr
η Διηάνειρα δεν συμμετείχε στο δρώμενο αλλά ήταν η ψυχή για να αποτυπωθεί στο χαρτί
stamikous.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου