Κατά τρόπο παράξενο μπορεί κανείς να διακρίνει σε μεγάλο τμήμα του δημοκρατικού αντιμνημονιακού κινήματος, ένα μπέρδεμα ως προς το τι κυβέρνηση επιθυμούν και τη κυβέρνηση διεκδικούν. Ορισμένοι ακολουθούν τον κλασσικό δρόμο της κυρίαρχης πολιτικής και ιδεολογίας στην Ελλάδα:
ορίζουν τον τύπο της εναλλακτικής κυβέρνησης από το ποιες δυνάμεις κατά την άποψή τους θα πρέπει να συγκροτηθεί και όχι από το ποιο πρόγραμμα καλείται να υλοποιήσει.
Η πλούσια εμπειρία και θεωρητικές επεξεργασίας δείχνουν το αντίθετο.
Αυτό καταγράφεται στα παλαιότερα προγράμματα της ελληνικής αριστεράς.
Ανάλογα, το ΠΑΣΟΚ προσδιόριζε την επερχόμενη κυβέρνηση του 1981 «ως κυβέρνησης αλλαγής» και όχι ως «κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ».
Όλη η ιστορία της αριστεράς διακρίνεται από τον προσδιορισμό της εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης στη βάση ενός κοινού προγράμματος πάνω σε άμεσους και θεμελιακούς προγραμματικούς στόχους. Αυτοί οι στόχοι ήταν που «βάπτιζαν» την προτεινόμενη κυβέρνηση.
Η συμφωνία σε αυτούς καθόριζε το ποιος θα μπορούσε να συμμετέχει σε κυβερνητικές συνεργασίες, καθώς και πολύ ευρύτερες συμπράξεις και όχι το αντίστροφο.
Καθόριζε, επίσης, τις κοινωνικές δυνάμεις στήριγμα και προωθητήριο μιας τέτοιας κυβέρνησης.
Ακόμα και ο Λένιν μιλούσε το 1905 για «δημοκρατική κυβέρνηση», ενώ το 1917 είχε το προγραμματικό σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ».
Ο Μάο όρισε την πρώτη κυβέρνηση στη Λ.Δ. της Κίνας, το 1948, ως κυβέρνηση της «Νέας Δημοκρατίας».
Μόνο η κυβέρνηση του κοινού προγράμματος της αριστεράς το 1981 στη Γαλλία οριζόταν ως «κυβέρνηση της αριστεράς». ...
Και τούτο, διότι στη Γαλλία μια προγραμματική συμφωνία διαμορφώνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στον δεύτερο γύρο των εκλογών, όταν ψηφίζονται «πόλοι και πολιτικά στρατόπεδα».
Δεν είναι τυχαίο, ότι το 1981 υπήρχε ένα ήδη επεξεργασμένο και συμφωνημένο «Κοινό Πρόγραμμα της Αριστεράς».
Ο δε χαρακτήρας της προτεινόμενης κυβέρνησης προσδιοριζόταν από αυτό ακριβώς το πρόγραμμα. Ανάλογα και ταυτόχρονα διαφορετικά, σε αυτή τη βάση, μια άλλη κυβέρνηση των ίδιων δυνάμεων ονομάστηκε το 1936 ως κυβέρνηση «του Λαϊκού μετώπου» και του αντιφασισμού.
Είναι άξιον απορροίας, λοιπόν, πώς ορισμένοι επιμένουν στην Ελλάδα του σήμερα σε μια κυβέρνηση «της αριστεράς», στην οποία συμπεριελάμβαναν στις προηγούμενες εκλογές από την ΔΗΜΑΡ της συγκυβέρνησης μέχρι και ομάδες από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Δυνάμεις διαφορετικών προγραμματικών θέσεων και προσανατολισμών στην πράξη.
Με ειλικρίνεια θα πρέπει όλοι να παραδεχτούν ότι η πρόταση αντιμετώπισης της κρίσης με μια κυβέρνηση «της ελληνικής αριστεράς» εν γένει δεν περπάτησε.
Και αυτό γιατί σ’ αυτή συμπεριλαμβάνονται τόσο δυνάμεις που συντάχθηκαν με το μνημόνιο 2, όσο και τέτοιες που αντιτάχθηκαν στο μνημόνιο ή, τέλος, θεωρούν, απλουστευτικά, το μνημόνιο μια «φυσιολογική» παράπλευρη απώλεια από τον καπιταλισμό.
Αντίθετα θεωρήθηκαν ως μη φίλιες δυνάμεις, κόμματα και κινήσεις, όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, που ναι μεν προερχόντουσαν από τη λαϊκή δεξιά και εν μέρει το ΠΑΣΟΚ, αλλά στην πλειοψηφία τους είναι δημοκρατικές και πατριωτικές. Ιδιαίτερα ο Σύριζα δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει, και αυτό συνεχίζεται και σήμερα, το ποιες δυνάμεις θα επιθυμούσε να είναι στην κυβέρνηση.
Διότι με τις αρνήσεις του ΚΚΕ και την πρακτική της ΔΗΜΑΡ το τοπίο έδειξε το πεπερασμένο της πρότασης: καλή για τη συγκέντρωση εκλογικών δυνάμεων, όχι η πλέον παραγωγική για τον προσδιορισμό μιας εναλλακτικής κυβέρνησης.
Αντί λοιπόν να προταθούν για μια εναλλακτική κυβέρνηση αποκλειστικά «δυνάμεις της αριστεράς», στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τόσο μνημονιακές, όσο και εκείνες που ονειρεύονται εδώ και τώρα σοσιαλιστική εξουσία, καλό θα ήταν να οριστεί πρώτα ποια είναι τα άμεσα καθήκοντα μιας εναλλακτικής κυβέρνησης, ο πολιτικός χαρακτήρας της. Στη βάση ενός τέτοιου προσδιορισμού, μπορεί κανείς να επιλέξει αν μπορεί και θέλει να συμμετάσχει σε αυτήν, αν είναι αποδεκτός.
Ο τόπος δεν έχει ανάγκη μεταφυσικών κυβερνήσεων, αλλά μιας Κυβέρνησης Σωτηρίας, πατριωτικής και δημοκρατικής, με ένα πρόγραμμα δίκαιης ανάπτυξης του τόπου.
Δεν είναι τυχαίο, ότι το 1981 υπήρχε ένα ήδη επεξεργασμένο και συμφωνημένο «Κοινό Πρόγραμμα της Αριστεράς».
Ο δε χαρακτήρας της προτεινόμενης κυβέρνησης προσδιοριζόταν από αυτό ακριβώς το πρόγραμμα. Ανάλογα και ταυτόχρονα διαφορετικά, σε αυτή τη βάση, μια άλλη κυβέρνηση των ίδιων δυνάμεων ονομάστηκε το 1936 ως κυβέρνηση «του Λαϊκού μετώπου» και του αντιφασισμού.
Είναι άξιον απορροίας, λοιπόν, πώς ορισμένοι επιμένουν στην Ελλάδα του σήμερα σε μια κυβέρνηση «της αριστεράς», στην οποία συμπεριελάμβαναν στις προηγούμενες εκλογές από την ΔΗΜΑΡ της συγκυβέρνησης μέχρι και ομάδες από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Δυνάμεις διαφορετικών προγραμματικών θέσεων και προσανατολισμών στην πράξη.
Με ειλικρίνεια θα πρέπει όλοι να παραδεχτούν ότι η πρόταση αντιμετώπισης της κρίσης με μια κυβέρνηση «της ελληνικής αριστεράς» εν γένει δεν περπάτησε.
Και αυτό γιατί σ’ αυτή συμπεριλαμβάνονται τόσο δυνάμεις που συντάχθηκαν με το μνημόνιο 2, όσο και τέτοιες που αντιτάχθηκαν στο μνημόνιο ή, τέλος, θεωρούν, απλουστευτικά, το μνημόνιο μια «φυσιολογική» παράπλευρη απώλεια από τον καπιταλισμό.
Αντίθετα θεωρήθηκαν ως μη φίλιες δυνάμεις, κόμματα και κινήσεις, όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, που ναι μεν προερχόντουσαν από τη λαϊκή δεξιά και εν μέρει το ΠΑΣΟΚ, αλλά στην πλειοψηφία τους είναι δημοκρατικές και πατριωτικές. Ιδιαίτερα ο Σύριζα δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει, και αυτό συνεχίζεται και σήμερα, το ποιες δυνάμεις θα επιθυμούσε να είναι στην κυβέρνηση.
Διότι με τις αρνήσεις του ΚΚΕ και την πρακτική της ΔΗΜΑΡ το τοπίο έδειξε το πεπερασμένο της πρότασης: καλή για τη συγκέντρωση εκλογικών δυνάμεων, όχι η πλέον παραγωγική για τον προσδιορισμό μιας εναλλακτικής κυβέρνησης.
Αντί λοιπόν να προταθούν για μια εναλλακτική κυβέρνηση αποκλειστικά «δυνάμεις της αριστεράς», στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τόσο μνημονιακές, όσο και εκείνες που ονειρεύονται εδώ και τώρα σοσιαλιστική εξουσία, καλό θα ήταν να οριστεί πρώτα ποια είναι τα άμεσα καθήκοντα μιας εναλλακτικής κυβέρνησης, ο πολιτικός χαρακτήρας της. Στη βάση ενός τέτοιου προσδιορισμού, μπορεί κανείς να επιλέξει αν μπορεί και θέλει να συμμετάσχει σε αυτήν, αν είναι αποδεκτός.
Ο τόπος δεν έχει ανάγκη μεταφυσικών κυβερνήσεων, αλλά μιας Κυβέρνησης Σωτηρίας, πατριωτικής και δημοκρατικής, με ένα πρόγραμμα δίκαιης ανάπτυξης του τόπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου