Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Ντράγκι αντιμετωπίστηκε εντός και εκτός της Ιταλίας ως μία «σωτήρια» παρέμβαση για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που έχει μπροστά της μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης. Σε αυτό συνέβαλε και ο τρόπος που ο Μάριο Ντράγκι περιβάλλεται από το ιδιότυπο φωτοστέφανο του «σωτήρα του ευρώ», με βάση την επιμονή του να υπάρξει και στην Ευρώπη ένα πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης». Μάλιστα, οι πρώτες δημοσκοπήσεις έδειξαν και ευρεία αποδοχή της πρωθυπουργίας, στοιχείο που μπορεί, πέραν όλων των άλλων πολιτικών υπολογισμών, να δικαιολογήσει την ευρεία διακομματική υποστήριξη που έχει.
Ωστόσο, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι ο Μάριο Ντράγκι δεν ήταν υποψήφιος στις προηγούμενες εκλογές, δεν ηγείται κάποιου εκ των κομμάτων που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό, δεν είναι βουλευτής ή μέλος κάποιου από αυτά τα κόμματα. Με άλλα λόγια, όταν έγιναν οι τελευταίες εκλογές στην Ιταλία, ο Μάριο Ντράγκι δεν περιλαμβανόταν στους υποψήφιους πρωθυπουργούς και γενικά δεν ήταν μία από τις επιλογές που κρίθηκαν να κάνουν οι ιταλοί ψηφοφόροι.
Το επιχείρημα ότι η Ιταλία έχει μια μακρά παράδοση, τόσο όταν το εκλογικό σύστημα ήταν η απλή αναλογική όσο και στη συνέχεια, αναδιαμόρφωσης κυβερνήσεων στη διάρκεια της θητείας της ίδιας Βουλής, όπως και μια σημαντική παράδοση πρωθυπουργών που δεν ήταν εκλεγμένοι, συμπεριλαμβανομένου και του προηγούμενου πρωθυπουργού, δεν αναιρεί τη σημασία του φαινομένου. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι σε ένα διάστημα περίπου τριών ετών στην Ιταλία σχηματίστηκαν τρεις κυβερνήσεις με δύο διαφορετικούς πρωθυπουργούς και τρεις διαφορετικές πολιτικές γεωμετρίες.
Το να θεωρηθεί ότι αυτό απλώς αποτυπώνει τη γνωστή αρχή ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» θα ήταν περισσότερο ευσεβής πόθος παρά αναλυτική οξυδέρκεια. Ιδίως όταν στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια εκδοχή αναίρεσης αυτού που στην ελληνική συνταγματική παράδοση ονομάζουμε «αρχή της δεδηλωμένης». Και μπορεί να μην έχουμε να κάνουμε με «ανακτορικές κυβερνήσεις», όμως ακόμη και στην περίπτωση της κυβέρνησης Ντράγκι είναι σαφές ότι η πίεση για τη διαμόρφωσή της δεν αφορούσε ακριβώς τις απαιτήσεις της λαϊκής κυριαρχίας αλλά την αντίληψη διαφόρων κέντρων εξουσίας για το τι θα όριζε τη βέλτιστη κυβερνητική λύση, με τη δημοσκοπική αποδοχή και τη θετική αντιμετώπιση από τα ΜΜΕ να έρχεται ως εκ των υστέρων νομιμοποίηση.
Αναίρεση της λαϊκής κυριαρχίας
Ολα αυτά μας φέρνουν μπροστά στην ουσία του προβλήματος. Η μεταδημοκρατική συνθήκη δεν προϋποθέτει απαραίτητα ούτε την κατάλυση των δημοκρατικών διαδικασιών, ούτε πολύ περισσότερο την αναίρεση του κοινοβουλευτισμού. Ομως, συνεπάγεται την ουσιώδη αναίρεση της λαϊκής κυριαρχίας μέσα από την αποσύνδεση ανάμεσα σε προγραμματικές θέσεις των κομμάτων και την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής, τη ρευστοποίηση των πολιτικών διαχωριστικών γραμμών, τον διαρκή πολιτικό μεταμορφισμό και την υποκατάσταση του στρατηγικού οραματισμού από την τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα. Ο συμβολισμός της διακυβέρνησης από κεντρικό τραπεζίτη, εικόνα οικεία και στα καθ’ ημάς, επίσης δεν πρέπει να μας διαφύγει. Προφανώς και οι συγκεκριμένες θέσεις είναι κατεξοχήν πολιτικές, όμως έχει ιδιαίτερη σημασία αυτή η επικύρωση της υποκατάστασης της πολιτικής από την πλήρη συμμόρφωση σε μια ορισμένη εκδοχή της οικονομικής διαχείρισης που θεωρεί ότι η αγορά είναι τελικά ένας μηχανισμός ανώτερης κοινωνικής ορθολογικότητας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ούτως ή άλλως εδώ και αρκετά χρόνια είναι σε εξέλιξη μια διαδικασία θωράκισης κρίσιμων πεδίων λήψης αποφάσεων απέναντι σε αυτό που θα αποτελούσε την έκφραση της συλλογικής βούλησης ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Μάλιστα, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ακριβώς η έννοια των «ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών» που στο όνομα της ανάγκης να μπορούν να παίρνουν αποφάσεις ανεπηρέαστες από τους πολιτικούς και κομματικούς υπολογισμούς καταλήγουν να παρουσιάζουν ταξικές σε τελική ανάλυση στρατηγικές, όπως είναι η λιτότητα και η «δημοσιονομική πειθαρχία», ως αυτονόητες τεχνικές λύσεις.
Εάν σε αυτές τις παραμέτρους προσθέσουμε και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τον τρόπο που περιορίζει τις αρμοδιότητες (και τα πολιτικά επίδικα) των εθνικών κρατών, συνειδητοποιούμε το μέγεθος μιας υπαρκτής υπονόμευσης του πυρήνα της δημοκρατικής διαδικασίας ως δυνατότητας επιλογής εναλλακτικών πολιτικών. Βέβαια, όλο αυτό σημαίνει ότι υπαρκτοί κοινωνικοί ανταγωνισμοί και διεκδικήσεις, ιδίως εκείνοι που θα αφορούσαν την αναδιανομή, την αποφυγή της εργασιακής και κοινωνικής επισφάλειας και τη ριζική επέκταση των δημόσιων αγαθών εν τέλει μένουν χωρίς αντιστοίχηση στην πολιτική σκηνή. Ομως, αυτό δεν γεννά μόνο το πολιτικό περιθώριο για κόμματα που θα διεκδικήσουν να εκπροσωπήσουν μια αντισυστημική δυναμική, αλλά και για τις αυριανές κοινωνικές εκρήξεις.
Το τίμημα της «στροφής της Μπολονίνα»
Τον Νοέμβριο του 1989, ο Ακίλε Οκέτο ανακοίνωνε στην Μπολονίνα, μια συνοικία της Μπολόνια, την έναρξη της διαδικασίας που οδήγησε στο τέλος της διαδρομής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και την ίδρυση του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς τον Φεβρουάριο του 1991. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι ήταν η ρευστοποίηση της κομμουνιστικής πολιτικής ταυτότητας που επέτεινε τα φαινόμενα της αποϊδεολογικοποίησης των πολιτικών αντιπαραθέσεων και του ενδημικού μεταμορφισμού.
Πηγή: in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου