Ο Κώστας Βάρναλης είναι περισσότερο γνωστός σαν ποιητής, αλλά εκτός από ποίηση έγραψε και πρόζα (πεζογραφία)… Όλο του το έργο, ποιητικό και πεζό, διαπνέεται από τη φλογερή υπεράσπιση των φτωχών και αδικημένων ενάντια στους αδικητάδες όπου γης.
Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα από το γνωστό πεζογράφημα του Κώστα Βάρναλη, «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη»:
[Του κόσμου οι αδικητάδες]:
(μιλάει ο Σωκράτης στο δικαστήριο) «… “Ουδείς εκών κακός” (κανείς κακός με τη θέλησή του). Αυτό όμως θα πει: μην τιμωρείτε του αδικητάδες, γιατί θα τους… αδικήσετε. Είναι αθώοι! Δεν ξέρουν ότι κάνουν κακό! Υπομονή! Άμα τους διδάξουμε τι ‘ναι καλό και τι κακό, θα λείψουν από τον κόσμο κάκητα κι αδικεμός και θα βασιλέψ’ η καλοσύνη… Χρειάζονται σκολειά. Και τα σκολειά θα τα χτίζουν οι αδικητάδες. Ξέρετε γιατί; Καλό και δίκαιο και χρέος είναι μονάχα η σακούλα τους. Θα μαθαίνουνε λοιπόν οι ίδιοι στα παιδιά του λαού να μην αντιστέκονται στην αδικιά, όταν μεγαλώσουν.
Έτσ’ η φιλοσοφία μου στύλωσε το καθεστώς της ανισότητας, “το του κρείττονος συμφέρον”. Φυσικά δεν έπρεπε να με σκοτώσετε γι αυτό! Άμβωνας, Θρανίο, Εφημερίδα και Κλομπ θα δουλεύουν αδερφικά να χωρίζουνε τους πολίτες σε χορτάτους και σε κορόιδα και να ταιριάζουνε τα’ αταίριαστα με την “αρμονία των τάξεων”. Αυτηνής της αρμονίας στάθηκα πρώτος μαέστρος. Κι ας με σκοτώνετε για άθεο. Τα δικά μου μαθήματα θα τα κάνουνε μεθαύριο θρησκεία τους οι Χριστιανοί. Θα με τιμήσουνε για προφήτη του Θεού τους και θα ζωγραφίσουνε τα μούτρα μου στις εκκλησιές τους με πλατύ χρυσοστέφανο γύρω στα τσουλούφια μου.» […]
(μιλάει ο Σωκράτης) «… Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας, στα βρομοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα ‘μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γεμάτα λέρα και μπόχα. Και θα ‘λεγα: “Λέφτεροι πολίτες! Αυτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκότανε στη μακρινή Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο ήλιος ανάμεσα από μαύρα σύννεφα και πάνω σ’ άλυωτα χιόνια, πάλε θα ‘τανε ο καλύτερος απ’ όλους, γιατί το θέλει η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αυτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, Θεοί κ’ εξουσία, σκέψη και θέληση – όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε ζωντανοί, και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει ο χωροφύλακας… Κι όταν βυθίζετε το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ’ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι από τις Ηράκλειες Στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανεύεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ‘ναι «εθνικά!». Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ’ αγαθά μαζεύονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι και Κορθιανοί σας σκοτώνουνε μια φορά οι ξένοι, με τα χέρια τ’ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ’ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαυτός σας κ’ η ψυχή σας είναι δικά τους….
Θρακιώτες, Ασιάτες, Αφρικανοί και Σκύθες και Ρωμιοί! Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί, τσογλάνια. Μαντινούτες του γυναικωνίτη κι άγιες πόρνες των Θεών και των ανθρώπων. Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβ’ ιδιωτικοί. Η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλεύει, πως είσαστε γεννημένοι σκλάβοι. Μα μήτε Θεοί μήτε κ’ η φύση διατάξανε το σπέρμα του πατέρα σας να σας γεννήσει τέτοιους. Η τύχη σας έκανε κ’ η συνήθεια σας αποτελείωσε. Είσαστε σκλάβοι εσείς για να ‘ναι ουλ’ οι αδικητάδες λέφτεροι. Σηκώστε το κεφάλι… Είσαστε το μεγάλο ψυχομέτρι. Νιώστε τη δύναμή σας κι ενωθείτε μ’ όλους τους αδικημένους. Να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και θα γίνει κουρνιαχτός ολάκερ’ η δημοκρατία των «αρίστων». Να τους πάρετε τ’ αγαθά και να του βάνετε να δουλεύουν για να τρώνε” –“Και θα καθόμαστ’ εμείς”, θ’ απαντούσανε μερικοί μαθημένοι να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά μπροστά στους δυνατούς και να ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους. – “Όχι”, θα φώναζα εγώ. “Θα δουλεύουνε κ’ αυτοί κ’ εσείς. Κοινή δουλειά, κοινά τα’ αγαθά κι η λεφτεριά…” – “Αμ τότες ας λείπει τέτοια λεφτεριά. Δε μας κάνει…” – “Μην πειράζεστε! Σαν έρτει κειν’ η ώρα, θα μπείτε στο δρόμο να γίνετε ανθρώποι, να λυτρώσετε θέλοντας και μη, το σώμα σας, την ψυχή σας και το πνέμα σας”…»
(Κ. Βάρναλης, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, Κέδρος)
«Δε δίνω λέξεις παρηγόρια
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Άκου πώς παίρνουνε οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
ολ’ η ανθρωπότητα πονεί.»
(Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου