Φαίνεται λίγο εκτός κλίματος να μιλάει κανείς για την επερχόμενη «λιτότητα» την ώρα που φουντώνουν οι προσδοκίες για ροή άφθονου ευρωπαϊκού χρήματος, μετά και τις φιέστες με την παρουσία της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, τα πρώτα οκτώ δισεκατομμύρια ευρώ θα εκταμιευθούν μέχρι το τέλος του έτους. Και στα επόμενα εφτά χρόνια, όπως ο λέει ο σχεδιασμός, θα έρθουν στη χώρα 32 δισεκατομμύρια. Τα οποία-όπως είπε ο πρωθυπουργός- μαζί με το ΕΣΠΑ και την αναμενόμενη «μόχλευση» θα φτάσουν τα εκατό(100) δισεκατομμύρια! Ετσι ώστε- συμπλήρωσε- η ανάπτυξη να εκτιναχθεί στο 7% και να δημιουργηθούν 220.000 θέσεις εργασίας.
Χαράς ευαγγέλια, θα μπορούσε να πει κανείς. Πράγματι θα μπορούσε, όμως υπάρχει και ένα «αλλά». Παράλληλα με τους ευρωπαϊκούς κρουνούς, θα αρχίσει να εφαρμόζεται από του χρόνου και ένα άλλο σχέδιο, το οποίο θα μας προσγειώσει σε μια άλλη πραγματικότητα, πέρα από εξαγγελίες και φιέστες. Ποια είναι αυτή η πραγματικότητα; Την περιγράφουν αδρά ένας ευρωπαίος αξιωματούχος κι ένα(άλλο) κυβερνητικό πρόγραμμα.
Πρώτον, ο «επίμονος ευρωπαίος» είναι ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας(ESM), ο οποίος φροντίζει συχνά-πυκνά να υπενθυμίζει ότι η δημοσιονομική «ευελιξία», που δόθηκε εξαιτίας της πανδημίας, τελειώνει φέτος. Και από του χρόνου επιστρέφει το περίφημο Σύμφωνο Σταθερότητας. Τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα; Πολύ απλά ότι από τα(«δικαιολογημένα λόγω πανδημίας») ελλείμματα θα περάσουμε υποχρεωτικά σε πλεονάσματα.
Δεύτερον, το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2022- 2025, που η ίδια η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει στείλει στις Βρυξέλλες, τα προβλέπει αυτά. Ας προσέξουμε. Το 2020 το έλλειμμα ήταν 6,7%, φέτος(2021) προβλέπεται να φτάσει στο 7,1% και το 2022 μόλις στο 0,5%. Ακολουθούν χρονιές(προβλεπόμενων) πλεονασμάτων. Το 2023 θα είναι 2%, το 2024 λίγο παραπάνω στο 2,8% και ακόμα περισσότερο(3,7%) το 2025.
Κι επειδή η παράθεση αριθμών, έστω κι αν είναι αποκαλυπτικοί, καταντά κουραστική, ας το πούμε όσο πιο απλά γίνεται, εξάγοντας και τα δύο βασικά συμπεράσματα:
Πρώτον, φέτος τελειώνει η δημοσιονομική ασυλία, την οποία επέβαλε η πανδημία. Αν αυτή υποχωρήσει(έτσι προβλέπεται), θα φέρει και την επιστροφή στη «σταθεροποίηση», η οποία-ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, με το υψηλότερο δημόσιο χρέος- μπορεί να ανασκαλέψει δυσάρεστες μνήμες, όχι πολύ παλιότερων εποχών. Διότι τα πλεονάσματα συνήθως επιτυγχάνονται είτε με επιβολή νέων φόρων είτε με περικοπές(μισθών, συντάξεων κ.α) είτε και με τα δύο. Και τα δύο έγιναν από το 2009 μέχρι και το 2019, οπότε βγήκαμε-και τυπικά- από την εποχή της Μνημονίων.
Δεύτερον, τι σημαίνουν πολιτικά όλα αυτά; Οτι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έχει να διαχειριστεί από τη μία τα δισεκατομμύρια των ευρωπαϊκών ταμείων, αλλά από την άλλη θα είναι υποχρεωμένη να σφίξει από του χρόνου τα οικονομικά λουριά(πλεονάσματα). Αυτό σημαίνει ότι το 2022 θα είναι έτος εκλογών, δηλαδή πριν αρχίσει η υποχρέωσή της να εφαρμόσει περιοριστικές πολιτικές. Διότι καμιά κυβέρνηση και κανένας πρωθυπουργός δεν αντέχουν να προκηρύξουν εκλογές ενώ θα έχει αρχίσει τη εφαρμογή προγράμματος σταθεροποίησης-βλέπε λιτότητα. Εκτός αν έχουν αποφασίσει να αυτοκτονήσουν ή να αποδράσουν(το δεύτερο συνέβη το 2009 με την κυβέρνηση Καραμανλή).
Καταληκτικό συμπέρασμα: τη λιτότητα, που αναγκαστικά θα έρθει από του χρόνου, θα τη διαχειριστεί κυβέρνηση που θα έχει προκύψει από εκλογές. Και θα είναι είτε μια νέα υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη είτε μια άλλη κυβέρνηση από τη σημερινή αντιπολίτευση. Ούτε ψύλλος στον κόρφο της…
Κι επειδή μπορεί να φαίνεται εύλογη η ένσταση «τι μας λες τώρα, το 2022 και το 2023 είναι μακριά», η απάντηση είναι απλή. Αν δεν ξέρουμε τι μας περιμένει ή αν νομίζουμε ότι δεν θα έρθει επειδή δεν φαίνεται σήμερα, θα το υποστούμε δυο φορές χειρότερα. Η γνώση είναι δύναμη.
Ο Αμερικανός συγγραφέας Φράνκ Χέρμπερτ το είχε πει έτσι: «Οι πεποιθήσεις μπορεί να χειραγωγηθούν, μόνο η γνώση είναι επικίνδυνη»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου