Το πρωινό της 16ης Ιουνίου του 1945, ο Άρης Βελουχιώτης, ή κατά κόσμον Αθανάσιος Κλάρας, αυτοκτόνησε στην Μεσούντα της Άρτας, όταν περικυκλώθηκε από παραστρατιωκές ομάδες και μονάδες του Στρατού...
NewsRoom
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο αδερφός μου ο Άρης» του Μπάμπη Κλάρα, 1983
Και ξαφνικά εκεί που δεν το περίμεναν, αναταράζεται ο τόπος και ο ντουνιάς:
«Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά, στους κάμπους πέφτει χιόνι, στα έρημα στα σκοτεινά, ο Έλλην ξεσπαθώνει!…». Αντρικές φωνές ήταν αυτές. Βαριές και τρανταχτές. Δεν αργεί να αντιβροντά το ξεροτόπι με τις πετριές που κατρακυλούν τσαρούχια και άρβυλα. Ώσπου, να ‘ταν καμιά δεκαπενταριά παλικάρια, με τη σημαία μπροστά και τα όπλα στον ώμο, με βήμα στρατιωτικό, να προβαίνουν στ’ ακροσύνορο και στο παράγγελμα του ομαδάρχη: Αλτ. Παραπόδα, να κάνουν την εμφάνιση τους στο χωριό. Δεν είχε ξαναδεί τον καιρό εκείνο τέτοιο πράγμα η Δομνίστα, το ορεινό χωριό της Ευρυτανίας. Θάμαξαν και οι Δομνιστιώτες.
Πέστε του Προέδρου και του παπά να ‘ρθούνε κατά δώθε, τους παρακαλώ, λέει στους πρώτους χωριανούς που τον αντίκρισαν, με τρόπο μαλακό και τόνο φιλικό προσθέτοντας: Μη φοβάστε, ξένοι δεν είμαστε, δικοί σας είμαστε κι εμείς, όπως δικοί μας είσαστε κι εσείς…
Ένας ξερακιανός, μάλλον κοντός, αλλά γεροδεμένος, καθώς φαινόταν, και ψημένος άντρας, ήτανε εκείνος που τους μιλούσε και τους κοιτούσε κατάματα με κάτι μάτια που πετούσαν φωτιές. Φτάνουν σε λίγο ο Πρόεδρος Χαράλαμπος Παπακωνσταντίνου, και ο παπάς του χωριού. Σκύβει εκείνος, φιλεί το χέρι του παπά κι υψώνοντας κεφάλι και κορμί, αυτοσυστήνεται:
Άρης Βελουχιώτης, ταγματάρχης του πυροβολικού. Μη σας φαίνεται παράξενο που δεν φορώ τ’ αστέρι μου, η περίσταση το καλεί. Ήρθα με τη προφυλακή μου, αφήνοντας τριγύρω την υπόλοιπη δύναμη, να σας πω δυο λόγια για τον τόπο μας, για την μάνα μας Ελλάδα, για τον σκοπό μας. Με την άδεια σου Δέσποτα, είπε, κοιτώντας τον παπά, και τη δική σου Πρόεδρε, ας βαρέσει αν θέλετε η καμπάνα της εκκλησιάς, να συναχτούν οι χωριανοί να τους μιλήσω…Μετά χαράς, παλικάρι μου, να βαρέσει, συμφώνησαν και οι δυο τους.
Τους ιστορεί, πως αυτοί που βλέπανε μπροστά τους δεν ήτανε μήτε ληστοφυγόδικοι, μήτε κατσικοκλέφτες μήτε και Τουρκοχρησταίοι που προδίνανε την πατρίδα και ρημάζανε τον κοσμάκη στο πλιατσικό. Ήτανε στρατιώτες της Έλλάδας και του Λαού της. Ανήκαν στον Ελληνικό Λαϊκό Απελεθερωτικό Στρατό, τον Ε.Λ.Α.Σ., όπως όλοι σε λίγο θα τον λένε και θα τον τραγουδούνε. Σκοπό του ένα μόνο έχει τάξει: να λευτερώσει την πατρίδα από τον ξένο ζυγό και να κάνει το λαό αφέντη του τόπου του.
Όσο μιλούσε, τόσο δυνάμωνε η φωνή του, που μόλις και μετά βίας ακουγότανε στην αρχή. Όλο και πιο ζεστή γινότανε η λαλιά του, όλο και πιο πυρωμένος ο λόγος του, φλόγιζε και τις καρδιές εκείνων που τον ακούγανε. Φούσκωναν τα στήθια των πιο νέων, υγραίνονταν τα μάτια των πιο ηλικιωμένων, σαν να κάτι να τους θύμιζαν. Ναι, αυτό ήταν, κάποια φωνή γνώριμη μέσα τους ακουγόταν να τους μιλεί, που σπίθισε ευθύς εξαρχής, μόλις αντιλάλησε ο αχός από κείνο τον θούριο που τραγουδούσαν και στους πολέμους του 1912- ’13, – «Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά…». Μη δα, μαύρη δεν είναι και τώρα; Έτσι λοιπόν, και τώρα «Ο Έλλην ξεσπαθώνει» να ελευθερώσει πατρίδα και λαό, που ποδοπατούνε οι νικημένοι κοκορόφτεροι νικητές και ρημάζει τον τόπο η ξένη ακρίδα. Ως πότε πια, θα μένουν τα χέρια σταυρωμένα, μπρος στη σκλαβιά και τη θανή; Όχι, δεν γίνεται αυτό. Σα δίκιο να ‘χει ο Καπετάνιος, καλά τα λόγια του και καρφώνονταν στις καρδίες και τις ψυχές τους…
.......
Τα λόγια του είχαν βαθιά απήχηση. Τρία-τέσσερα παλικάρια προσχώρησαν στις γραμμές του ΕΛΑΣ κι αύξησαν έτσι τη δύναμη της Ανταρτοομάδας σε δεκαεννιά άντρες. Το χωριό τάχτηκε με το μέρος της κι ανασύνταξε την Κοινότητα του. Τραπέζι για τα παλικάρια άρχισαν βιαστικά να ετοιμάζουν οι νοικοκυρές. Αρνήθηκαν οι αντάρτες, κι ας γουργούριζε μέσα τους η κοιλιά. Δεν έπρεπε, όπως του έδωσε με νόημα να καταλάβουν ο Άρης να τους πάρουν για λιμασμένους. Μας καρτερούν κι άλλα χωριά, έδωσε την εξήγηση ο Καπετάνιος, δε μας παίρνει ο καιρός. Ο καλός σας λόγος μας γέμισε την καρδιά. Με το ζόρι σχεδόν, σαν ήταν έτσι και δεν μπορούσαν να καθυστερήσουν τους φόρτωσαν κάνα-δυο τουρβάδια με ψωμί και με τυρί. Τους γέμισαν και κάνα δυο παγούρια με τσίπουρο. Σπουδαίο φίλεμα δεν είναι, είπαν οι χωρικοί, χρειαζούμενο όμως είναι, Σταυραετοί μας. Καλή ανατάμωση. Σταυραδέρφια αντιφώνησαν οι αντάρτες. Στην υγειά σας και στην λευτεριά όλων μας είπαν και οι δυο μαζί…
Ένας Άρης είχε τη μέρα εκείνη γεννηθεί στο άσημο ως τότε εκείνο ελληνικό χωριό. Με τ’ όνομα του καθαγιασμένο, όταν η χρεία το καλούσε από το αρχαίο Δωδεκάθεο του Όλυμπου και με πρόσβαση τη φύτρα του από το απάτητο Βελούχι του Εικοσιένα. Μήτε το ‘να μήτε τ’ άλλο είχε λαθέψει. Ο Παζαριώτης από τη Λαμία δεν είχε προδώσει μήτε τη καταγωγή του μήτε την ονομάσία του. Γινόταν νέος ενσαρκωτής και ψυχωτής της πατρίδας και του λαού της, των καημών τους και των πόθων τους, σύμβολο και αλήθεια, θρύλος και πραγματικότητα. Έτσι μολόγησαν τα κατόπινα πράματα, έτσι και τώρα ακόμα τ’ ανομολογούν.
Ένας Άρης Βελουχιώτης είχε γεννηθεί τη σημαδιακή εκείνη Κυριακή 7 Ιουνίου 1942 στη Δομνίστα που θα μείνει ιστορική. Από κει και πέρα όλο και θα ξαναγιεννιόταν μέσα στη φλόγα της αντιστασιακής και της ελευθερωτικής εποποιίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου