Πραγματοποιήθηκε, στο περιθώριο της 79ης συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η έκτη (μέσα σε μόλις δύο χρόνια) συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν. Και ενώ στο επίκεντρο της συνόδου του ΟΗΕ ήταν οι συγκρούσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, στα ελληνοτουρκικά, σύμφωνα και με την απολογιστική δήλωση του Έλληνα ΥΠΕΞ κ. Γεραπετρίτη, επανεπιβεβαιώθηκε το «θετικό κλίμα» που φάνηκε και στις προηγούμενες συναντήσεις. Στην ατζέντα της συνάντησης ήταν θέματα όπως η συνεργασία των δύο χωρών στο μεταναστευτικό (με το βλέμμα στραμμένο στην πρόσφατη απόφαση της Γερμανίας για τους συνοριακούς ελέγχους, αλλά και τον ολοένα και αυξανόμενο κίνδυνο προσφυγικών ροών από τις πολεμικές συγκρούσεις στη Μ. Ανατολή), αλλά και η οικονομική συνεργασία. Σύμφωνα με όσα ανακοινώνονται, δεν έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος για τα θέματα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Παρ’ όλα αυτά, οι δύο ηγέτες έδωσαν εντολή, πέραν των τριών πυλώνων του διαλόγου που ήδη διεξάγεται (ΜΟΕ, θετική ατζέντα, πολιτικός διάλογος), να εκκινήσουν οι διερευνητικές συζητήσεις και για το θέμα του καθορισμού των θαλάσσιων ζωνών. Τέλος, οι δύο αρχηγοί ανανέωσαν το ραντεβού τους για τον Ιανουάριο του 2025, οπότε και θα συνεδριάσει το Ανώτατο Συμβούλιο Ελλάδας-Τουρκίας, στην Άγκυρα.
Παρά τις ψευδαισθήσεις για το «θετικό κλίμα», η Τουρκία βρήκε και στη σύνοδο του ΟΗΕ μια ακόμη ευκαιρία για να θέσει με τον πλέον επίσημο τρόπο τις βασικές γραμμές των διεκδικήσεών της σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα. Μάλιστα η πρόκληση Ερντογάν, με την από του βήματος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ απαίτηση για αναγνώριση του ψευδοκράτους και αποδοχή του τετελεσμένου των δύο κρατών, ως «λύση» για το Κυπριακό, έμεινε αναπάντητη από ελληνικής πλευράς. Δεν υπήρξε κάποια αναφορά στις ομιλίες, ενώ το θέμα δεν ήταν μέρος της επίσημης ατζέντας συναντήσεων με άλλους ηγέτες (π.χ. τριμερής συνάντηση Μητσοτάκη, Χριστοδουλίδη, Μακρόν), ούτε και της κατ’ ιδίαν συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν. Η Κύπρος σαν να μην υπάρχει, σαν να είναι μια εκκρεμότητα, ανταλλάξιμη και εκχωρήσιμη σε περίπτωση κάποιας «καζάν-καζάν» διευθέτησης.
Το τίμημα της κατά φαντασίαν «αποκλιμάκωσης»
Στην κυβέρνηση επιμένουν ότι, με την πολιτική του διαλόγου, έχουν πετύχει την αποκλιμάκωση των προκλήσεων στο Αιγαίο, που ειδικά σε μια περίοδο όπως η σημερινή θα μπορούσαν να εκτραπούν ανά πάσα στιγμή σε πολεμικό επεισόδιο. Με τι αντάλλαγμα; Ας δούμε:
- Με την αποδοχή των τουρκικών ερεισμάτων στο Αιγαίο (πού είναι οι ενέργειες αμφισβήτησης του τουρκολιβυκού μνημονίου;).
- Με το συγχωροχάρτι για την εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ροών (από κράτος-διακινητής, τώρα η Τουρκία βαφτίζεται συνεργάτης).
- Με την άνευ όρων οικονομική διείσδυση της Τουρκίας, στα όρια της δορυφοροποίησης (με επίκεντρο ευαίσθητες περιοχές, όπως τα νησιά του Β.Α. Αιγαίου και ο Έβρος).
- Με την κανονικοποίηση των ευρωτουρκικών σχέσεων, χάρη σε σειρά διευκολύνσεων από την Αθήνα (βλ. βίζα σε Τούρκους πολίτες κ.λπ.), και τόσα άλλα.
Την «εργολαβία» της ελληνοτουρκικής προσέγγισης έχει αναλάβει εξολοκλήρου η οικογένεια Μητσοτάκη (στο προσκήνιο ο πρωθυπουργός και στο παρασκήνιο η πάντα δραστήρια στα εθνικά θέματα Ντόρα Μπακογιάννη). Εκτελεστικά όργανα είναι ο άνθρωπος ειδικών αποστολών ΥΠΕΞ κ. Γεραπετρίτης, και η υφυπουργός με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον κα Παπαδοπούλου, κάνοντας στην μπάντα πολιτικά πρόσωπα (βλ. Δένδιας) και υπηρεσιακούς παράγοντες που δεν ευθυγραμμίζονται πλήρως με τους σχεδιασμούς. Όλα δείχνουν πως οι οδηγίες από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού προβλέπουν κάποιας μορφής διευθέτηση εντός της τρέχουσας θητείας Μητσοτάκη-Ερντογάν (έχοντας εξασφαλίσει την συναίνεση-ανοχή του πολιτικού συστήματος, και εκβιάζοντας την αποδοχή και από την κοινωνία).
Και ενώ συμβαίνουν αυτά η Τουρκία, που έχει αναγάγει σε εθνική στρατηγική τη διεκδίκηση βαθμών ισχύος στην κόψη του ξυραφιού των γεωπολιτικών αντιθέσεων, δεν φαίνεται διατεθειμένη να κάνει πίσω στον βασικό πυρήνα των διεκδικήσεών της, που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και τη Ν.Α. Μεσόγειο. Την εκχώρηση δηλαδή από πλευράς της Ελλάδας, κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων σε μια προοπτική συνεκμετάλλευσης και συγκυριαρχίας. Το θέμα παραπέμπεται σε μελλοντική φάση του διαλόγου, ενώ στην ελληνική κοινωνία ζυμώνεται η λογική του ενδοτισμού και της δορυφοροποίησης. Κάπως έτσι η Ελλάδα μένει χωρίς διαπραγματευτικά χαρτιά, χωρίς εναλλακτικές επιλογές, σε περίπτωση που η Τουρκία επιστρέψει στην πολιτική της έντασης (η Κάσος μας το υπενθύμισε), αυτοεγκλωβιζόμενη στις συμπληγάδες ΝΑΤΟ-Τουρκίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου