Κάποτε ήταν η πέτρα του Μαθιού Πόταγα, το παγωμένο βλέμμα του Τσε, το τελευταίο βράδυ του Παλληκαρίδη. Τώρα είναι το κοντάρι του Γιαχία Σινουάρ.
Στις 17 Οκτωβρίου του 2024, ο Γιαχία Σινουάρ, μέσα σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, στη Ράφα, στην πρώτη γραμμή από το μέτωπο της Γάζας που δεν έχει γραμμές, καναδυό ορόφους πάνω από τη γη, καλυμμένος από τη σκόνη και το χώμα που σήκωσαν πρώτα μια οβίδα ενός τανκ και έπειτα μια ρουκέτα, με τους συντρόφους του σκοτωμένους δίπλα του, με τους αμάχους πολύ μακριά ώστε ακόμα και το πιο πρωτόγονο όπλο να μην μπορεί να «μπερδευτεί» και με το χέρι του κομμένο, συλλογίζεται ενώ περνάει τις τελευταίες του στιγμές στον πλανήτη. Στην τσέπη του έχει καραμέλες, ένα διαβατήριο που δε θα χρησιμοποιήσει, λίγα χαρτονομίσματα, τις προσευχές του, χαρτομάντιλα και κάτι άλλα ψιλοπράγματα που κουβαλάει (φαντάζομαι) κάποιος που πολεμάει για χρόνια, έτσι ώστε ο πόλεμος δε χωρίζεται πια από την ειρήνη.
Κάθεται λίγο σκυφτά σε μια ξηλωμένη πολυθρόνα, ενός καθιστικού που κάποτε μάλλον φιλοξενούσε μια οικογένεια, γονείς, παιδιά, καυγάδες καθημερινούς, συμφιλιώσεις, παρέες, όνειρα, έρωτες, μαθήματα και τα λοιπά. Ο θόρυβος είναι πολύς και λογικά και ο πόνος.
Τι να σκέφτεται άραγε ο Σινουάρ; Τον προφήτη; Την οικογένειά του; Τους συμπολεμιστές του και τον λαό του; Τους εχθρούς του; Τον πόνο από το κομμένο χέρι; Μήπως θυμάται αυτήν τη φράση που είχε πει, ότι υπάρχουν δύο μέρες στη ζωή ενός ανθρώπου, εκείνη που θα ζήσει και κανείς δεν μπορεί να τον σκοτώσει και εκείνη που θα πεθάνει και κανείς δεν μπορεί να τον σώσει; Μισεί ή αγαπά, φοβάται ή ελπίζει περισσότερο εκείνα τα λεπτά που η ζωή φεύγει; Πώς του φαίνεται ο θάνατος που ήξερε ότι τον περίμενε και που τον προσδοκούσε; Ο θάνατος του μαρτυρίου; Του περνάει από το μυαλό ότι έξω από το γκέτο, πιο πέρα από τη θάλασσα, κάποιοι ίδιοι με αυτόν κάνουν τα μεσημεριανά τους ψώνια, παίρνουν έναν υπνάκο, πασχίζουν για την καριέρα τους, ερωτοτροπούν, γεννιούνται ή πεθαίνουν σε ένα νοσοκομείο;
Ένα drone, με μια κάμερα τού ταράζει τις τελευταίες στιγμές. Είναι του κατακτητή ή μάλλον είναι ο ίδιος ο κατακτητής που έρχεται να εισβάλει για να καταγράψει και να βεβαιώσει. Δεν έχει έναν άνθρωπο απέναντί του για να κοιτάξει αλλά ξέρει ότι πίσω από την κάμερα κοιτά ο δυνάστης. Μιας και έχει ακόμα ένα καλό χέρι, αρπάζει ένα κοντάρι το ζυγιάζει όσο μπορεί και το πετάει σε αυτό που είναι ο κατακτητής.
Του Kamal Sharaf, Υεμένη
Κάποτε ήταν η πέτρα του Μαθιού Πόταγα, το παγωμένο βλέμμα του Τσε, το τελευταίο βράδυ του Παλληκαρίδη. Τώρα είναι το κοντάρι του Γιαχία Σινουάρ. Πιο παλιά ακόμα (όπως μας θύμισε ο Διονύσης Καλλιντέρης) ήταν ο Κυναίγειρος του Ευφορίονος, ο αδελφός του ποιητή Αισχύλου, ο οποίος άρπαξε την πρύμνη ενός περσικού καραβιού για να εμποδίσει τον απόπλου του. Ο Πέρσης που ήτανε εκεί, φοβισμένος μην και αναγκαστεί να μείνει και σκοτωθεί, του έκοψε τα χέρια με τσεκούρι. Τότε αυτός, όπως μαρτυρείται, όρμηξε να κρατήσει το καράβι με τα δόντια. Ανάμεσα σε αυτούς, πριν και μετά, τόσες και τόσοι, ένας ατελείωτος στρατός, που όλο και μεγαλώνει.
Ο άνθρωπος είναι ένα περίεργο είδος. Όχι μάλλον το καλύτερο αλλά αυτό δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί είναι αυτό που είναι. (Τουλάχιστον μέχρι να αποφασίσουμε να ακολουθήσουμε τον Σαμ Άλτμαν στην τεχνοδυστοπία του).
Ο Σινουάρ πριν πολλά χρόνια θα μπορούσε να έχει γίνει κάτι άλλο. Θα μπορούσε να είχε προσπαθήσει τουλάχιστον να ζήσει ήσυχα (όσο γίνεται στη Γάζα) μεγαλώνοντας μέσα στην κατοχή που έδειχνε τότε ανίκητη. Να μη σηκώσει όπλο και να ελπίζει ότι δεν θα τον κάψει κάποια βόμβα ή δε θα τον εκτελέσει κάποιος ελεύθερος σκοπευτής ή δε θα τον βασανίζει κάποιος ανακριτής. Κάποιος δαίμονας μέσα του (κατά την αρχαιοελληνική έννοια) τον έκανε να πάρει έναν δρόμο του οποίου το τέλος το ήξερε. Αλλά μήπως, κάθε δρόμος που παίρνουμε, μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον, δεν έχει ένα τέλος;
Εκείνα τα λίγα λεπτά πριν το τέλος, που ο πολεμιστής πολεμά ακόμα και με το ένα μόνο χέρι απέναντι στον κατακτητή και στις μηχανές του, συμπυκνώνουν το πιο βαθύ υπαρξιακό δράμα της ανθρώπινης φύσης. Ο πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος (κάποτε ο Τσε κατά τον Σαρτρ) είναι ο κάθε ετοιμοθάνατος Σινουάρ. Όλες οι ιδέες του, τα πάθη του, τα συναισθήματά του, οι σκέψεις του, οι πράξεις, οι αγώνες του μαζεύονται σε μια τελευταία στιγμή λεβεντιάς που χτυπάει τον εχθρό του στην καρδιά, ενώ σηκώνει τον ίδιο πιο ψηλά από το εδώ και από το τώρα.
Αυτή η κίνηση είναι μια μεγάλη αφαίρεση: η ιστορία (η οποία δεν έχει τίποτα μεταφυσικό αλλά είναι αυτό στο οποίο μετέχουμε όλες και όλοι γνωρίζοντας ότι μετέχουμε) εμφανίζεται στην πλέον αγνή διάκρισή της: οι από εδώ και οι από εκεί της λεβεντιάς.
Μετά, χρόνια μετά, μπορεί τα όρια να θολώσουν. Όταν οι Παλαιστίνιοι θα είναι ελεύθεροι, όταν οι υποστηρικτές των σιωνιστών θα έχουν γίνει υποστηρικτές κάποιου άλλου εκκολαπτόμενου ή παροντικού τυράννου, όταν οι χρηματοδότες της γενοκτονίας θα προσφέρουν φτηνά δάνεια στους αγωνιστές της αντίστασης ή στα παιδιά τους (αν φυσικά ο κόσμος δεν έχει υποστεί ένα ολοκαύτωμα ως τότε), οι γραμμές θα έχουν γίνει ασαφείς. Όχι οι γραμμές του μετώπου των μαχών πια αλλάοι γραμμές της ιστορίας.(Το μάθαμε και το είδαμε στον Ελληνισμό αυτό.)Ο Σινουάρ τότε θα αποκαλείται «αμφιλεγόμενος» και ίσως να γίνει και ταινία. Θα είναι μια πλατεία στην οποία θα συναντιέται κόσμος ο οποίος ευτυχώς δε θα έχει γνωρίσει πόλεμο. Μέχρι τότε μας έδωσε μια αφαίρεση για να ξέρουμε πού είναι ο καθένας. Μια πράξη λεβεντιάς που σήκωσε τον άνθρωπο πιο ψηλά, για όσο άντεχε το ένα του χέρι.
Κατόπιν, οι πάνοπλοι στρατιώτες μαζεύτηκαν γύρω του, τον κοίταξαν καλά, τον φωτογράφησαν, έκοψαν το δείκτη του χεριού του και ανακοίνωσαν ότι σκοτώθηκε. Η ζωή όμως ενίοτε (όχι συχνά) έχει μια δικαιοσύνη. Ο τιποτένιος Μπίμπι (τιποτένιος όπως κάθε φασίστας) βγήκε και ανακοίνωσε ότι είναι η αρχή του τέλους του πολέμου στη Γάζα, καλώντας τους Παλαιστινίους να παραδοθούν και υποσχόμενος ότι αν το κάνουν, θα δείξει έλεος. Και έτσι έδειξε ακόμα πιο ουτιδανός. Το ίδιο περίπου και ο Μπάιντεν που με τη νεολαία του λαού του να τον απεχθάνεται (ή τουλάχιστον τα πιο ελπιδοφόρα τμήματά της) βγήκε να πάρει μερίδιο. Μερίδιο από τι άραγε; Όποιος είδε τις τελευταίες στιγμές του Σινουάρ (και τις είδαν πολλές και πολλοί) κατάλαβαν αμέσως τη μαχαιριά στην καρδιά του κτήνους. Όποιος έχει ανοίξει ένα βιβλίο ιστορίας ξέρει ότι αυτές είναι οι ιστορίες που γεννούν χιλιάδες νέες και νέους αγωνιστές.
Στο βιβλίο του Ζαν Κορμπέ για τον Τσε, στο οπισθόφυλλο γράφει ότι οι Ινδιάνοι λένε πως οι κυνηγημένοι θεοί των Ίνκας είναι κρυμμένοι στις πέτρες, περιμένοντας καλύτερες μέρες να ξανάρθουν. Οι κατακτητές επειδή φοβούνται μάλλον τους λαούς επιδεικνύουν πάντα τα νεκρά σώματα των επαναστατημένων και μάλιστα συνήθως τα ακρωτηριάζουν ή τα ατιμάζουν όπως μπορούν. Και εκείνοι σηκώνονται ακόμα ψηλότερα γιατί η λεβεντιά έχει κάτι το αυταπόδεικτο και το αυτονόητο που άλλον τον γεμίζει με θαυμασμό και άλλον με φθόνο.
ΦΩΤ: Η τελευταία εικόνα του Γιαχία Σινουάρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου