Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική (απόσπασμα)


Νίκος Καζαντζάκης


Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.
Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.
[...]

Η ΣΙΓΗ
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.
Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.
Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.
Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τί νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.
Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.
Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.
Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.
Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:
Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής· δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!
Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο — θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα· γίνεται χορός.
Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!
Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.
Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας· πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.
Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.
Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!
Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.
Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.
Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:
Πιστεύω ς’ ένα Θεό, ακρίτα, διγενή, στρατευόμενο, πάσχοντα, μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ’ ακρότατα σύνορα, στρατηγό αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δύναμις, τις ορατές και τις αόρατες.
Πιστεύω στ’ αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πηρέ ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω πίσω από την απαυτή ροη του την ακατάλυτη νεότητα.
Πιστεύω στον άγρυπνο βαρύν αγώνα του, που δαμάζει και καρπίζει την υλη· τη ζωοδόχα πηγή φυτών, ζώων κι ανθρώπων.
Πιστεύω στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο αλώνι, όπου μέρα και νύχτα παλεύει ο Ακρίτες με το θάνατο.
«Βοήθεια!» κράζεις, Κύριε. «βοήθεια!» κράζεις, Κύριε, κι ακούω.
Μέσα μου οι πρόγονοι κι απόγονοι κι οι ράτσες όλες, κι όλη η γης, καούμε με τρόμο, με χαρά, την κραυγή σου.
Μακάριοι όσοι ακούν και χύνονται να σε λυτρώσουν, Κύριε, και λεν: «εγώ και συ μονάχα υπάρχουμε.»
Μακάριοι όσοι σε λύτρωσαν, σμίγουν μαζί σου, Κύριε, και λεν: «εγώ και συ είμαστε ένα.»
Και τρισμακάριοι όσοι κρατούν, και δε λυγούν, επάνω στους ώμους τους, το μέγα, εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό:
Και το ένα τούτο δεν υπάρχει!
Τέλος

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική. Salvatores Dei, χ.ε.ο., Αθήνα 1962, σ. 9-10 & 91-95]
-------------------------------------------------------------------
Σημείωση: Σαν σήμερα, 26/10 το 1957, έφυγε από τη ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου