Συντάκτης: Διότιμος C
Υποκλινόμαστε σ' αυτή τη μεγάλη μορφή που από το 1920 έγινε πρωτεργάτρια για τα δικαιώματα των γυναικών και με ανεξάντλητη αντοχή, γενναιότητα, αξιοπρέπεια και σταθερότητα στάθηκε αταλάντευτη στο πλευρό του λαού δείχνοντας εμπιστοσύνη στη δύναμή του. Γόνος αστικής οικογένειας, είχε όλες τις προϋποθέσεις να ακολουθήσει λαμπρή καριέρα, να γίνει το χαϊδεμένο παιδί του αστικού συστήματος, να έχει μια ζωή χαρισάμενη. Συμπαρατάχθηκε όμως με τους κομμουνιστές και πρωτοστάτησε στον αγώνα τους για μια νέα κοινωνία. Πρόσφερε τη γνώση της στη μελέτη των προβλημάτων της εποχής της από τη σκοπιά των κατατρεγμένων, των καταπιεσμένων με ποιο αντάλλαγμα; Τις συνεχείς διώξεις φυλακές και εξορίες σε Χίο, Τρίκερι, Μακρόνησο, από την εποχή του Πάγκαλου μέχρι την Απριλιανή δικτατορία.
Το 1917 γίνεται μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου κι εκεί έρχεται σε επαφή με το Δημήτρη Γληνό, τον Κώστα Σωτηρίου, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Κώστα Βάρναλη, την Έλλη Αλεξίου, το Νίκο Πλουμπίδη τον Γιάννη Ζεύγο και την Καίτη Ζεύγου, οι οποίοι επηρεασμένοι από τη μαρξιστική ιδεολογία θα οδηγήσουν τον εκπαιδευτικό όμιλο σε διαφορετική κατεύθυνση από την αρχική.
Τη δεκαετία του 1920 ιώκεται κατά τα “Μαρασλειακά” και επιστρέφει στην εκπαίδευση το 1934 στο Κιλκίς και γίνεται η πρώτη Γυναίκα Γυμνασιάρχης. Το 1936 αποπέμπεται και πάλι από την εκπαίδευση αναλαμβάνει το Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών για καθυστερημένα παιδιά. Στην κατοχή η “κόκκινη δασκάλα” αγωνίζεται ώστε να σωθούν τα παιδιά από την πείνα και την αμορφωσιά. Γίνεται ιδρυτικό μέλος της ΕΠΟΝ και αντάρτισσα του ΕΠΑΣ με ένα δισάκι στον ώμο γεμάτο βιβλία, τετράδια και σημειώσεις, ενώ το 1944 φεύγει με εντολή της ΠΕΕΑ για την Ελεύθερη Ελλάδα, διευθύνει το Φροντιστήριο της Τύρνας και συγγράφει τα αναγνωστικά της Φ' Δ'. Ε' και ΣΤ' τάξης. Το χειμώνα του '49 μεταφέρεται αλυσοδεμένη μαζί με άλλες κρατούμενες στο Στρατηγείο Κεντρικής Ελλάδας (ΣΚΕ) στη Λάρισα, όπου μετά από σκληρά βασανιστήρια και απομόνωση οδηγείται στη Μακρόνησο.
Μέχρι το τέλος της ζωής της, μόνιμη έγνοια της σκέψης και της δράσης της ήταν η υπεράσπιση του σοσιαλισμού που γνώρισε η ανθρωπότητα, η πάλη για την κατάργηση της εκμετάλλευσης, για έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων.
ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
Έλα, τεχνίτη μαρμαρά, που φτιάχνεις τα μνημεία:
θέλω ένα μνήμα αθάνατο να στήσω στην Αθήνα,
να ΄ναι όλο ορμή για λευτεριά, να ΄ναι όλο μεγαλείο
κι αντρειά κι ανταρτοπόλεμο, να παρασταίνει Ελλάδα.
Κι άκου από με το σχέδιο, πως θέλω να το κάμεις:
Πάνω σε βράχο ορθόγκρεμο να ορμάει μια νέα γυναίκα,
να ορμάει να ρίξει στο γκρεμό μια πέτρα που τη φέρνει
επάνω απ' το κεφάλι της και με τα δυο της χέρια.
Πρόσεξε, τούτη η θηλυκιά μορφή να 'ναι αντρειωμένη,
με νεύρωμα και ψύχωμα, σαν να 'ναι απ΄ τα βουνά μας,
μάνα σεμνή, ψιλόλιγνη, κορμί βασανισμένο,
μα φτερωμένο απ΄ τ' άχτι του κι από τη λευτεριά του.
καθώς ορμάει, μαντήλι της και φούστα ν΄ ανεμίζουν.
Πιο πίσω πλάσε ακόμα δυο μορφές χοντροκομμένες,
σκυφτές στη γη να πάρουνε πέτρες κι αυτές να ρίξουν.
Αυτές ας είναι πιο μικρές κι άπλαστες, τόσο μόνον
όσα πολλά μηδενικά, να δείχνουνε το πλήθος.
Τώρα στη ρίζα του γκρεμού και στου μνημείου τη βάση
πλάσε ένα πλήθος στριμωχτό αιμόχαρους βαρβάρους,
απ΄ όλους όσους πάτησαν το χώμα της Ελλάδας,,
Περσιάνους, Ούννους, Τόρηδες και Γιάνκηδες, κι ακόμα
κι έναν με μούτρο ελληνικό παρέα τους, προδότη.
Αυτοί να θέλουν ν' ανεβούν να πάρουνε το κάστρο,
μ΄ απ τη μορφή που ορμάει ψηλά σηκώνοντας την πέτρα
ρίγος να νιώθει ο θεατής απ΄ τη μεγαλοσύνη
την τραγικιά, όταν τ΄ όμορφο με τ΄ άσκημο παλεύει.
Τέτοιο μνημείο κάνε μου, τεχνίτη, αν πιάσει ο νους σου
την ομορφιά, τη λευτεριά και της ζωής το πάθος,
ακόμη αν δε σε χτύπησε με τη χρυσόβεργά της
η Κίρκη της πολιτικής και της διπλωματίας.
Μα πρόσεξε, η γυναίκα αυτή που πολεμάει, να 'ναι όμοια
με μια γυναίκα του λαού, γυναίκα της Ελλάδας
ξερακιανή, ξυπόλυτη και κουρελοντυμένη,
μα φτερωτή σαν αητός και λυγερή σαν φλόγα,
με φοβερό το βήμα της σαν πήδημα θανάτου,
με ολόλαμπρο της λευτεριάς στεφάνι στα μαλλιά της.
την ομορφιά, τη λευτεριά και της ζωής το πάθος,
ακόμη αν δε σε χτύπησε με τη χρυσόβεργά της
η Κίρκη της πολιτικής και της διπλωματίας.
Μα πρόσεξε, η γυναίκα αυτή που πολεμάει, να 'ναι όμοια
με μια γυναίκα του λαού, γυναίκα της Ελλάδας
ξερακιανή, ξυπόλυτη και κουρελοντυμένη,
μα φτερωτή σαν αητός και λυγερή σαν φλόγα,
με φοβερό το βήμα της σαν πήδημα θανάτου,
με ολόλαμπρο της λευτεριάς στεφάνι στα μαλλιά της.
Βασίλης Ρώτας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου