Η συμφωνία στην οποία είχε καταλήξει η ελληνική κυβέρνηση και οι πιστωτές της στη συνεδρίαση του Eurogroup του Μαΐου 2016 προέβλεπε ότι μετά τη νομοθέτηση και εφαρμογή σκληρών δημοσιονομικών μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση θα ακολουθούσε μια σειρά παρεμβάσεων στο χρέος με σκοπό την αναδιάρθρωσή του.
Ειδικότερα, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης θα ετίθεντο σε εφαρμογή ορισμένα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης (όπως και συνέβη) και ακολούθως με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα συγκεκριμενοποιούνταν ορισμένα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους με σκοπό να καταστήσουν βιώσιμες τις τρέχουσες και μελλοντικές υποχρεώσεις εξυπήρετησής του, ειδικά μετά τη λήξη του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018.
Οι εν λόγω παρεμβάσεις συνιστούν μεν μια μορφή αναδιάρθρωσης, ωστόσο δεν φαίνεται να βοηθούν καθοριστικά στην αποκατάσταση της βιωσιμότητάς του μακροπρόθεσμα. Αντίθετα εκείνο που θα συνέβαλε οριστικά στην κατεύθυνση αυτή είναι η ελάφρυνσή του με τη μορφή κουρέματος.
Η επιλογή αυτή, κυρίως με τη μορφή του ονομαστικού κουρέματος, έχει αποκλειστεί από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, με το βασικό επιχείρημα ότι μια τέτοια ενέργεια έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο της Ε.Ε. Με μια πιο προσεκτική ματιά, όμως, η θέση αυτή δεν φαίνεται να είναι απολύτως ορθή.
Σύμφωνα με το άρθρο 125 ΣΛΕΕ (Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης), η Ενωση καθώς και τα κράτη-μέλη δεν ευθύνονται για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κεντρικές κυβερνήσεις. Πρόκειται για την περίφημη «ρήτρα μη διάσωσης» (no bail-out clause).
Ωστόσο το Δικαστήριο της Ε.Ε., στην υπόθεση Prinlge (2012) η οποία αφορούσε τη συμβατότητα του ΕΜΣ με τις Συνθήκες, αποφάνθηκε ότι η εν λόγω διάταξη έχει σκοπό να διασφαλίσει πως τα κράτη-μέλη ακολουθούν υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές, που με τη σειρά τους οδηγούν στη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της νομισματικής ένωσης.
Επομένως, η λειτουργία του ΕΜΣ δεν θεωρήθηκε αντίθετη στο δίκαιο της Ε.Ε. εφόσον εκπληρώνονται δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η ενεργοποίηση της χρηματοοικονομικής συνδρομής από τον μηχανισμό να αποσκοπεί στη διασφάλιση της σταθερότητας της νομισματικής ένωσης και, δεύτερον, η βοήθεια αυτή να υπάγεται σε ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις.
Η συγκεκριμένη ερμηνεία που προέκρινε το ΔΕΕ αποτελεί τη βάση της επιχειρηματολογίας όσων υποστηρίζουν ότι δεν ορθώνονται νομικά εμπόδια, από τη σκοπιά του δικαίου της Ε.Ε., στην πιθανότητα ενός κουρέματος χρέους.
Πρέπει να τονιστεί ότι στην περίπτωση ενός (εθελοντικού) κουρέματος τα κράτη-μέλη διατηρούν πάντα τον έλεγχο επί των μεμονωμένων απαιτήσεών τους έναντι του δανειζόμενου κράτους-μέλους. Το αν θα δεχθούν ή όχι ένα κούρεμα και υπό ποιους όρους αποτελεί κυριαρχική τους απόφαση, η οποία δεν είναι δυνατό να επηρεαστεί από το υπερχρεωμένο κράτος-μέλος.
Επίσης, μια πιθανή ελάφρυνση χρέους δεν οδηγεί με βεβαιότητα σε υπαναχώρηση από μελλοντικές υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές, αποδυναμώνοντας έτσι το επιχείρημα του λεγόμενου «ηθικού κινδύνου», τον κίνδυνο δηλαδή ότι με την παροχή ελάφρυνσης χρέους σε ένα κράτος-μέλος αυτομάτως εκείνο θα περιορίσει την προσπάθεια εφαρμογής των πολιτικών αυτών.
Ενα κούρεμα όμως σε αυτή την περίπτωση δεν λαμβάνει χώρα άνευ όρων, αλλά μπορεί να παρέχεται βαθμηδόν, όπως ακριβώς η χρηματοδοτική βοήθεια στο τρέχον αλλά και στα προηγούμενα προγράμματα (αξιολογήσεις επί των μεταρρυθμίσεων και των αποτελεσμάτων των στόχων και μετά εκταμίευση των δόσεων), και κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις.
Υπό τον όρο αυτόν, δεν υπάρχει κανένας σημαντικός κίνδυνος να δημιουργηθούν κίνητρα στο δανειζόμενο κράτος-μέλος να αποφύγει τις υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές. Eπιπλέον η περίπτωση κουρέματος χρέους, τουλάχιστον όσον αφορά την Ελλάδα, δεν θα αποτελεί ένα μεμονωμένο μέτρο, αλλά περισσότερο το τελευταίο στάδιο ενός εκτενούς και περίπλοκου προγράμματος χρηματοδοτικής βοήθειας, που έχει ως τελικό στόχο να της επιτρέψει να αντισταθεί στις ανταγωνιστικές πιέσεις εντός της νομισματικής ένωσης.
Η εν λόγω απόφαση από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα συνιστούσε ένα έσχατο, ίσως, βήμα στην κατεύθυνση λύσης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, εφόσον όμως αποτελεί μέρος ενός προγράμματος χρηματοδοτικής βοήθειας, το οποίο αφενός θα συνδέεται με την εκπλήρωση των απαραίτητων οικονομικών μεταρρυθμίσεων από το δανειζόμενο κράτος-μέλος, ενδεχομένως και με επιπλέον όρους και προϋποθέσεις, και αφετέρου δεν θα δημιουργεί κανέναν κίνδυνο για υπαναχώρησή του από μελλοντικές υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές.
Ετσι φαίνεται να μην παραβιάζονται οι όροι που θέτει το άρθρο 125 ΣΛΕΕ, καθώς επίσης εξακοντίζεται και ο «ηθικός κίνδυνος», κάτι το οποίο συνιστά θεμελιώδη λόγο ανησυχίας εκ μέρους των κρατών-μελών του ευρωπαϊκού Βορρά.
Το ερώτημα σχετικά με το αν ένα ενδεχόμενο κούρεμα εκ μέρους των πιστωτών είναι οικονομικά σκόπιμο, παραμένει αμφιλεγόμενο και απαιτεί πολιτική απάντηση. Το δίκαιο της Ε.Ε. ωστόσο δεν εμποδίζει την εν λόγω προσέγγιση επίλυσης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Τα καλά νέα είναι πως το ζήτημα αυτό τουλάχιστον παραμένει ανοιχτό στον δημοκρατικό διάλογο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου