Του Διονύση Ελευθεράτου
Έλεος, πια… Από την 29η Μαΐου, κάθε ημέρα και κάθε βράδυ τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης βομβαρδίζουν το κοινό τους με... το ίδιο κλισέ: «Ό,τι κι αν πιστεύει κανείς για τον τεθνεώτα Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τη συνολική πολιτική του, υποχρεούται να του αναγνωρίσει την οξυδέρκεια που επέδειξε ως προς τα δημοσιονομικά». Συχνότατα έπεται η επωδός που ήταν μόνιμη στα χείλη του ίδιου του Κων. Μητσοτάκη: Πως αν είχε κυβερνήσει «μερικά ακόμη χρόνια, η χώρα δεν θα είχε φθάσει έως εδώ». Διότι ο επίτιμος θα είχε νοικοκυρέψει, αν μη τι άλλο, τα οικονομικά… Ποιος; Ο άνθρωπος που «πρόλαβε» να αυξήσει το ποσοστό του δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ κατά σαράντα – και πλέον- εκατοστιαίες μονάδες, σε 3,5 έτη πρωθυπουργικής θητείας!
Στην περίπτωση του Κων. Μητσοτάκη δεν χρειάστηκε να επενεργήσει κανένας κανόνας εξ όσων υπαγορεύουν αβρότητα μέχρι του σημείου να αποσιωπούνται δυσάρεστα στοιχεία, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, όταν αποτιμάται το έργο ενός σημαντικού αστού πολιτικού που έφυγε από τη ζωή. Ο επίτιμος απολάμβανε αυτήν την ευτυχία, αυτή τη μακαριότητα, πολλά χρόνια προτού γίνει μακαρίτης. Σε κάθε του παρέμβαση ή συνέντευξη, από την προ μνημονίων εποχή ήδη, το ίδιο έλεγε, με την ίδια εμμονή και κατηγορηματικότητα: Ότι θα είχε νοικοκυρέψει τα οικονομικά, αν δεν τον ανέτρεπαν πρόωρα…
Ε, δεν θυμόμαστε να βρέθηκε ένας δημοσιογράφος που να τον κάλεσε – ευγενικά μεν, καθαρά δε- να εξηγήσει πώς στην ευχή συμβιβαζόταν η εν λόγω αυτάρεσκη σιγουριά με όσα έγιναν επί των ημερών του. Ένας βρε αδελφέ, έστω κι ένας, έτσι για να «έσπαγε η μονοτονία» (αν υπήρξε και δεν υπέπεσε στην αντίληψή μας, ας μας συγχωρήσει). Όλοι αδαείς ή αδιάβαστοι ήταν ή τους αδαείς παρίσταναν. Ας υποθέσει ο αναγνώστης σε ποιο βαθμό μπορεί να ίσχυε το ένα και σε ποιον το άλλο.
Επειδή, λοιπόν, στην Ελλάδα δεν είσαι μόνον ό,τι δηλώσεις αλλά και ό,τι θέλουν μερικοί «βαρόνοι» της «ενημέρωσης» να φαίνεσαι, σταθεροποιήθηκε για τα καλά η εικόνα του Κων. Μητσοτάκη ως του κατ’ εξοχήν πολιτικού που θα εμπόδιζε τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της οικονομίας, ανεξαρτήτως κοινωνικού κόστους. Ενός κόστους που, όσο μεγάλο κι αν θα απέβαινε, θα ήταν απείρως προτιμότερο από την τραγωδία του 2010 και εντεύθεν.
Ε, λοιπόν, ως εδώ και μη παρέκει… Ας τελειώνουμε με τις ανοησίες που αναπαράγουν άσχετοι και υποκριτές, δίνοντας το λόγο πρώτα στα στοιχεία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας («Η Ελληνική Οικονομία 1960-1997» Αθήνα 1998).
Το 1989, το ποσοστό δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ, ήταν 69,9%. Στις 11 Απριλίου του 1990 σχηματίστηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το έτος εκείνο «έκλεισε» με δημόσιο χρέος 80,7%. Σχεδόν 11 εκατοστιαίες μονάδες παραπάνω, «με το καλημέρα».
Η αύξηση ήταν ήδη σοβαρότατη, για τα μέτρα της εποχής. Στην τετραετία 1986 – 1989, δηλαδή έπειτα από το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» της κυβέρνησης Α. Παπανδρέου (1985) και έως το … ποικιλοτρόπως ταραγμένο ’89, το ποσοστό του δημόσιου χρέους είχε ανέβει από το 55,9% στο 69,9%. Παρουσίαζε δε μικρότερους ρυθμούς ανόδου από το 1987 (τότε ήταν 62,2%). Αλλά το 1990 τινάχτηκε σαν ελατήριο…
Το μητσοτακικό ελατήριο, στα έτη 1991 και 1992 έφερε το ποσοστό του χρέους στο 83,3% και 89,% αντίστοιχα. Και κατόπιν το έκανε… πύραυλο! Στα 111,6% βρέθηκε το δημόσιο χρέος στο 1993, έτος κατά το οποίο επίσης κυβέρνησε ο… μεγάλος νοικοκύρης, με εξαίρεση το τελευταίο τρίμηνο (παρά ένα δεκαήμερο, για την ακρίβεια).
Έλεος, πια… Από την 29η Μαΐου, κάθε ημέρα και κάθε βράδυ τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης βομβαρδίζουν το κοινό τους με... το ίδιο κλισέ: «Ό,τι κι αν πιστεύει κανείς για τον τεθνεώτα Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τη συνολική πολιτική του, υποχρεούται να του αναγνωρίσει την οξυδέρκεια που επέδειξε ως προς τα δημοσιονομικά». Συχνότατα έπεται η επωδός που ήταν μόνιμη στα χείλη του ίδιου του Κων. Μητσοτάκη: Πως αν είχε κυβερνήσει «μερικά ακόμη χρόνια, η χώρα δεν θα είχε φθάσει έως εδώ». Διότι ο επίτιμος θα είχε νοικοκυρέψει, αν μη τι άλλο, τα οικονομικά… Ποιος; Ο άνθρωπος που «πρόλαβε» να αυξήσει το ποσοστό του δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ κατά σαράντα – και πλέον- εκατοστιαίες μονάδες, σε 3,5 έτη πρωθυπουργικής θητείας!
Στην περίπτωση του Κων. Μητσοτάκη δεν χρειάστηκε να επενεργήσει κανένας κανόνας εξ όσων υπαγορεύουν αβρότητα μέχρι του σημείου να αποσιωπούνται δυσάρεστα στοιχεία, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, όταν αποτιμάται το έργο ενός σημαντικού αστού πολιτικού που έφυγε από τη ζωή. Ο επίτιμος απολάμβανε αυτήν την ευτυχία, αυτή τη μακαριότητα, πολλά χρόνια προτού γίνει μακαρίτης. Σε κάθε του παρέμβαση ή συνέντευξη, από την προ μνημονίων εποχή ήδη, το ίδιο έλεγε, με την ίδια εμμονή και κατηγορηματικότητα: Ότι θα είχε νοικοκυρέψει τα οικονομικά, αν δεν τον ανέτρεπαν πρόωρα…
Ε, δεν θυμόμαστε να βρέθηκε ένας δημοσιογράφος που να τον κάλεσε – ευγενικά μεν, καθαρά δε- να εξηγήσει πώς στην ευχή συμβιβαζόταν η εν λόγω αυτάρεσκη σιγουριά με όσα έγιναν επί των ημερών του. Ένας βρε αδελφέ, έστω κι ένας, έτσι για να «έσπαγε η μονοτονία» (αν υπήρξε και δεν υπέπεσε στην αντίληψή μας, ας μας συγχωρήσει). Όλοι αδαείς ή αδιάβαστοι ήταν ή τους αδαείς παρίσταναν. Ας υποθέσει ο αναγνώστης σε ποιο βαθμό μπορεί να ίσχυε το ένα και σε ποιον το άλλο.
Επειδή, λοιπόν, στην Ελλάδα δεν είσαι μόνον ό,τι δηλώσεις αλλά και ό,τι θέλουν μερικοί «βαρόνοι» της «ενημέρωσης» να φαίνεσαι, σταθεροποιήθηκε για τα καλά η εικόνα του Κων. Μητσοτάκη ως του κατ’ εξοχήν πολιτικού που θα εμπόδιζε τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της οικονομίας, ανεξαρτήτως κοινωνικού κόστους. Ενός κόστους που, όσο μεγάλο κι αν θα απέβαινε, θα ήταν απείρως προτιμότερο από την τραγωδία του 2010 και εντεύθεν.
Ε, λοιπόν, ως εδώ και μη παρέκει… Ας τελειώνουμε με τις ανοησίες που αναπαράγουν άσχετοι και υποκριτές, δίνοντας το λόγο πρώτα στα στοιχεία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας («Η Ελληνική Οικονομία 1960-1997» Αθήνα 1998).
Το 1989, το ποσοστό δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ, ήταν 69,9%. Στις 11 Απριλίου του 1990 σχηματίστηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το έτος εκείνο «έκλεισε» με δημόσιο χρέος 80,7%. Σχεδόν 11 εκατοστιαίες μονάδες παραπάνω, «με το καλημέρα».
Η αύξηση ήταν ήδη σοβαρότατη, για τα μέτρα της εποχής. Στην τετραετία 1986 – 1989, δηλαδή έπειτα από το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» της κυβέρνησης Α. Παπανδρέου (1985) και έως το … ποικιλοτρόπως ταραγμένο ’89, το ποσοστό του δημόσιου χρέους είχε ανέβει από το 55,9% στο 69,9%. Παρουσίαζε δε μικρότερους ρυθμούς ανόδου από το 1987 (τότε ήταν 62,2%). Αλλά το 1990 τινάχτηκε σαν ελατήριο…
Το μητσοτακικό ελατήριο, στα έτη 1991 και 1992 έφερε το ποσοστό του χρέους στο 83,3% και 89,% αντίστοιχα. Και κατόπιν το έκανε… πύραυλο! Στα 111,6% βρέθηκε το δημόσιο χρέος στο 1993, έτος κατά το οποίο επίσης κυβέρνησε ο… μεγάλος νοικοκύρης, με εξαίρεση το τελευταίο τρίμηνο (παρά ένα δεκαήμερο, για την ακρίβεια).
Για κάθε ιδιωτικοποίηση, μια εκατοστιαία μονάδα δημόσιου χρέους…
Χρειαζόταν ασφαλώς μεγάλη… προσπάθεια, για να εκτοξευθεί το χρέος κατά 22,6 εκατοστιαίες μονάδες στα ¾ ενός μόλις έτους. Εκείνου, μάλιστα, του έτους, κατά το οποίο το κράτος υποτίθεται πως θα έδρεπε τους καρπούς της περιλάλητης «βαλκανιο – θατσερικής» πολιτικής Μητσοτάκη (ιδιωτικοποιήσεις, απαλλαγή του δημοσίου από «προβληματικές επιχειρήσεις», κλπ).
Διαβάζαμε ένα στατιστικό στοιχείο, σύμφωνα με το οποίο επί κυβέρνησης Μητσοτάκη ιδιωτικοποιήθηκαν, με την «άλφα» ή τη «βήτα» μορφή, 111 συνολικά επιχειρήσεις. Βρίσκουμε χαριτωμένη τη σύμπτωση, από συμβολικής πλευράς: Ο «μεγάλος νοικοκύρης» παρέδωσε μια εκατοστιαία μονάδα χρέους, για κάθε ιδιωτικοποίηση που έκανε.
Αν ρωτήσεις δέκα ακραιφνείς μητσοτακικούς ποια περίοδος, ποιος πρωθυπουργός ευθύνεται κυρίως για τη διόγκωση του δημόσιου χρέους, θα σου απαντήσουν οι… δεκαπέντε (διότι θα πεταχτούν και πέντε «σοσιαλφιλελέδες», της μητσοτακικής «κεντροαριστεράς») χωρίς κανένα δισταγμό: «Μα φυσικά ο Ανδρέας Παπανδρέου, ιδίως της πρώτης τετραετίας, με την μεγέθυνση του Δημοσίου, την αύξηση κοινωνικών δαπανών, κλπ». Έλα όμως που στην πρώτη, την «απλόχερη» τετραετία του ΠΑΣΟΚ το χρέος αυξήθηκε κατά 20,2 εκατοστιαίες μονάδες, αλλά πάνω από τις διπλάσιες (για την ακρίβεια, 41,7) «αυγάτισε» στα 3,5 έτη της διακυβέρνησης Μητσοτάκη…
Το επαναλαμβάνουμε για να εμπεδώσουν οι «φιλελέδες» κάθε απόχρωσης και ταυτότητας: Όσες εκατοστιαίες μονάδες αυξήθηκε το δημόσιο χρέος στην πρώτη «παπανδρεϊκή» τετραετία (ήταν 34,5% το 1981 και ανέβηκε στο 54,7% το 1985), τόσες- συν δυο και κάτι «ψιλά» – «ψήλωσε» μόνο στην τελευταία «μητσοτακική» χρονιά. Κάτι ακόμη: Στην επταετία που κύλησε από την απαρχή της περιόδου ΠΑΣΟΚ μέχρι και το 1988, δηλαδή έως το τελευταίο ολόκληρο έτος «παπανδρεϊκής» διακυβέρνησης, το χρέος ανέβηκε 32,3 εκατοστιαίες μονάδες. Σχεδόν δέκα λιγότερες από όσες αυξήθηκε στην περίοδο Μητσοτάκη, που ήταν μισή σε διάρκεια.
Στη συνέχεια, από τις 13 Οκτωβρίου του 1993 έως την 1 Ιανουαρίου 1996 πρωθυπουργός ήταν ο Α. Παπανδρέου και κατόπιν ανέλαβε ο Κ. Σημίτης. Στην τετραετία 1994 – 1997 καταγράφηκαν, κατά σειρά, ποσοστά δημόσιου χρέους 109,3%, 110,1%, 112,2%, 109, 5%. Σε αδρές γραμμές στασιμότητα, δηλαδή. Είναι κοινό μυστικό πως επί Σημίτη οι αλχημείες της «δημιουργικής λογιστικής» εξωράισαν ασύστολα την πραγματικότητα, αλλά «έτερον εκάτερον». Το τρομακτικό «σαράντα εκατοστιαίες μονάδες παραπάνω» της περιόδου Μητσοτάκη αποτελεί, ούτως ή άλλως, ανυπέρβλητη «επίδοση»…
Τα ελλείμματα και μια κωμικοτραγική «δικαιολογία»
Ανάλογη υπήρξε και η μητσοτακική τραγωδία με το δημόσιο έλλειμμα. Μόνο στους έσχατους προ- μνημονιακούς καιρούς η χώρα γνώρισε τέτοιους αριθμούς. Ένα θεόρατο 16,1% επί του ΑΕΠ σφράγισε το 1990. Οικτρά διαψεύστηκαν όσοι πίστεψαν ότι το 11,5% του επόμενου έτους προμήνυε τιθάσευση του ελλείμματος. Το 1992 το έλλειμμα ανέβηκε στο 12,8% και το 1993 στο 13,8% του ΑΕΠ. Κι ήταν η περίοδος κατά την οποία, εκτός των άλλων, ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Στέφανος Μάνος τάραζε τον κόσμο στους έμμεσους φόρους…
Τα ποσοστά του δημόσιου ελλείμματος θα παραμείνουν θηριώδη, ανεπανάληπτα, ακόμη κι αν κάποιος προτιμήσει τα στοιχεία που προέκυψαν από την κατοπινή αναθεώρηση, την οποία έκανε η Eurostat. Σύμφωνα με αυτήν, από το 1990 έως και το 1993 το δημόσιο έλλειμμα ήταν 14%, 9,9%, 10,9%, 11,9%. Και πάλι, μαύρο χάλι.
Σπανιότατα βρέθηκαν στην ανάγκη οι οπαδοί του μητσοτακικού «βαλκανιο- θατσερισμού» να τα «εξηγήσουν» όλα αυτά, για χρέος και έλλειμμα, διότι, απλούστατα, ήταν και παραμένουν σχεδόν απαγορευμένα στο δημόσιο διάλογο. Στις ελάχιστες φορές που χρειάστηκε να το κάνουν, ψέλλισαν μια «δικαιολογία» της…κακιάς ώρας: Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είπαν, ανακάλυψε κρυμμένες «μαύρες τρύπες» από τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κι αυτές μοιραία επιβάρυναν τα δημοσιονομικά στοιχεία του 1990- 93.
Η «δικαιολογία» είναι εξωφρενική και φαιδρή, συνάμα. Εάν ανακαλύπτεις «μαύρες τρύπες» και τις φανερώνεις, θα επιβαρύνεις τα στοιχεία ενός έτους – και τέρμα. Δηλαδή, κάθε χρόνο ανακάλυπταν «λαγούς» τα σαΐνια του Κων. Μητσοτάκη, από τότε που σχηματίστηκε η κυβέρνηση μέχρι και την πτώση της; Και πώς στην ευχή δεν «ξεσκεπάστηκαν» οι… ζαβολιές του ΠΑΣΟΚ νωρίτερα, επί κυβέρνησης Τζανετάκη, που σχηματίστηκε στις αρχές Ιουλίου του 1989 και της οποίας όλα – μα όλα – τα οικονομικά πόστα ανατέθηκαν σε στελέχη της ΝΔ;
Εξυπακούεται πως για τους καθαρόαιμους «φιλελέδες», πολλά στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής κυβερνητικής πολιτικής που ασκήθηκε το 1990 -1993 είναι, ούτως ή άλλως, «ψιλά γράμματα». Μπορεί και… χρυσά γράμματα, σε ένα ένδοξο κεφάλαιο ανένδοτου πολέμου εναντίον του «κρατισμού» και του «μεταπολιτευτικού λαϊκισμού».
Απολύθηκαν σε ένα βράδυ 8.000 εργαζόμενοι της ΕΑΣ; Δεν πείραζε, καλά έπαθαν στο κάτω – κάτω, διότι έπρεπε να τιμωρηθούν που το έριξαν στις κινητοποιήσεις, αντί να συνεργαστούν με την κυβέρνηση. Έχαναν τις δουλειές τους και άνθρωποι που δεν είχαν «βγει στο δρόμο» για κάτι; Δεν πείραζε, διότι προείχε ο στόχος του περιορισμού του κράτους, που θα έδινε ώθηση στις δυνάμεις της αγοράς, άρα στην οικονομία, άρα και στην απασχόληση.
Καταργήθηκε η επίσημη τιμή πώλησης καυσίμων και έγινε «το έλα να δεις», ή μάλλον το… «σκάσε και πλήρωνε πολύ παραπάνω»; Ούτε αυτό πείραζε. Διότι η αγορά έπρεπε να απελευθερωθεί. Και στο κάτω – κάτω, όπως έλεγε κι ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, κανείς δεν εμπόδιζε τους καταναλωτές να ψάξουν να βρουν τις φθηνότερες τιμές, κάνοντας υγιεινούς περιπάτους από τη μία συνοικία στην άλλη.
Θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά η «διαπλοκή» αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων με χρηματοπιστωτικά παράγωγα, σε ποσοστό 20% (Ν. 042, ΦΕΚ 14/5/92); Ε, κακό ήταν αυτό; Ξυπνάτε, μόνο έτσι θα δουν άσπρη μέρα τα ταμεία (πολύ θα θέλαμε να ξέρουμε τι θα έλεγαν επ’ αυτού οι «φιλελέδες», τώρα, δηλαδή σε εποχές κατά τις οποίες είναι πασίγνωστο πού οδήγησε η εν λόγω «αξιοποίηση» των αποθεματικών, την οποία λάνσαρε ο επίτιμος και επέκτεινε ο Κ. Σημίτης).
Θεσπίστηκαν μαθηματικοί νεολογισμοί του τύπου «0+ 0 = 14%», για να δικαιολογηθεί το «πάγωμα» των μισθών; Και πολύ ήταν που ο Κων. Μητσοτάκης υποβλήθηκε στον κόπο να εκπονήσει νέους αριθμητικούς κανόνες, για να παρηγορήσει τους μισθωτούς. Μεγάλη τους τιμή και σ’ όποιον άρεσε.
Τα «αβγά έσπασαν» ηρωικώς, αλλά η ομελέτα… αγνοείται
Όλα τα παραπάνω και κάμποσα ακόμη ήταν «τα αβγά που έπρεπε να σπάσουν», για να «γίνει η ομελέτα». Μια ομελέτα που υποτίθεται πως θα επέφερε κάποιο «συλλογικό καλό» (ακόμη και ο νεοφιλελευθερισμός ψάχνει ηθική και πολιτική νομιμοποίηση), με τον δικό του τρόπο. Με την πρόταξη των «θέλω» της αγοράς, με την επέκταση των ιδιωτικών κεφαλαίων σε τομείς που υπόσχονταν υψηλή κερδοφορία (ήταν και αυτή μια θεμελιώδης αποστολή των ιδιωτικοποιήσεων), με τη συμπίεση του εργατικού κόστους (τα διάφορα «0+0 = 14%»), με, με, με… Κι όλα αυτά τα «με» θα συνέθεταν, υποτίθεται, μια με- γάλη άνθιση των αριθμών, που κάποια στιγμή θα επέφερε και ευημερία ανθρώπων, πέραν των «ατσίδων» της οικονομικής ελίτ και των στελεχών τους.
Αντί όλων αυτών, τι συνέβη στην περίοδο 1990 – 1993; Πού πήγε… η ομελέτα, έστω κι εκείνη των αριθμών;
Δείκτης πρώτος: Ανάπτυξη. Αυτήν που θα κόμιζαν οι απελευθερωμένες δυνάμεις της αγοράς, κλπ, κλπ. Μια απλή επεξεργασία των επίσημων στοιχείων του ΥΠΕΘΟ καταδεικνύει ένα μεγαλοπρεπές «άνθρακες ο θησαυρός». Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης στην περίοδο 1984 – 1989 ήταν 1,8%, μολονότι το 1986 «έκλεισε» με ένα πενιχρότατο 0,5% και το 1987 με αρνητικό πρόσημο, μείον 2,3%. Στα έτη 1990 – 1993 ο μέσος ετήσιος ρυθμός έπεσε στο 0,55%. Ειδικά κατά το 1993, επήλθε ύφεση του 1,6%.
Εν ολίγοις ο μεγάλος… απελευθερωτής των «αστείρευτων δημιουργικών δυνάμεων της αγοράς» παρέδωσε το 1993 μια οικονομία σε ύφεση, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά από το 1987 και για δεύτερη από το 1983. Τόσο «καλά»…
Δείκτης δεύτερος: Βιομηχανία – μεταποίηση. Έτσι, για να δούμε πως εξελίχθηκαν τα πράγματα στον πυρήνα της «πραγματικής οικονομίας».
Πότε με θετικό πρόσημο και πότε με αρνητικό κινήθηκε στη δεκαετία 1980 – 1989 το συνολικό προϊόν μεταποίησης. Οριακά αυξητικός (0,48%) ήταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Κατά πολύ καλύτερος εμφανίστηκε στη υπο- περίοδο 1988 – 1989, τη διετία που προηγήθηκε της πρωθυπουργίας Μητσοτάκη. Τότε καταγράφηκαν ποσοστά αύξησης 4,5% και 2,2% αντίστοιχα.
Ε, ανέλαβε ο «μεγάλος απελευθερωτής» των δυνάμεων της αγοράς και μονιμοποιήθηκαν τα αρνητικά πρόσημα. Μείον 2,6% το 1990, μείον 0,8% το 1991, μείον 1,5% το 1992 και, για επίλογο, μείον 4,3% το 1993. Τα θετικά πρόσημα επέστρεψαν το 1994 (1,2%).
Δείκτης τρίτος: Ιδιωτικές ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου. Για να δούμε πόσο συγκινήθηκε η «ιδιωτική πρωτοβουλία» από την πολιτική ενός πρωθυπουργού που ορκιζόταν στο όνομά της.
Στα πρώτα πέντε χρόνια της δεκαετίας του 1980 η πορεία του συγκεκριμένου δείκτη ήταν διαρκώς πτωτική, κάτι που ίσως σχετίζεται και με τα συμπτώματα της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1979, της δεύτερης μεγάλης που βίωσε ο μεταπολεμικός κόσμος (προηγήθηκε εκείνη του 1973). Από το 1985 και έως το 1990 όμως, η ροή των πραγμάτων άλλαξε. Κατά το 1990 μάλιστα η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων ιδιωτικού κεφαλαίου έφθασε στο εκπληκτικό 14, 7%, ποσοστό που είχε να… φανεί από το 1977.
Η συνέχεια όμως επεφύλαξε μια μεγάλη «βουτιά» το 1991, της τάξης του μείον 10,4% και άλλες δυο στη διετία 1992- 93. Μείον 2,2% και 2,6%. «Τζίφος», δηλαδή, και σ’ αυτό το πεδίο. Το «συν» επέστρεψε το 1994 (2,6%).
Δείκτης τέταρτος: Απασχόληση. Ωραία, το αφομοιώσαμε το δόγμα: Ας «πάνε να πνιγούν» όσοι εργαζόμενοι είναι (προορισμένοι) να πνιγούν, αλλά για τους ικανούς και τους άξιους οι ευκαιρίες για δουλειά θα πληθύνουν, με την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Φαίνεται όμως πως κάτι δεν πήγε καλά με την «κοινωνικά ευεργετική» διάσταση αυτών των συνταγών, επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη. Είδαμε ήδη την αναπτυξιακή – βιομηχανική «αποτελμάτωση» της εποχής, οπότε είναι μάλλον περιττές οι πολυδαίδαλες αναζητήσεις εξηγήσεων.
Σύμφωνα με την έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ, ο Κων. Μητσοτάκη παρέλαβε την ανεργία στο 7,5% το 1989 και την έφερε στο 9,7% το 1993. Δεν ήταν μόνο οδυνηρή, την εποχή εκείνη, μια αύξηση άνω των δυο μονάδων, σε τόσο χρόνο. Ήταν και ασυνήθιστη.
Παράδειγμα: Στην επταετία 1983 – 1989 το επίσημο ποσοστό ανεργίας υπερέβη μόνο μία φορά το 8% (1984, 8,1%) και ήταν μίνιμουμ 7,4% (1986, 1987). Κατέβηκε στο 7% τον πρώτο χρόνο μητσοτακικής διακυβέρνησης, το 1990, αλλά στη συνέχεια πήρε την πάνω βόλτα: 7,7% το 1991, 8,7% το 1992, 9,7% το 1993. Θα ανέβαινε πάλι κατά μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα έπειτα από μια πενταετία, το 1998 (10,8%).
Σε απόλυτους αριθμούς: το 1989 οι άνεργοι ήταν, επισήμως, 296 χιλιάδες κι έπειτα από 3,5 έτη κυριαρχίας των… θαυματουργών δυνάμεων της νεοφιλελεύθερης «δημιουργικότητας» έφθασαν τις 398,2 χιλιάδες.
Επιλέξαμε τέσσερα (*) «θαύματα» της εποχής Μητσοτάκη τα οποία, μαζί με τα προαναφερθέντα δημοσιονομικά, θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα ωραίο «Top – 5». Με μεγάλη ευκολία θα μπορούσαμε να επιλέξουμε άλλα τρία, τέσσερα ή πέντε. Τα συμπεράσματα θα ήταν ανάλογα, παραπλήσια ή ταυτόσημα.
Όπως είδαμε, η γενική επιδείνωση έφθασε στο απροχώρητο το 1993 (ύφεση, υψηλή ανεργία, βιομηχανική καθίζηση, τρομακτική αύξηση του δημόσιου χρέους κλπ). Δηλαδή όχι όταν άρχιζε, αλλά όταν είχε ήδη προχωρήσει αρκετά η ετεροχρονισμένη ελληνική βερσιόν της «θατσερικής αντεπανάστασης». Και μόνη αυτή η παρατήρηση επαρκεί για να ακυρώσει τον παντελώς αστήρικτο, σχεδόν «θεολογικό» ισχυρισμό, ότι ο Κων. Μητσοτάκης θα είχε «βελτιώσει την οικονομία» (φυσικά με αυτόν τον όρο καθένας εννοεί ό,τι θέλει), εάν είχε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του.
Τα παραμύθια κράτησαν πολλά χρόνια, νισάφι πια… Κι αν κάποιος θέλει να προβάλλει αντίλογο, ευχαρίστως να τον ακούσουμε. Θα του ζητούσαμε απλώς να αρχίσει από μία απόπειρα δικής του απάντησης στο (ρητορικό) ερώτημα που θέσαμε: Καλά με τον θαυμασμό για όσους «τολμούν» να «σπάσουν αβγά». Η…ομελέτα όμως ποια ήταν; Ποιοι τη γεύθηκαν;
ΥΓ: (*) Παραθέσαμε επίσημα στατιστικά στοιχεία και αποτελέσματα επεξεργασιών τους. Ο αναγνώστης μπορεί να δει αυτά τα στοιχεία συγκεντρωμένα, σε πίνακες, στο βιβλίο του καθηγητή Χρυσάφη Ι. Ιορδάνογλου «Η Ελληνική Οικονομία στη ‘Μακρά Διάρκεια’ 1954 – 2005» (εκδόσεις «Πόλις», 2008). Τα στοιχεία για το προϊόν της Μεταποίησης δημοσιεύονται σε πίνακα, στις σελίδες 179 -180. Για τις ακαθάριστες ιδιωτικές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, στις σελ. 94 – 95. Για την έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ, στις σελ. 113- 114...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου