Ο μηχανισμός «αποδοχής» των Μνημονίων και η ανάγκη μιας ταυτοτικής απάντησης
Αν επιχειρήσει κανείς να εξετάσει τη νεοελληνική κοινωνία της κρίσης, σύμφωνα με μια τρέχουσα εκλαϊκευμένη αντίληψη, παρουσιάζονται συνήθως δυο σχεδόν αντιθετικές όψεις: σύμφωνα με τη μία, η ψυχολογία δεν είναι αρκετή να ερμηνεύσει ένα τόσο σύνθετο οικονομικό-πολιτικό και ίσως γεωπολιτικό φαινόμενο, όπως η επιβολή των Μνημονίων στη χώρα μας -πολύ περισσότερο δεν μπορεί να ερμηνεύσει την αδρανή θέση του λαού μας- και σύμφωνα με την άλλη, η πραγματικότητα της κοινωνίας μας μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με όρους ψυχολογίας και μάλλον ως ψυχοπαθολογικό πρόβλημα.
Η πρώτη αντίληψη, εκτιμά ότι τα Μνημόνια είναι αποτέλεσμα των επεκτατικών τάσεων -κύρια- του γερμανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και της χρησιμοποίησης της Ελλάδας ως του οικονομικού υπομόχλιου για τη διατήρηση της χαμηλής ισοτιμίας του ευρώ, ώστε να διευκολύνονται οι γερμανικές εξαγωγές και η συσσώρευση του κεφαλαίου. Στην ίδια κατεύθυνση, είναι και η πολιτική ερμηνεία του φαινομένου, ως ενός ουσιαστικά πολιτικού φαινομένου συνέπεια της λεηλασίας του ελληνικού χώρου από τους ξένους επικυρίαρχους και την ντόπια αστική τάξη ως τοποτηρητή των δυτικών συμφερόντων. Στην περίπτωση αυτή, η στάση του λαού ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα είτε εξαπάτησης και εκβιασμού για κάποιους, είτε ως συνενοχή και «όλοι μαζί τα φάγαμε» για κάποιους άλλους.
Η δεύτερη αντίληψη, υποστηρίζει πως τα Μνημόνια και πολύ περισσότερο η «αντιμετώπισή» τους από το λαό, μπορεί να εξηγηθεί με όρους μαζικής ψυχολογίας ή μάλλον ψυχοπαθολογίας. Περιπτώσεις όπως, η άνοδος της Χρυσής Αυγής ή οι οπαδοί του Σώρρα και του Λεβέντη, μπορούν έτσι να ερμηνευτούν μια χαρά ως κορυφαίες εκδηλώσεις της ιδιότυπης αυτής ιστορικής νεύρωσης του ελληνισμού, ή πιο απλουστευτικά, ότι πρόκειται για τρελούς και ανισόρροπους. Τα βαθύτερα αίτια των Μνημονίων και της κρίσης πρέπει να αναζητηθούν, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, όχι στην οικονομία και την πολιτική, αλλά στον ελληνικό ψυχισμό ή με άλλα λόγια στο γεγονός ότι «δεν περάσαμε να ’ούμε διαφωτισμό», «δεν υπάρχει κράτος» γιατί «φταίει το ελληνικό DNA» κ.λπ., περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά επιχειρήματα.
Κάπου ανάμεσα στις δυο κινείται, προφανώς, η χιπστερική αντίληψη που θεωρεί τα Μνημόνια ως αποτέλεσμα της αποτυχίας εκσυγχρονισμού του κράτους, πράγμα όμως που οφείλεται και πάλι στη μαζική νεοελληνική ψυχοπαθολογία, στην τουρκοκρατία, στο βυζαντινισμό, στους παπάδες, στην «αμορφωσχιά» (sic), στην κομματοκρατία κ.λπ. και, εν τέλει, στο ότι καταναλώνουμε πάνω από τις δυνατότητες και ως εκ τούτου… «όλοι μαζί τα φάγαμε».
Στην πραγματικότητα, καμιά απ’ αυτές τις ερμηνείες που επικεντρώνονται στους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες και αγνοούν τους ψυχολογικούς -ή και αντίστροφα- δεν αντανακλά την αλήθεια. Αντίθετα μάλιστα, οι αντιλήψεις αυτές συχνά-πυκνά, ως μισές αλήθειες, είναι υπηρετικές της διαιώνισης της Μνημονιακής κρίσης.
Δύο καίρια ερωτήματα
Η ελληνική κρίση έχει ψυχολογικά και τείνει να αποκτήσει και υπαρξιακά χαρακτηριστικά, είναι δηλαδή ένα μείζον ψυχολογικό πρόβλημα για το λαό μας, αλλά δεν μπορεί να μας διαφεύγει, ότι τα χαρακτηριστικά αυτά είναι συνέπεια κοινωνικοοικονομικών παραγόντων. Η κρίση στη χώρα είναι οικονομική, πολιτική και τείνει να γίνει και υπαρξιακή -ζήτημα ζωής ή θανάτου- για το ελληνικό λαό, αλλά το βάθεμά της και η παθητική -εν πολλοίς- στάση του λαού μας απέναντι στην εξόντωσή του, πρέπει να κατανοηθεί μόνο μέσα από ένα ψυχολογικό πρίσμα.
Αυτό, με άλλα λόγια, που χρειάζεται άμεσα να δούμε είναι η ανθρωπολογική-ψυχολογική βάση της κρίσης και των Μνημονίων και αυτό παραπέμπει σε δυο καίρια ερωτήματα, με την απάντηση των οποίων μπορούμε να έχουμε και κάποιες ελπίδες ανατροπής. Το πρώτο ερώτημα αφορά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των ανθρώπων προς τους οποίους απευθύνθηκαν οι μνημονιακές πολιτικές και το δεύτερο στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της μνημονιακής «Ιδεολογίας» που κατέστησε, κατά κάποιο τρόπο, τα Μνημόνια ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό όργανο χειραγώγησης του λαού μας, πισωγυρίζοντας τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα σχεδόν μισό αιώνα πίσω.
Αλλά πριν απ’ αυτό, ίσως πρέπει να παραδεχτούμε κάτι οδυνηρό, που όμως μάλλον βάζουμε κάτω από το χαλί. Τα Μνημόνια πέτυχαν! Πέτυχαν, όχι βέβαια στις αστείες διακηρυγμένες προθέσεις εξυγίανσης ενός χρεωκοπημένου κράτους, αλλά στην αποβολή της Ελλάδας από την εν πλήρη εξελίξει γεωπολιτική σκακιέρα, στον καθημαγμό πλατειών λαϊκών στρωμάτων και στη διάλυση του όποιου λαϊκού κινήματος, στην εκποίηση του συνόλου της τεράστιας -με βάση των Ευρωπαϊκό Μ.Ο.- δημόσιας περιουσίας -και σύντομα και της ιδιωτικής- και στην εν τέλει μόνιμη αποικιοποίηση του ευρύτερου ελληνικού χώρου και στη μετατροπή της χώρας σε αυτό ακριβώς: σε χώρο!
Το… μυστικό της επιτυχίας των Μνημονίων
Πώς κατέστη, όμως, δυνατό να «επιτευχθεί» αυτό; Αυτό συνέβη γιατί:
α) ένα μέρος του πληθυσμού υποτάχθηκε στο μνημονιακό καθεστώς -ίσως από κεκτημένη ταχύτητα υποταγής πρώτα στη χούντα και έπειτα στην μεταπολιτευτική ολιγαρχία,
β) ένα άλλο μέρος αντιστάθηκε με όρους υλικής διεκπεραίωσης -μη χάσουμε κάνα φράγκο- και ως εκ τούτου πείσθηκε αργά ή γρήγορα ότι δεν γίνεται αλλιώς -ΤΙΝΑ κάνουμε πάλι καλά που δεν τα χάσαμε όλα- και,
γ) ένα άλλο μέρος ένοιωσε να έλκεται ισχυρά από την μνημονιακή «Ιδεολογία» και πρακτική, οπότε ψήφισε ξανά και ξανά με φανατισμό τους διάφορους «Αδώνηδες» και άλλους κήρυκες του μνημονιακού εκσυγχρονισμού, ιδιαίτερα μάλιστα τα στρώματα εκείνα που ήξεραν καλά τι σημαίνει ΕΣΠΑ, ήδη από την εποχή του Σημιτιστάν.
Σε ό,τι αφορά στην πρώτη ομάδα, που αποτελείται κατά κύριο λόγο από τη μεσαία τάξη και τα διάφορα «νοικοκυρεμένα» μικροαστικά στρώματα, η αντίσταση που προβλήθηκε ήταν ελάχιστη και έκλεισε τον κύκλο της -ύστερα από κάνα δυο συμμετοχές σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και αγανάκτησης- με τα τραγικά γεγονότα της Μαρφίν… για την οποία ακόμα… «ναι, αλλά δεν λέτε τίποτα».
Η δεύτερη ομάδα, που αποτελείται κατά κύριο λόγο από μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης ή τα πλατιά λαϊκά στρώματα, βρέθηκε αιφνιδιασμένη, καθώς πιάστηκε στον μεταπολιτευτικό ύπνο και η όποια θέληση αντίστασης, ενώ φάνηκε ότι θα μπορούσε να «ξεφύγει» πραγματικά αμεσοδημοκρατικά μέσω του κινήματος των πλατειών, τελικά ρυμουλκήθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ και υποχρεώθηκε ή να κάτσει σπίτι της ή να κάνει την ταξική της συνείδηση λάστιχο παίρνοντας σαν αντισταθμιστικό κάνα ΦΕΚ ή τα σύμφωνα συμβίωσης των ομοφυλόφυλων και τις εκπαιδευτικές «επαναστάσεις» του Φίλη, που «τα έβαλε με τους παπάδες και τον φάγανε οι κακοί, αφού…». Η αλήθεια είναι ότι επτά χρόνια μνημονιακής Ιδεολογίας και πρακτικής στάθηκαν ικανά για να καταρρεύσει πλήρως η όποια θέληση για αντίσταση, που θα περίμενε κανείς σαν αποτέλεσμα των πολιτικών πεποιθήσεων των ανθρώπων αυτών.
Στην πραγματικότητα, αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους, σήμερα πια πολλοί λίγοι ενοχλούν το Μνημονιακό καθεστώς, αφού ακόμη και αντιεξουσιαστικές κινήσεις περιορίζουν τη δράση τους, εν πολλοίς, στο μεταναστευτικό ή και στον αναρχο-συνδικαλισμό, αναλαμβάνοντας έναν εσχατολογικό ρόλο, όχι «πολέμαρχου του Θεού», αλλά «πολέμαρχου της αταξικής κοινωνίας». Στην ίδια κατηγορία, με οδύνη, θα πρέπει να συμπεριλάβει κανείς και τους χιλιαστές του Περισσού, που παίζουν με τις τάπες των Μνημονίων μέχρι «να ωριμάσουν οι συνθήκες».
Προφανώς, πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις, μικρές οάσεις αντίστασης, κύρια στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που, όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις κατατρέχονται από τα συνήθη προσωποπαγή και περίκλειστα χαρακτηριστικά, τις παιδικές ασθένειες και τους ιδεοψυχαναγκασμούς των μαρξιστικών συλλογικοτήτων. Όλοι έχουν την ανάγκη να προσθέσουν το δικό τους «ΦΠΑ» στο αντιμνημονιακό εμπόρευμα!
Οι ρίζες της προθυμίας υποταγής
Κάπως αφοριστικά ίσως, αλλά μάλλον συμπερασματικά, μια προθυμία υποταγής στο μνημονιακό καθεστώς μοιάζει να έχει απλωθεί απ’ άκρου σε άκρου. Αν θελήσει να ερμηνεύσει κανείς αυτή την προθυμία υποταγής με ψυχολογικούς όρους, δεν μπορεί παρά να δει ότι οφείλεται κατά κύριο λόγο σε μια κατάσταση εσωτερικής κόπωσης, ωχαδελφισμού και μοιρολατρίας, η οποία δυστυχώς αποτελεί κύριο γνώρισμα της μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας. Η εργατική τάξη που είχε εξέλθει από τον 2ο Π.Π. νικηφόρα και ήλπιζε να εισέλθει στην μεταπολεμική περίοδο με ελπίδες εθνικής ανεξαρτησίας και σοσιαλιστικής κοινωνίας, δοκίμασε άμεσα με τον εμφύλιο, αλλά και με τον διωγμό που ακολούθησε, για να μην πούμε για την κάθαρση από τα σταγονίδια της χούντας, σειρά από επαναλαμβανόμενες ήττες.
Η ΠΑΣΟΚική διεκπεραίωση που οικοδόμησε, επίσης, κάποιες ελπίδες εθνικής ανεξαρτησίας και τουλάχιστον μιας κάποιας ανόδου της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής θέσης της εργατικής τάξης, κατέρρευσε μέσα στον εσμό των σκανδάλων και της… Μιμής και πλημμύρισε τα λαϊκά στρώματα με ένα βαθύ αίσθημα απογοήτευσης, δυσπιστίας, παραίτησης και αμοραλισμού, που άφηνε ως μόνη διέξοδο την ατομική λύση και το βόλεμα. Δεν είναι να απορεί κανείς πως ακόμη και στο 2004, παραπάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες προσήλθαν αυτοβούλως στις κομματικές κάλπες για να εκλέξουν τον «δόλιο βλάκα» πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, λες και πίστευαν ακόμη στις πολιτικές θεωρίες του πατέρα του. Η αλήθεια είναι ότι ψήφισαν, αλλά βαθιά μέσα τους οι πιο πολλοί είχαν πάψει να πιστεύουν στην όποια αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης. Με ανάλογο τρόπο έπραξαν και στις μοιραίες εκλογές του «λεφτά υπάρχουν». Οι Έλληνες είχαν ήδη παραιτηθεί «από μέσα τους». Η μεταπολιτευτική νεοελληνική οικογένεια είχε κάνει το υποτακτικό θαύμα της και στο πρόσωπο του «γιού της Μαργαρίτας» ο νεοέλληνας έβλεπε τον υποταγμένο και παραιτημένο εαυτό του, που γινόταν και πρωθυπουργός και η μάνα του τον καμάρωνε!
Ένα επιπλέον κίνητρο αυτής της νομιμότητας, ή μάλλον της υποταγής του λαού μας, συσχετίζεται με το γεγονός ότι για εκατομμύρια ανθρώπους τα Μνημόνια έγιναν ταυτόσημα με το ευρώ ως νόμισμα, αλλά και με την Ευρώπη γενικότερα. Με τον τρόπο αυτό, ο αγώνας ενάντια στα Μνημόνια σήμαινε από ένα σημείο και πέρα αγώνα ενάντια στην Ευρώπη. Αγώνας ενάντια στα Μνημόνια σήμαινε αυτό-αποκλεισμό από την Ευρωπαϊκή ταυτότητα. Σαν έναν έφηβο που ο αγώνας του για αυτονομία θα σήμαινε ολοσχερή αποκλεισμό από την οικογένεια. Και, όπως συμβαίνει πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν είσαι έφηβος, όταν ο Εαυτός δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί πλήρως, όταν, με άλλα λόγια, δεν σου έχει μείνει άλλη ταυτότητα, η απώλεια αυτή είναι αδιανόητη.
Όπως διαπιστώνει ο Έριχ Φρομ, «φαίνεται πως τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο για το μέσο άνθρωπο από το να υποφέρει το αίσθημα πως δεν ταυτίζεται με ένα ευρύτερο σύνολο». Και έτσι, όσο κι αν ο Έλληνας διαφωνεί με τα Μνημόνια, από τη στιγμή που το δίλημμα τίθεται ως να μείνει μόνος ή να ανήκει στην «μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια», διάλεξε το δεύτερο, ιδιαίτερα μάλιστα όταν μετά την συριζέικη κυβίστηση πείσθηκε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Δεν είναι μάλιστα λίγοι αυτοί που επιτίθενται ακόμη και ενάντια στον ίδιο το λαό, τον τόπο και την όποια ταυτότητά του, υπερασπιζόμενοι την «Ευρώπη» και άρα, αναγκαστικά, τα Μνημόνια. Και ίσως πρέπει με έναν τρόπο αυτό να μας γίνει πιο καθαρό. Κάθε «ναι» στην «Ευρώπη» της βρυξελλιώτικης γραφειοκρατίας είναι στην παρούσα φάση και ένα «ναι» στα Μνημόνια. Όπως και αντίστροφα. Κάθε «ναι» στα Μνημόνια είναι «ναι» στη διαιώνιση αυτής της γραφειοκρατικής-χρηματοπιστωτικής τυραννίας που καμώνεται την Ευρωπαϊκή. Όπως επίσης και κάθε «ναι» στην προσδοκία εκδημοκρατισμού αυτής της Ευρώπης (Diem 25), υποστηρίζει στην πραγματικότητα τη διαιώνιση της ταυτότητας «Μνημόνια=Ευρώπη» ή «Μνημόνια=Ταυτότητα».
Να επανεφεύρουμε τη δική μας ταυτότητα
Το συμπέρασμα αυτό, αν ευσταθεί, οδηγεί με τη σειρά του, στον πυρηνικό τροφοδότη από όπου αντλεί την ισχύ της η μνημονιακή «ιδεολογία». Γι’ αυτό το λόγο και κάθε επίθεση ενάντια στα Μνημόνια καθ’ εαυτά, κάθε αντιμνημονιακή προσπάθεια, βοηθάει στην πραγματικότητα στο να αυξάνεται η υποταγή και η νομιμοφροσύνη αυτών που έχουν ήδη ταυτιστεί μαζί τους, αφού η έξοδος από τα Μνημόνια μοιάζει να σημαίνει απώλεια της μοναδικής τους ευρωπαϊκής ταυτότητας. Γι’ αυτό και κάθε μετωπική επίθεση στα Μνημόνια/«Ευρώπη» αυξάνει κατά κάποιον τρόπο την πόλωση και συσπειρώνει τους ανθρώπους προς την κατεύθυνση της ΤΙΝΑ, καθώς αισθάνονται ότι απειλούνται ταυτοτικά. Κοντολογίς, η αντιμνημονική ρητορική απειλεί την κυρίαρχη ταυτότητα του λαού μας, την ευρωπαϊκή, που αν και «ψευδής», μοιάζει ως το έσχατο καταφύγιο σ’ έναν κόσμο χωρίς νόημα.
Μοναδική λύση, επομένως, η επικράτηση μιας θεμελιώδους αλήθειας: οι ηθικές αρχές και η επιβίωση του Λαού, πρέπει να τεθεί υπεράνω αυτής της «ευρωπαϊκής» ταυτότητας, στο βαθμό μάλιστα που γίνεται όλο και πιο φανερό ότι οι ηθικές αρχές ελάχιστα πλέον έχουν να κάνουν με την ευρωπαϊκή ταυτότητα, αν ποτέ υπήρξε αυτή. Η αλήθεια είναι δηλαδή ότι χρειάζεται να επανεφεύρουμε τη δική μας ταυτότητα, ως μια θετική διέξοδο, αντί να ντουφεκάμε αντιμνημονιακά ή αντιευρωπαϊκά. Οι άνθρωποι δεν μετακινούνται από την ταυτολογία «Μνημόνια= Ευρώπη», γιατί δεν υπάρχει ακόμη κάποια άλλη ταυτότητα να μπει στη θέση της ευρωπαϊκής ταυτότητας που απειλείται, οπότε αναγκαστικά συσπειρώνονται, πολώνονται, γύρω απ’ αυτήν υπάρχουσα ταυτότητα, ακόμη κι αν αυτή είναι μνημονιακή και εξαιρετικά δυσβάσταχτη.
Μια ριζοσπαστική έξοδος από αυτή την ταυτοτική ομηρεία, θα ήταν ίσως η επεξεργασία μιας αφήγησης που να ορίζει μια νέα, δημοκρατική, λαϊκή, ελληνική ταυτότητα, ως τουλάχιστον «εφάμιλλη των καλυτέρων ευρωπαϊκών». «Η Ευρώπη είμαστε εμείς», θα έλεγε ένα σύνθημα ή είμαστε περισσότερο Ευρωπαίοι από όλους όσους αντιλαμβάνονται την Ευρώπη ως εργαλείο κυριαρχίας των άλλων. Έτσι κι αλλιώς, όπως όλα δείχνουν, στο σύντομο μέλλον, η τρέχουσα «ευρωπαϊκή» ταυτότητα θα διαρραγεί τόσο, ώστε κανείς να μην μπορεί να στηριχτεί πλέον σ’ αυτήν. Ζητείται ελληνική ταυτότητα, λοιπόν! Ελληνική ταυτότητα όμως, ως ολόπλευρη συμμετοχή της κοινωνίας στην πολιτική.
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου