Υπάρχει κάποιος στην κυβέρνηση που συμπαθώ περισσότερο επειδή δεν χρησιμοποιεί την κρατική αυτοκινητάρα σχεδόν ποτέ, δεν πηγαίνει στην ταβέρνα συνοδεία αστυνομικών και πληρώνει μόνος του ουκ ολίγα γεύματα
Ονόματα δεν λέω, για να μη θεωρηθεί ότι θέλω να επηρεάσω κανέναν, αλλά υπάρχει κάποιος στην κυβέρνηση που συμπαθώ περισσότερο από άλλους. Και όχι γιατί κάνει τη δουλειά του καλύτερα από τους πολλούς. Αλλά με τα κριτήρια εκείνου του λαϊκίστικου ρομαντισμού που μελώνει κάθε αριστερή καρδιά. Έτσι που να βρίθει ο χώρος από ερωτευμένους, ας πούμε, μ’ εκείνον τον πρώην Πρόεδρο της Ουρουγουάης, πρώην μέλος των Τουπαμάρος, που πήγαινε στο προεδρικό μέγαρο με το “κατσαριδάκι” του, έμενε στο εξοχικό του χαμόσπιτο, και τον έπαιρνε ο ύπνος στον πάγκο περιμένοντας τη σειρά του στο ΙΚΑ. Μια εικόνα ίση με χίλια ταρατατζούμ.
Τι να κάνουμε; Υπάρχει και μια τρυφερότητα των απλών αξιών στην Αριστερά. Κι αυτός ο κάποιος κέρδισε τη συμπάθειά μου με την τρυφερότητα που τα μικρά διαχέουν στο περιβάλλον μιας εξουσίας, υπονομευμένης από τα μεγάλα. Δεν χρησιμοποιεί, για παράδειγμα, την κρατική αυτοκινητάρα σχεδόν ποτέ. Προτιμά το δικό του, που οδηγεί μόνος. Δεν πηγαίνει στην ταβέρνα με φίλους, αν δεν στείλει στα σπίτια τους τους αστυνομικούς που είναι υποχρεωμένοι να τον φυλάγουν. Δεν δέχεται ποτέ, στις ολιγοήμερες διακοπές του, αστυνομική συνοδεία. Και πληρώνει μόνος του ουκ ολίγα γεύματα, που θα μπορούσε να χρεώσει στο Δημόσιο.
Σιγά τον πολυέλαιο, θα πείτε. Ακριβώς, σιγά τον πολυέλαιο. Γιατί εδώ μιλάμε για το καντηλάκι του καθενός που βρέθηκε υπό το φως των πολυελαίων, αλλά -οφείλει να- κουβαλάει μαζί του τις νύχτες και τις μέρες μιας σεμνότητας, που η Αριστερά σφυρηλάτησε μέσα σε υπόγεια και πίσω από σύρματα. Τον ρώτησαν κάποτε γιατί αποφεύγει τα παραφερνάλια της εξουσίας, που στο κάτω - κάτω τα δικαιούται. Ντρέπομαι, απάντησε. Ντρέπεται! Τον κόσμο εννοούσε, που τρέχει για το μεροκάματο, τα ταμεία ανεργίας, τις εφορίες, τα ιδρύματα βασανισμού του πολίτη. Κι αυτός να περνάει δίπλα του, προστατευμένος από φιμέ τζάμια.
Και να που βγαίνει κάτι χρήσιμο από τον λαϊκίστικο ρομαντισμό. Διότι να αισθάνεται κανείς αυτού του είδους την ντροπή, τη συστολή, το τσίμπημα της ενοχής, όταν, εν ονόματι των φτωχών που εκπροσωπεί, απολαμβάνει μικρές ή μεγάλες εξουσίες, σημαίνει ζώσα συνείδηση. Τι κάνει, τι πρέπει να μην κάνει, για ποιους κάνει, ό,τι κάνει. Ε, γι’ αυτό συμπαθώ κι εγώ τον κάποιον. Γιατί ντρέπεται...
Ονόματα δεν λέω, για να μη θεωρηθεί ότι θέλω να επηρεάσω κανέναν, αλλά υπάρχει κάποιος στην κυβέρνηση που συμπαθώ περισσότερο από άλλους. Και όχι γιατί κάνει τη δουλειά του καλύτερα από τους πολλούς. Αλλά με τα κριτήρια εκείνου του λαϊκίστικου ρομαντισμού που μελώνει κάθε αριστερή καρδιά. Έτσι που να βρίθει ο χώρος από ερωτευμένους, ας πούμε, μ’ εκείνον τον πρώην Πρόεδρο της Ουρουγουάης, πρώην μέλος των Τουπαμάρος, που πήγαινε στο προεδρικό μέγαρο με το “κατσαριδάκι” του, έμενε στο εξοχικό του χαμόσπιτο, και τον έπαιρνε ο ύπνος στον πάγκο περιμένοντας τη σειρά του στο ΙΚΑ. Μια εικόνα ίση με χίλια ταρατατζούμ.
Τι να κάνουμε; Υπάρχει και μια τρυφερότητα των απλών αξιών στην Αριστερά. Κι αυτός ο κάποιος κέρδισε τη συμπάθειά μου με την τρυφερότητα που τα μικρά διαχέουν στο περιβάλλον μιας εξουσίας, υπονομευμένης από τα μεγάλα. Δεν χρησιμοποιεί, για παράδειγμα, την κρατική αυτοκινητάρα σχεδόν ποτέ. Προτιμά το δικό του, που οδηγεί μόνος. Δεν πηγαίνει στην ταβέρνα με φίλους, αν δεν στείλει στα σπίτια τους τους αστυνομικούς που είναι υποχρεωμένοι να τον φυλάγουν. Δεν δέχεται ποτέ, στις ολιγοήμερες διακοπές του, αστυνομική συνοδεία. Και πληρώνει μόνος του ουκ ολίγα γεύματα, που θα μπορούσε να χρεώσει στο Δημόσιο.
Σιγά τον πολυέλαιο, θα πείτε. Ακριβώς, σιγά τον πολυέλαιο. Γιατί εδώ μιλάμε για το καντηλάκι του καθενός που βρέθηκε υπό το φως των πολυελαίων, αλλά -οφείλει να- κουβαλάει μαζί του τις νύχτες και τις μέρες μιας σεμνότητας, που η Αριστερά σφυρηλάτησε μέσα σε υπόγεια και πίσω από σύρματα. Τον ρώτησαν κάποτε γιατί αποφεύγει τα παραφερνάλια της εξουσίας, που στο κάτω - κάτω τα δικαιούται. Ντρέπομαι, απάντησε. Ντρέπεται! Τον κόσμο εννοούσε, που τρέχει για το μεροκάματο, τα ταμεία ανεργίας, τις εφορίες, τα ιδρύματα βασανισμού του πολίτη. Κι αυτός να περνάει δίπλα του, προστατευμένος από φιμέ τζάμια.
Και να που βγαίνει κάτι χρήσιμο από τον λαϊκίστικο ρομαντισμό. Διότι να αισθάνεται κανείς αυτού του είδους την ντροπή, τη συστολή, το τσίμπημα της ενοχής, όταν, εν ονόματι των φτωχών που εκπροσωπεί, απολαμβάνει μικρές ή μεγάλες εξουσίες, σημαίνει ζώσα συνείδηση. Τι κάνει, τι πρέπει να μην κάνει, για ποιους κάνει, ό,τι κάνει. Ε, γι’ αυτό συμπαθώ κι εγώ τον κάποιον. Γιατί ντρέπεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου