Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη **
Υπήρχε κάποτε στην νότια Ευρώπη μια μεγάλη χώρα. Μεγάλη σε κουλτούρα και παραδόσεις. Όμως, προφανώς λόγω αυτής της μεγαλοσύνης, κανένα μικρό πρόβλημα δεν έβρισκε μια λογική λύση, ώσπου το παράλογο έγινε ο μόνος κανονικός τρόπος ζωής. Με τούτα και με τ’ άλλα η μεγάλη αυτή χώρα είναι σήμερα ένας μικρός χώρος, που στενεύει σαν περσινό παπούτσι την περπατησιά των παιδιών που τον κατοικούν. Εντούτοις, κανείς τους δεν εννοεί να το βγάλει από πάνω του. Κι έτσι το παράλογο κυριαρχεί, κάνοντας εν τέλει την κατάσταση -και τη ζωή στον μικρό χώρο- κρίσιμη αλλά όχι σοβαρή. Αυτό άλλωστε, μάλλον, ήταν πάντα ένα βασικό χαρακτηριστικό των κοινωνιών σε παρακμή: η σχεδόν αστεία κρισιμότητα της απελπιστικής κατάστασης τους. Το βεβαιώνουν οι ανυποψίαστοι επιβάτες του Τιτανικού που χασκογελάνε ή οι χαζοχαρούμενοι συνδαιτημόνες των συμποσίων της Πομπηίας. Το επιβεβαιώνει επίσης η λατρευτική πρόσδεση στη δυστυχία των κατοίκων του μικρού μας χώρου.
Πριν απ’ όλα, αρκεί ίσως να ρίξει μια ματιά κανείς στη λογοτεχνία αυτού του μικρού χώρου για να καταλάβει πόσο οι άνθρωποι του χρειάζονται τη δυστυχία. Χρειάζονται τη δυστυχία με την ίδια σκεπτικιστική απελπισία που έδιναν τις τελευταίες μάχες τους. Γιατί είναι αλήθεια πως, πριν βρεθούν σ’ αυτή την κατάσταση της ολοσχερούς παρακμής, έπρεπε να βρεθούν σε μια απελπιστική θέση για να δώσουν έστω μια μικρή μάχη ευτυχίας. «Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες» ή «ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως», έλεγαν οι «πρίγκιπες» και οι υμνωδοί του μικρού χώρου.
Χωρίς τη δυστυχία τους, ήταν βέβαιοι, θα έπεφταν σε ξενέρωτα χασμουρητά. Και μιας και είχε επέλθει η εποχή της αποθέωσης των δικαιωμάτων, όρισαν τη δυστυχία τους ως επιτακτική ανάγκη και δικαιωματικό αίτημα. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία: η δημιουργία της προσωπικής κόλασης, ήταν πλέον αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός. Όμως, εδώ τα πράγματα ξέφυγαν λίγο από το ατομικό πεδίο και με την ενθάρρυνση των κυρίαρχων ελίτ, η δυστυχία αναπτύχθηκε σε συλλογικό πρόταγμα. Όλοι οι μηχανισμού του κράτους, η υποχρεωτική εκπαίδευση, η μαζική ενημέρωση, η δικαιοσύνη, το κοινοβούλιο και γενικώς οι θεσμοί, αλλά και όλα τα πολιτισμικά πρότυπα, έκαναν ό,τι περνούσε από το μακρύ χέρι της αγοράς τους, για την επίτευξη αυτής της συλλογικής δυστυχίας. Επρόκειτο, αναμφίβολα, για τον ιερό σκοπό του επιτεύγματος της ανεπάρκειας. Κι όσο κι αν αυτό, το κατόρθωμα να νιώθεις ανεπαρκής, ακούγεται αντιφατικό μην έχετε αμφιβολία ότι δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Ως εκ τούτου θα ήταν δείγμα μεγάλης αγνωμοσύνης αν δεν πιστώναμε στο εν λόγω, συνήθως αναποτελεσματικό κράτος, την επιτυχία του αυτή. Γιατί είναι βέβαιο πλέον, ό,τι ο δρόμος προς τη συλλογική δυστυχία πέρασε μέσα από την άοκνη καθοδήγηση και τον σχετικό προγραμματισμό της τόσο λοιδωρημένης αστικής τάξης και της κρατικής μηχανής που την εκπροσωπεί. Πάρτε, για παράδειγμα, το μνημειώδες έργο του Νίκου Δήμου «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας» που έμαθε, με την ευγενική αρωγή των συστημικών μηχανισμών πολιτισμικής μόλυνσης, σε μερικά εκατομμύρια νεοέλληνες πως να μην βρίσκουν κανένα νόημα στην συλλογική τους ταυτότητα και να κατευθυνθούν σούμπιτοι προς το στόχο της ατομικής τους απονοηματοδότησης και δυστυχίας. Πάρτε, επίσης για παράδειγμα, τη συνηθισμένη καθημερινή λειτουργία της κρατικής γραφειοκρατίας για να αντιληφθείτε τι σημαίνει άοκνη και συνεχής βελτίωση των διαδικασιών της δυστυχίας.
Πριν απ’ όλα, αρκεί ίσως να ρίξει μια ματιά κανείς στη λογοτεχνία αυτού του μικρού χώρου για να καταλάβει πόσο οι άνθρωποι του χρειάζονται τη δυστυχία. Χρειάζονται τη δυστυχία με την ίδια σκεπτικιστική απελπισία που έδιναν τις τελευταίες μάχες τους. Γιατί είναι αλήθεια πως, πριν βρεθούν σ’ αυτή την κατάσταση της ολοσχερούς παρακμής, έπρεπε να βρεθούν σε μια απελπιστική θέση για να δώσουν έστω μια μικρή μάχη ευτυχίας. «Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες» ή «ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως», έλεγαν οι «πρίγκιπες» και οι υμνωδοί του μικρού χώρου.
Χωρίς τη δυστυχία τους, ήταν βέβαιοι, θα έπεφταν σε ξενέρωτα χασμουρητά. Και μιας και είχε επέλθει η εποχή της αποθέωσης των δικαιωμάτων, όρισαν τη δυστυχία τους ως επιτακτική ανάγκη και δικαιωματικό αίτημα. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία: η δημιουργία της προσωπικής κόλασης, ήταν πλέον αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός. Όμως, εδώ τα πράγματα ξέφυγαν λίγο από το ατομικό πεδίο και με την ενθάρρυνση των κυρίαρχων ελίτ, η δυστυχία αναπτύχθηκε σε συλλογικό πρόταγμα. Όλοι οι μηχανισμού του κράτους, η υποχρεωτική εκπαίδευση, η μαζική ενημέρωση, η δικαιοσύνη, το κοινοβούλιο και γενικώς οι θεσμοί, αλλά και όλα τα πολιτισμικά πρότυπα, έκαναν ό,τι περνούσε από το μακρύ χέρι της αγοράς τους, για την επίτευξη αυτής της συλλογικής δυστυχίας. Επρόκειτο, αναμφίβολα, για τον ιερό σκοπό του επιτεύγματος της ανεπάρκειας. Κι όσο κι αν αυτό, το κατόρθωμα να νιώθεις ανεπαρκής, ακούγεται αντιφατικό μην έχετε αμφιβολία ότι δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Ως εκ τούτου θα ήταν δείγμα μεγάλης αγνωμοσύνης αν δεν πιστώναμε στο εν λόγω, συνήθως αναποτελεσματικό κράτος, την επιτυχία του αυτή. Γιατί είναι βέβαιο πλέον, ό,τι ο δρόμος προς τη συλλογική δυστυχία πέρασε μέσα από την άοκνη καθοδήγηση και τον σχετικό προγραμματισμό της τόσο λοιδωρημένης αστικής τάξης και της κρατικής μηχανής που την εκπροσωπεί. Πάρτε, για παράδειγμα, το μνημειώδες έργο του Νίκου Δήμου «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας» που έμαθε, με την ευγενική αρωγή των συστημικών μηχανισμών πολιτισμικής μόλυνσης, σε μερικά εκατομμύρια νεοέλληνες πως να μην βρίσκουν κανένα νόημα στην συλλογική τους ταυτότητα και να κατευθυνθούν σούμπιτοι προς το στόχο της ατομικής τους απονοηματοδότησης και δυστυχίας. Πάρτε, επίσης για παράδειγμα, τη συνηθισμένη καθημερινή λειτουργία της κρατικής γραφειοκρατίας για να αντιληφθείτε τι σημαίνει άοκνη και συνεχής βελτίωση των διαδικασιών της δυστυχίας.
Η ανεπάρκεια
Κάτι ουσιώδες σε κάθε διαδικασία της δυστυχίας είναι, όχι μόνο να είσαι σε διαρκή σύγκριση-σύγκρουση με τον υπόλοιπο κόσμο, που καταφανώς είναι πολύ καλύτερος σου, αλλά να αξιοποιείς αυτή τη ρήξη εσωτερικεύοντας την ως ατομική σου αποτυχία. Κάτι, άλλωστε, που συχνά-πυκνά σου υπενθύμιζε και η μητέρα ή ο πατέρας σου και είσαι εξοικειωμένος με αυτό. Κι εσύ δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα περισσότερο από το να επιλέξεις μια από τις φράσεις που σου έμαθαν οι γονείς σου ή το κάθε σχετικό βιβλίο ή άρθρο που διάβασες στο «ιντερνέτ», και να κολλήσεις πάνω της σαν ένα ταμπούρι από το οποίο θα ντουφεκάς όλους τους άλλους, που δεν συμμερίζονται την εγκυρότητα των λεγομένων σου.
Όχι βέβαια, εσύ δεν είσαι κανάς ταρίφας να μιλάς ως ειδικός επί παντός επιστητού. Εσύ έχεις αυθεντική άποψη, τεκμηριωμένη στην πυρηνική πεποίθηση της συλλογικής ανεπάρκειας που σου έμαθαν από παιδί. Πρόκειται για την αξία της αταλάντευτης συνέπειας που αρνείται τους φλώρικους συμβιβασμούς και λέει τα πράγματα με την επίκριση που αξίζει στον κάθε άλλο που τολμάει να σε αμφισβητεί. Γιατί, το ξέρουμε, ότι το να αμφισβητείς την πυρηνική πεποίθηση της ανεπάρκειας -πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η συνεκτική αφήγηση του έθνους σου- ισοδυναμεί με πράξη εσχάτης προδοσίας. Κι αν αυτό σημαίνει πως στο τέλος θα οδηγηθείς στο να απορρίπτεις ακόμη και τη λογική, εκείνο που μετράει είναι εσύ να παραμένεις πιστός στην απόρριψη όχι μόνο της γνώμης του Άλλου, αλλά και του Άλλου ολόκληρου και δια μέσου αυτού όλων των Άλλων που συγκροτούν τη συλλογικότητα στην οποία, κατά τα λοιπά, δυστυχώς ανήκεις.
Όχι βέβαια, εσύ δεν είσαι κανάς ταρίφας να μιλάς ως ειδικός επί παντός επιστητού. Εσύ έχεις αυθεντική άποψη, τεκμηριωμένη στην πυρηνική πεποίθηση της συλλογικής ανεπάρκειας που σου έμαθαν από παιδί. Πρόκειται για την αξία της αταλάντευτης συνέπειας που αρνείται τους φλώρικους συμβιβασμούς και λέει τα πράγματα με την επίκριση που αξίζει στον κάθε άλλο που τολμάει να σε αμφισβητεί. Γιατί, το ξέρουμε, ότι το να αμφισβητείς την πυρηνική πεποίθηση της ανεπάρκειας -πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η συνεκτική αφήγηση του έθνους σου- ισοδυναμεί με πράξη εσχάτης προδοσίας. Κι αν αυτό σημαίνει πως στο τέλος θα οδηγηθείς στο να απορρίπτεις ακόμη και τη λογική, εκείνο που μετράει είναι εσύ να παραμένεις πιστός στην απόρριψη όχι μόνο της γνώμης του Άλλου, αλλά και του Άλλου ολόκληρου και δια μέσου αυτού όλων των Άλλων που συγκροτούν τη συλλογικότητα στην οποία, κατά τα λοιπά, δυστυχώς ανήκεις.
Το παρελθόν
Αυτό βέβαια είναι ένα πρώτο βασικό βήμα. Γιατί αμέσως μετά πρέπει να φτιάξεις μια δικιά σου σχέση με τον χρόνο. Και πριν απ’ όλα με το αρχαίο παρελθόν, το οποίο είναι πάντα μια ανεξάντλητη πηγή δυσμενών συγκρίσεων. Έτσι κι αλλιώς, το παρελθόν, συλλογικό ή ατομικό, είναι σχεδόν πάντα μια νοσταλγική ευτυχία με την οποία οφείλουμε να ξεμπερδεύουμε. Το μακρινό παρελθόν. Γιατί το πρόσφατο παρελθόν είναι αρκούντως δυστυχές και αυτό, οπότε δεν έχουμε παρά να το αναπαράγουμε. Με άλλα λόγια, είτε φτύνεις το μακρινό παρελθόν είτε πάσχεις από προγονοπληξία. το ζήτημα είναι να διαπιστώνεις το λίγο το παρόντος σου και, προφανώς, το ακόμη λιγότερο του μέλλοντος σου.
Γενικώς η ενασχόληση με το παρελθόν, είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο, αποσπά την προσοχή από το παρόν και αυτό είναι ένα φοβερό πλεονέκτημα για κάποιον που στοχεύει πραγματικά να είναι δυστυχισμένος. Η εμμονική ενασχόληση με το παρελθόν είναι πάντα ένα εξαιρετικό άλλοθι για να ξεφύγει κανείς από τις όποιες προοπτικές και δυνατότητες ευτυχίας μπορεί να προσφέρει το παρόν. Άσε που αν ασχοληθεί κανείς με το παρόν μπορεί να γίνει καμία στραβή και να ανακαλύψει τη δυνατότητα του να είναι ευτυχισμένος, πράγμα για το οποίο δεν είναι καθόλου προετοιμασμένος και είναι επίσης εκτός του κυρίαρχου ρεύματος και της ηγεμονικής συλλογικής αφήγησης του «τι πάθαμε γμτχμ!».
Πρόκειται για μια «αεικίνητη ταυτοκινησία» όπως πρότειναν οι μεγάλοι πατέρες του μικρού χώρου, κατά την οποία και «όποιος βιάζεται σκοντάφτει», αλλά και «το γοργόν και χάριν έχει». Πρόκειται για την διαρκή παραμονή σε έναν βηματισμό σημειωτόν, μέχρι να ιδρώσει το χώμα και να κουραστεί.
Γενικώς η ενασχόληση με το παρελθόν, είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο, αποσπά την προσοχή από το παρόν και αυτό είναι ένα φοβερό πλεονέκτημα για κάποιον που στοχεύει πραγματικά να είναι δυστυχισμένος. Η εμμονική ενασχόληση με το παρελθόν είναι πάντα ένα εξαιρετικό άλλοθι για να ξεφύγει κανείς από τις όποιες προοπτικές και δυνατότητες ευτυχίας μπορεί να προσφέρει το παρόν. Άσε που αν ασχοληθεί κανείς με το παρόν μπορεί να γίνει καμία στραβή και να ανακαλύψει τη δυνατότητα του να είναι ευτυχισμένος, πράγμα για το οποίο δεν είναι καθόλου προετοιμασμένος και είναι επίσης εκτός του κυρίαρχου ρεύματος και της ηγεμονικής συλλογικής αφήγησης του «τι πάθαμε γμτχμ!».
Πρόκειται για μια «αεικίνητη ταυτοκινησία» όπως πρότειναν οι μεγάλοι πατέρες του μικρού χώρου, κατά την οποία και «όποιος βιάζεται σκοντάφτει», αλλά και «το γοργόν και χάριν έχει». Πρόκειται για την διαρκή παραμονή σε έναν βηματισμό σημειωτόν, μέχρι να ιδρώσει το χώμα και να κουραστεί.
Ο μάρτυρας
Αλλά εδώ αναδύεται ακόμη ένα ζήτημα. Αν συνειδητοποιήσει κανείς τη δυνατότητα να είναι ευτυχής, χάνει αυτόματα τη δυνατότητα να είναι οσιομάρτυρας ή έστω μάρτυρας.
Χάνει την δυνατότητα να είναι το αθώο θύμα της μοίρας ή των πάσης φύσεως «ξένων» και αυτό αντίκειται στη βασική εκπαίδευση της «αυτοθυσίας» -εντός εισαγωγικών- για την οποία τόσο το εκπαιδευτικό όσο και το οικογενειακό σύστημα έχει παλέψει να εμπεδωθεί. Όλοι ξέρουμε, στο κάτω-κάτω, πως «ότι γράφει, δεν ξεγράφει». Αν μια συλλογικότητα συνηθίσει για δεκαετίες να βιώνει τη στέρηση ως αυταξία και «όχι με ξένες πλάτες», αν ένα άτομο εκπαιδευτεί στην απώθηση των πιο ενδόμυχων επιθυμιών του, κάνοντας γενικώς υπομονή και «υπακοή», φαίνεται λίγο αδιανόητο να σπάσει ο διάολος το πόδι του και να του κάτσει καμιά εκπλήρωση. Κι αν είναι να βρεθούμε μπροστά στο αδιανόητο ας κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να διατηρήσει και ο διάολος τη σωματική του ακεραιότητα. Τι σκατά Χριστιανοί και φιλόπονοι είμαστε στο τέλος-τέλος!
Με τον ίδιο τρόπο μπορείς να δικαιολογείς τις αποκλίσεις, τα ολέθρια λάθη ή ακόμη και τις κωλοτούμπες των κυβερνώντων, που κάνουν ότι καλύτερο μπορούν…ούτως ώστε στο τέλος να μην μπορέσουν. Η καταναγκαστική επανάληψη της στέρησης είναι το συστατικό της πιο επιτυχημένη δυστυχίας. Χάριν σ’ αυτήν μπορείς και γκρινιάζεις και διαμαρτύρεσαι και χτυπιέσαι και ολοφύρεσαι και κάνεις τη ζωή σου μια αξιοζήλευτη τραγωδία. Αυτός άλλωστε είναι ο μόνος τρόπος για να μην χάνεις το κουράγιο σου, το φιλότιμο σου, την καλοσύνη και κυρίως το χιούμορ σου και τις άλλες αρετές σου-παρ’ όλα αυτά. Σκέψου μόνο να μην ήσουν στερημένος, πως θα μπορούσες να επιδείξεις αυτά τα πατρογονικά ηθικά σου χαρίσματα;
Χάνει την δυνατότητα να είναι το αθώο θύμα της μοίρας ή των πάσης φύσεως «ξένων» και αυτό αντίκειται στη βασική εκπαίδευση της «αυτοθυσίας» -εντός εισαγωγικών- για την οποία τόσο το εκπαιδευτικό όσο και το οικογενειακό σύστημα έχει παλέψει να εμπεδωθεί. Όλοι ξέρουμε, στο κάτω-κάτω, πως «ότι γράφει, δεν ξεγράφει». Αν μια συλλογικότητα συνηθίσει για δεκαετίες να βιώνει τη στέρηση ως αυταξία και «όχι με ξένες πλάτες», αν ένα άτομο εκπαιδευτεί στην απώθηση των πιο ενδόμυχων επιθυμιών του, κάνοντας γενικώς υπομονή και «υπακοή», φαίνεται λίγο αδιανόητο να σπάσει ο διάολος το πόδι του και να του κάτσει καμιά εκπλήρωση. Κι αν είναι να βρεθούμε μπροστά στο αδιανόητο ας κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να διατηρήσει και ο διάολος τη σωματική του ακεραιότητα. Τι σκατά Χριστιανοί και φιλόπονοι είμαστε στο τέλος-τέλος!
Με τον ίδιο τρόπο μπορείς να δικαιολογείς τις αποκλίσεις, τα ολέθρια λάθη ή ακόμη και τις κωλοτούμπες των κυβερνώντων, που κάνουν ότι καλύτερο μπορούν…ούτως ώστε στο τέλος να μην μπορέσουν. Η καταναγκαστική επανάληψη της στέρησης είναι το συστατικό της πιο επιτυχημένη δυστυχίας. Χάριν σ’ αυτήν μπορείς και γκρινιάζεις και διαμαρτύρεσαι και χτυπιέσαι και ολοφύρεσαι και κάνεις τη ζωή σου μια αξιοζήλευτη τραγωδία. Αυτός άλλωστε είναι ο μόνος τρόπος για να μην χάνεις το κουράγιο σου, το φιλότιμο σου, την καλοσύνη και κυρίως το χιούμορ σου και τις άλλες αρετές σου-παρ’ όλα αυτά. Σκέψου μόνο να μην ήσουν στερημένος, πως θα μπορούσες να επιδείξεις αυτά τα πατρογονικά ηθικά σου χαρίσματα;
Ο επιμένων νικά
Διηγείται ο Paul Watzlawick μια ιστορία. «Στο δρόμο, κάτω από ένα φανάρι, ένας μεθυσμένος ψάχνει κάτι στο πεζοδρόμιο. Ένας περαστικός τον ρωτάει για το αντικείμενο των ερευνών του. "Έχασα το κλειδί μου", απαντά ο μπεκρής. Κι αρχίζουν να ψάχνουν παρέα. Λίγο αργότερα, ο περαστικός τον ρωτάει. "Μα είστε σίγουρος ότι χάσατε εδώ το κλειδί σας;" Και η απάντηση λογικότατη: "Όχι, πιο κάτω μου έπεσε, αλλά εκεί είναι σκοτεινά".
Ε ναι λοιπόν, επειδή είναι δύσκολο να ψάχνεις για κάτι στο σκοτάδι, αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος να παριστάνεις ότι μπορεί να το βρεις εκεί που είναι πιο εύκολο να ψάχνεις.
Το ότι η ιστορία αναφέρεται σε κάποιον μεθυσμένο, είναι μια λεπτομέρεια άνευ σημασίας. Εσύ πιστός στο συλλογικό πρόταγμα της δυστυχίας, κάνεις εκείνες τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές, που διακρίνονται από αυτή τη στοχοθεσία: να ψάχνεις με επιμονή να μην βρεις τίποτα. Το νεοελληνικό cogito «ο επιμένων νικά» ορίζει ρητά να συνεχίζουμε να κάνουμε ό, τι κάνουμε πάντα, ούτως ώστε να συνεχίσουμε να λαμβάνουμε σαν αποτέλεσμα αυτό που λαμβάνουμε πάντα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις πολιτικές μας επιλογές ή την αδιατάρακτη ισχύ της οικογενειοκρατίας για να καταλάβει τι εννοώ. Αρκετοί μάλιστα είναι υπερήφανοι γι’ αυτή την αρετή της επιμονής που τους οδήγησε, για παράδειγμα, να ψηφίζουν για 40 χρόνια τον ΠΑΣΟΚικό ή τον Μητσοτακέϊκο παρασιτισμό στις διάφορες εκδοχές του. Το αν το πραγματικό όνομα μιας τέτοιας λειτουργίας είναι ο όρος "νεύρωση", είναι κάτι που αφορά τους «τρελο-ειδικούς», τους οποίους άμα έχεις καλούς φίλους και μια καφετζού με προορατικό χάρισμα δεν τους χρειάζεσαι.
Σκέψου, επίσης για παράδειγμα, την ισχύ που έχει στο ελληνικό συλλογικό σώμα ή έννοια του «μονόδρομου». Για κάθε ελληνικό συλλογικό ή και ατομικό -πολύ συχνά- πρόβλημα πάντα μία είναι η μοναδική εφικτή, λογική ή επιτρεπτή λύση. Το αρκτικόλεξο ΤΙΝΑ είναι ελληνική συντομογραφία του «και τι α κάνς!» Και πάντα ο μονόδρομος τίθεται ως μια διλημματική μηχανική που κατά βάσιν σου δείχνει τον έναν και μοναδικό δρόμο. Από το «Καραμανλής ή τανκς» και το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» μέχρι το «Μένουμε Ευρώπη» μία είναι η «λύση» και τα όποια προβλήματα οφείλονται στο έλλειμμα υπομονής! Το ότι αυτή ακριβώς η «φόρμουλα» της «επιμονής» έχει οδηγήσει, καλή ώρα, ολόκληρα είδη σε εξαφάνιση, δεν έχει επίσης την παραμικρή σημασία για τον αποφασισμένο να είναι δυστυχής.
Βεβαίως, θα αντιτείνει ο γνωστός αντιρρησίας, υπάρχει και το «ο τολμών νικά!» Ναι, αλλά αυτό αφορά τους στρατόκαβλους καταδρομείς των ειδικών δυνάμεων και εν πάση περιπτώσει, «του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ». Να τα λέμε αυτά!
Ε ναι λοιπόν, επειδή είναι δύσκολο να ψάχνεις για κάτι στο σκοτάδι, αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος να παριστάνεις ότι μπορεί να το βρεις εκεί που είναι πιο εύκολο να ψάχνεις.
Το ότι η ιστορία αναφέρεται σε κάποιον μεθυσμένο, είναι μια λεπτομέρεια άνευ σημασίας. Εσύ πιστός στο συλλογικό πρόταγμα της δυστυχίας, κάνεις εκείνες τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές, που διακρίνονται από αυτή τη στοχοθεσία: να ψάχνεις με επιμονή να μην βρεις τίποτα. Το νεοελληνικό cogito «ο επιμένων νικά» ορίζει ρητά να συνεχίζουμε να κάνουμε ό, τι κάνουμε πάντα, ούτως ώστε να συνεχίσουμε να λαμβάνουμε σαν αποτέλεσμα αυτό που λαμβάνουμε πάντα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις πολιτικές μας επιλογές ή την αδιατάρακτη ισχύ της οικογενειοκρατίας για να καταλάβει τι εννοώ. Αρκετοί μάλιστα είναι υπερήφανοι γι’ αυτή την αρετή της επιμονής που τους οδήγησε, για παράδειγμα, να ψηφίζουν για 40 χρόνια τον ΠΑΣΟΚικό ή τον Μητσοτακέϊκο παρασιτισμό στις διάφορες εκδοχές του. Το αν το πραγματικό όνομα μιας τέτοιας λειτουργίας είναι ο όρος "νεύρωση", είναι κάτι που αφορά τους «τρελο-ειδικούς», τους οποίους άμα έχεις καλούς φίλους και μια καφετζού με προορατικό χάρισμα δεν τους χρειάζεσαι.
Σκέψου, επίσης για παράδειγμα, την ισχύ που έχει στο ελληνικό συλλογικό σώμα ή έννοια του «μονόδρομου». Για κάθε ελληνικό συλλογικό ή και ατομικό -πολύ συχνά- πρόβλημα πάντα μία είναι η μοναδική εφικτή, λογική ή επιτρεπτή λύση. Το αρκτικόλεξο ΤΙΝΑ είναι ελληνική συντομογραφία του «και τι α κάνς!» Και πάντα ο μονόδρομος τίθεται ως μια διλημματική μηχανική που κατά βάσιν σου δείχνει τον έναν και μοναδικό δρόμο. Από το «Καραμανλής ή τανκς» και το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» μέχρι το «Μένουμε Ευρώπη» μία είναι η «λύση» και τα όποια προβλήματα οφείλονται στο έλλειμμα υπομονής! Το ότι αυτή ακριβώς η «φόρμουλα» της «επιμονής» έχει οδηγήσει, καλή ώρα, ολόκληρα είδη σε εξαφάνιση, δεν έχει επίσης την παραμικρή σημασία για τον αποφασισμένο να είναι δυστυχής.
Βεβαίως, θα αντιτείνει ο γνωστός αντιρρησίας, υπάρχει και το «ο τολμών νικά!» Ναι, αλλά αυτό αφορά τους στρατόκαβλους καταδρομείς των ειδικών δυνάμεων και εν πάση περιπτώσει, «του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ». Να τα λέμε αυτά!
Η συμπεριφορά της αποφυγής
Όμως υπάρχει και κάτι τελευταίο που χρειάζεται ακόμη ως έθνος να τελειοποιήσουμε. Πρόκειται για τη «συμπεριφορά της αποφυγής», που παρ’ ότι μας έχει βοηθήσει πολύ μέχρι σήμερα στην πορεία της συλλογικής μας αυτοκαταστροφής, εντούτοις, χρειάζεται κάποια τελειοποίηση.
Ας ακολουθήσουμε ένα κλασσικό συμπεριφορικό παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι διοχετεύουμε μια ηλεκτρική εκκένωση στην οπλή ενός αλόγου με μια μεταλλική πλάκα που έχουμε κρύψει στο δάπεδο του στάβλου. Αν συνεχίσουμε το πείραμα και πριν από κάθε ηλεκτροσόκ χτυπάμε ένα κουδούνι, το καημένο το ζωντανό θα αναπτύξει μια παράδοξη σχέση αιτιότητας μεταξύ κουδουνιού και της δυσάρεστης αίσθησης του ηλεκτροσόκ. Από εκεί και πέρα, το άλογο, κάθε φορά που θα ακούει το κουδούνι θα σηκώνει το πόδι για να αποφύγει το ηλεκτροσόκ. Και βέβαια οι πειραματιστές γνωρίζουν πολύ καλά ότι μόλις αυτή η σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος εγκαθιδρυθεί, το ηλεκτροσόκ παύει να χρειάζεται. Αρκεί το κουδούνι. Αρκεί το κουδούνι για να προκαλέσει την αντίδραση του ποδιού. Του αλόγου. Και το πιο καταπληκτικό είναι ότι αν μπούμε λίγο στη θέση του ζώου, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αυτή συμπεριφορά αποφυγής μας βοηθάει δόξα τω Θεώ. Η πεποίθηση μας ότι όταν χτυπήσει το κουδούνι, εμείς αρκεί να σηκώσουμε το ποδάρι μας για να αποφύγουμε την οδύνη του ηλεκτροσόκ, εδραιώνεται όλο και πιο πολύ.
Φαίνεται πως στη μακρόχρονη ιστορία του μικρού χώρου το κουδούνι αυτό χτύπησε πολλές φορές και αρκετές απ’ αυτές βιώθηκε έντονα η οδύνη του ηλεκτροσόκ που ακολούθησε.
Κι έτσι εκπαιδευτήκαμε να σηκώνουμε υπάκουα το ποδάρι στο κάθε κουδούνισμα. Και είναι ιλαρο-τραγικό ότι ο χώρος που δημιούργησε το «έλλογο» είναι σήμερα ο στάβλος του «ά-λογου». Στην ιδέα και μόνο να αγγίξουμε το πόδι στο πάτωμα του στάβλου ακούγεται η εσωτερική φωνή του σημαντικού Άλλου ή των κυρίαρχων ελίτ, που τη μια στιγμή λέει «πρόσεχε» και στην επόμενη «στα ‘λεγα εγώ». Κι ύστερα έρχεται η φωνή του δικού μας γαμώτο «το ‘ξερα εγώ».
Αλλά, αν εγκαταλείψουμε για λίγο την αυτοσαρκαστική ειρωνεία του άρθρου, οφείλουμε εδώ να εντοπίσουμε μια σημαντική λεπτομέρεια: η «συμπεριφορά αποφυγής», η άρνηση με άλλα λόγια της ριψοκινδύνευσης, μας εμποδίζει από το να ανακαλύψουμε ότι, μπορεί να πάρει η ευχή, ο κίνδυνος να μην υφίσταται πλέον. Ισχυρίζομαι ότι η ιδέα της συλλογικής μας δυστυχίας, ανεπάρκειας, μοναξιάς κ.λπ.-συμπληρώστε ελεύθερα ότι αρνητικό χαρακτηρισμό- έχει καλλιεργηθεί τόσο πολύ και τόσο κατάλληλα, έχει γίνει τόσο εδραιωμένη πεποίθηση, μας έχει καρφωθεί τόσο πολύ το μοιραίο της συλλογικής μας δυστυχίας -το λέει άλλωστε και το ζώδιο της χώρας- που δημιούργησε μια ανάλογη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα γεμάτη ψευδή ελλείμματα που όμως έγιναν, εν τέλει, εντελώς αληθινά. Και προς το παρόν δεν έχω καμία άλλη ιδέα για το πως μπορούμε να βγούμε απ’ αυτό, εκτός από το να πάρουμε επιτέλους τα ρίσκα που χρειάζονται στη διεκδίκηση της ατομικής και συλλογικής μας ευτυχίας. Αν πιστεύουμε ακόμη κάπου βαθιά μέσα μας ότι αυτή μας αξίζει…
*Το άρθρο είναι βασισμένο στο βιβλίο «Φτιάξε τη δυστυχία μόνος σου», του Paul Watzlawick
** Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι ΜSc. Αναπτυξιακός & Κοινωνικός Ψυχολόγος - Συγγραφέας, Βοηθός Διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
Ας ακολουθήσουμε ένα κλασσικό συμπεριφορικό παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι διοχετεύουμε μια ηλεκτρική εκκένωση στην οπλή ενός αλόγου με μια μεταλλική πλάκα που έχουμε κρύψει στο δάπεδο του στάβλου. Αν συνεχίσουμε το πείραμα και πριν από κάθε ηλεκτροσόκ χτυπάμε ένα κουδούνι, το καημένο το ζωντανό θα αναπτύξει μια παράδοξη σχέση αιτιότητας μεταξύ κουδουνιού και της δυσάρεστης αίσθησης του ηλεκτροσόκ. Από εκεί και πέρα, το άλογο, κάθε φορά που θα ακούει το κουδούνι θα σηκώνει το πόδι για να αποφύγει το ηλεκτροσόκ. Και βέβαια οι πειραματιστές γνωρίζουν πολύ καλά ότι μόλις αυτή η σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος εγκαθιδρυθεί, το ηλεκτροσόκ παύει να χρειάζεται. Αρκεί το κουδούνι. Αρκεί το κουδούνι για να προκαλέσει την αντίδραση του ποδιού. Του αλόγου. Και το πιο καταπληκτικό είναι ότι αν μπούμε λίγο στη θέση του ζώου, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αυτή συμπεριφορά αποφυγής μας βοηθάει δόξα τω Θεώ. Η πεποίθηση μας ότι όταν χτυπήσει το κουδούνι, εμείς αρκεί να σηκώσουμε το ποδάρι μας για να αποφύγουμε την οδύνη του ηλεκτροσόκ, εδραιώνεται όλο και πιο πολύ.
Φαίνεται πως στη μακρόχρονη ιστορία του μικρού χώρου το κουδούνι αυτό χτύπησε πολλές φορές και αρκετές απ’ αυτές βιώθηκε έντονα η οδύνη του ηλεκτροσόκ που ακολούθησε.
Κι έτσι εκπαιδευτήκαμε να σηκώνουμε υπάκουα το ποδάρι στο κάθε κουδούνισμα. Και είναι ιλαρο-τραγικό ότι ο χώρος που δημιούργησε το «έλλογο» είναι σήμερα ο στάβλος του «ά-λογου». Στην ιδέα και μόνο να αγγίξουμε το πόδι στο πάτωμα του στάβλου ακούγεται η εσωτερική φωνή του σημαντικού Άλλου ή των κυρίαρχων ελίτ, που τη μια στιγμή λέει «πρόσεχε» και στην επόμενη «στα ‘λεγα εγώ». Κι ύστερα έρχεται η φωνή του δικού μας γαμώτο «το ‘ξερα εγώ».
Αλλά, αν εγκαταλείψουμε για λίγο την αυτοσαρκαστική ειρωνεία του άρθρου, οφείλουμε εδώ να εντοπίσουμε μια σημαντική λεπτομέρεια: η «συμπεριφορά αποφυγής», η άρνηση με άλλα λόγια της ριψοκινδύνευσης, μας εμποδίζει από το να ανακαλύψουμε ότι, μπορεί να πάρει η ευχή, ο κίνδυνος να μην υφίσταται πλέον. Ισχυρίζομαι ότι η ιδέα της συλλογικής μας δυστυχίας, ανεπάρκειας, μοναξιάς κ.λπ.-συμπληρώστε ελεύθερα ότι αρνητικό χαρακτηρισμό- έχει καλλιεργηθεί τόσο πολύ και τόσο κατάλληλα, έχει γίνει τόσο εδραιωμένη πεποίθηση, μας έχει καρφωθεί τόσο πολύ το μοιραίο της συλλογικής μας δυστυχίας -το λέει άλλωστε και το ζώδιο της χώρας- που δημιούργησε μια ανάλογη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα γεμάτη ψευδή ελλείμματα που όμως έγιναν, εν τέλει, εντελώς αληθινά. Και προς το παρόν δεν έχω καμία άλλη ιδέα για το πως μπορούμε να βγούμε απ’ αυτό, εκτός από το να πάρουμε επιτέλους τα ρίσκα που χρειάζονται στη διεκδίκηση της ατομικής και συλλογικής μας ευτυχίας. Αν πιστεύουμε ακόμη κάπου βαθιά μέσα μας ότι αυτή μας αξίζει…
*Το άρθρο είναι βασισμένο στο βιβλίο «Φτιάξε τη δυστυχία μόνος σου», του Paul Watzlawick
** Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι ΜSc. Αναπτυξιακός & Κοινωνικός Ψυχολόγος - Συγγραφέας, Βοηθός Διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
Πηγή: tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου