Πράσινες business με το νέο Εθνικό Σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα - Δημιουργείται έντονη δυσπιστία αν όντως το φυσικό αέριο θα εξυπηρετήσει τη λογική της μετάβασης από τον λιγνίτη στις ΑΠΕ ή ήρθε για να μείνει στο εθνικό ενεργειακό μίγμα, εξυπηρετώντας τα ιδιωτικά συμφέροντα
Του Κωνσταντίνου Β. Χατζή*
Στις 28 Νοεμβρίου 2019 παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο βρίσκεται στη διαδικασία της διαβούλευσης στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής. Το συγκεκριμένο ΕΣΕΚ έρχεται να αντικαταστήσει το ΕΣΕΚ που είχε εκπονηθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιανουάριο και είχε πάρει την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Παρουσιάζουμε έναν συγκριτικό πίνακα των στόχων της Ε.Ε. για το 2030 και των εθνικών στόχων όπως περιγράφονται στο ΕΣΕΚ του Ιανουαρίου του 2019 και το νέο υπό διαβούλευση ΕΣΕΚ του Νοεμβρίου του 2019. Όπως φαίνεται και από τον πίνακα, το αρχικό ΕΣΕΚ έθετε πιο μετριοπαθείς στόχους αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση, σύμφωνα με το πνεύμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το νέο ΕΣΕΚ φαίνεται πιο τολμηρό και μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε. για κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη το 2050, καθώς οι στόχοι φαίνεται να ξεπερνούν και στις τρεις κατηγορίες τους μέσους ευρωπαϊκούς στόχους, γεγονός που εξηγείται από την απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην πλήρη απολιγνιτοποίηση της χώρας εμπροσθοβαρώς μέχρι το 2028. Το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έρχεται να νομοθετήσει εκ νέου η ελληνική κυβέρνηση βρίσκει τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ να αποτελούν τη βάση σχεδιασμού και επικοινωνίας σε όλο τον κόσμο και στην Ε.Ε. το πλαίσιο για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη ώς το 2050 να γίνονται όλο και πιο αυστηρό.
Ο εμβληματικός στόχος της νέας αναθεωρημένης κυβερνητικής στρατηγικής για το ΕΣΕΚ αποτελεί το ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα για τη δραστική και οριστική μείωση του μεριδίου λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή (απολιγνιτοποίηση), με χρονικό ορίζοντα την επόμενη δεκαετία, και την πλήρη αποβολή του από το εγχώριο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το 2028. Μπορεί εύκολα κανείς να συνειδητοποιήσει τη μεγάλη σημασία μιας τέτοιας στόχευσης τόσο σε εθνικό όσο και τοπικό επίπεδο για τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και Αρκαδίας. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες στρεβλώσεις και ερωτηματικά στο πώς παρουσιάζεται και σχεδιάζεται αυτή η πρόταση. Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως η ανάγκη για μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή είναι δεδομένη για όσους προσεγγίζουν με υπευθυνότητα και όχι επιφανειακά τα ζητήματα της κλιματικής κρίσης. Σύμφωνα με μελέτη του ΤΕ.Ε. Δυτικής Μακεδονίας, η έναρξη της μεταλιγνιτικής εποχής δεν εξαρτάται μονοσήμαντα από το μέγεθος των λιγνιτικών αποθεμάτων αλλά διαμορφώνεται από τις εθνικές πολιτικές στον τομέα της ενέργειας, την οικονομική βιωσιμότητα νέων λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής και τις νομικά δεσμευτικές περιβαλλοντικές υποχρεώσεις της χώρας μας (ΑΝΚΟ, 2014).
Εύλογα λοιπόν θεωρούμε ως χρόνο μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο η εκμετάλλευση του λιγνίτη διατηρεί την απαραίτητη δυναμική, ώστε να στηρίξει βιώσιμα την είσοδο της Ελλάδας σε καθεστώς χαμηλής λιγνιτικής εξάρτησης και εντέλει απεξάρτησης.
Είναι γεγονός πως η συζήτηση έπρεπε να είχε ξεκινήσει με σοβαρούς όρους τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία (2010 - 2020), έτσι ώστε να μπορέσει να σχεδιαστεί επαρκώς η νέα εποχή και με σύμμαχο την τοπική κοινωνία που δικαιολογημένα αγωνιά πρωτίστως για τη διατήρηση των ελάχιστων θέσεων εργασίας, μιλώντας συγκεκριμένα για την περιοχή της Κοζάνης και της Πτολεμαΐδας. Η προηγούμενη κυβέρνηση δεν άδραξε την ευκαιρία να σχεδιάσει και να διαβουλευτεί με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για ένα οραματικό, προοδευτικό και δίκαιο σχέδιο απανθρακοποίησης της ενέργειας της χώρας. Κρύφτηκε πίσω από ένα αντιφατικό ΕΣΕΚ, όπου λιγνίτης και ΑΠΕ πήγαιναν χέρι - χέρι στο διηνεκές και μετατόπιζαν σε βάθος χρόνου τις κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον των περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας. Έκλειναν έτσι το μάτι στους τοπικούς φορείς να συνεχίσουν τη διατήρηση ενός ξεπερασμένου και μονοδιάστατου μοντέλου ανάπτυξης πλήρως εξαρτημένου από τον λιγνίτη, ισχυρισμός που επιβεβαιώνεται αν αναλύσει κανείς τα στρατηγικά και επιχειρησιακά σχέδια της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και των Δήμων Κοζάνης και Εορδαίας, τα οποία προσέγγιζαν το θέμα επιφανειακά και έπεφταν συχνά σε αντιφάσεις του τύπου: και κάρβουνο και φυσικό περιβάλλον, και ενεργειακό κέντρο της χώρας και επιστροφή στον πρωτογενή τομέα και τα τοπικά προϊόντα.
Χωρίς διαβούλευση
Όσον αφορά τα σημερινά δεδομένα, το όλο εγχείρημα ξεκίνησε με λάθος τρόπο. Είναι εντελώς εσφαλμένη η επιλογή να ανακοινώσει αιφνιδιαστικά ο πρωθυπουργός στη συνέλευση του ΟΗΕ, δεσμεύοντας με αυτόν τον τρόπο τη χώρα, την πλήρη απολιγνιτοποίησή της έως το 2028, χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη διαβούλευση με την επιστημονική κοινότητα και την τοπική κοινωνία, χωρίς καν να έχει δημιουργηθεί το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το ΕΣΕΚ παρουσιάστηκε στις 28.11.2019 και η εξαγγελία του πρωθυπουργού στον ΟΗΕ έγινε στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2019.
Ενστάσεις στις επιλογές
Το ΕΣΕΚ είναι ένα πολύ σοβαρό εργαλείο στον σχεδιασμό της ενεργειακής πολιτικής για την επόμενη δεκαετία, ειδικά όταν εμπεριέχει μια τέτοια, στρατηγικής σημασίας απόφαση για ολόκληρη την χώρα. Με όλα αυτά, τα ερωτηματικά και οι ενστάσεις για τις επιλογές τους είναι πλέον αρκετές. Αναλυτικά:
● Η Ευρώπη έχει αποφασίσει την πλήρη απανθρακοποίησή της έως το 2050 ώστε να καταστεί την κλιματικά ουδέτερη. Εδώ κρύβεται και η πρώτη στρέβλωση του νέου ΕΣΕΚ, στο οποίο καταγράφεται μια αρκετά φιλόδοξη απόφαση για ολική απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2028, ενώ ταυτόχρονα συνδέεται πλήρως η εθνική οικονομία με το φυσικό αέριο. Το ΕΣΕΚ προβλέπει την αύξηση του φυσικού αερίου κατά 80 % έως το 2030, καθώς αυτό θα είναι το μεταβατικό καύσιμο μεταξύ λιγνίτη και ΑΠΕ, ένα καύσιμο με σαφώς χαμηλότερες εκπομπές CO2 από τον λιγνίτη αλλά όχι με μηδενικές εκπομπές. Γεννάται εύλογα το ερώτημα αν έχει νόημα να γίνουν τόσο σημαντικές επενδύσεις μέσα στην επόμενη δεκαετία σε ένα καύσιμο, το οποίο είναι εισαγόμενο και έχει σημαντικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Θα βρεθούμε πάλι σε μια δεκαετία στο ίδιο σημείο με σήμερα, όταν θα υποχρεούμαστε να φτάσουμε τις μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050 και δεν θα έχουμε αποσβέσει τις επενδύσεις στο φυσικό αέριο.
● Ταυτόχρονα, δημιουργείται έντονη δυσπιστία αν όντως το φυσικό αέριο θα εξυπηρετήσει τη λογική της μετάβασης ή ήρθε για να μείνει στο εθνικό ενεργειακό μίγμα, εξυπηρετώντας τα ιδιωτικά συμφέροντα. Παράγοντες της αγοράς έχουν πει ότι η μεταβατική αυτή περίοδος θα διαρκέσει «τουλάχιστον μέχρι το 2040», ενώ περιβαλλοντικές οργανώσεις εκφράζουν την ανησυχία τους για την πιθανότητα το φυσικό αέριο να αποδειχθεί, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αντίστοιχο οικονομικό και περιβαλλοντικό πρόβλημα με αυτό που αποτελεί σήμερα ο λιγνίτης. Την ώρα που ανακοινώνεται από την κυβέρνηση η απεξάρτηση από τον λιγνίτη, πέντε έργα μονάδων φυσικού αερίου βρίσκονται σε διαδικασία αδειοδότησης από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, όλα ιδιωτικά και με εισαγόμενο το φυσικό αέριο.
● Η χώρα έχει προχωρήσει ήδη στην ιδιωτικοποίηση του δικτύου φυσικού αερίου (ΔΕΣΦΑ) και ταυτόχρονα σχεδιάζει ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων στον τομέα της ενέργειας, όπως ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΗΕ, ΕΛΠΕ και ΔΕΠΑ, μην αφήνοντας έτσι βαθμούς ελευθερίας άσκησης εθνικής πολιτικής και δημιουργώντας ουσιαστικά ένα ιδιωτικό μονοπώλιο στον τομέα της ενέργειας.
● Το ΕΣΕΚ σχεδιάστηκε χωρίς το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο για την τεκμηρίωσή του. Δεν έχει δημοσιοποιηθεί η μελέτη επάρκειας ισχύος του ΑΔΜΗΕ για την επόμενη δεκαετία (θα ανακοινωθεί στις αρχές του 2020). Οι ανανεώσιμες πηγές προβλέπεται ότι θα διπλασιαστούν τα επόμενα χρόνια, χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη για το πού ακριβώς θα τοποθετηθούν (χωροταξικό σχέδιο για ΑΠΕ). Ο χωροταξικός σχεδιασμός είναι μια αρκετά χρονοβόρα διαδικασία, ακόμα όμως κι αν λυθεί πολύ γρήγορα, δεν είναι καθόλου βέβαιο αν το ηλεκτρικό δίκτυο θα μπορεί να απορροφήσει την παραγόμενη ανανεώσιμη ενέργεια. Ούτε και σε αυτό το σημείο έχουμε ξεκάθαρη ερμηνεία από το ΕΣΕΚ.
● Οι αναγκαίες επενδύσεις εκτιμώνται, στο ΕΣΕΚ, στα 44 δισ. ευρώ μέχρι το 2030, χωρίς να υπάρχει επαρκής ανάλυση για το πού θα βρεθούν τα χρήματα αυτά, οπότε τίθεται το όλο εγχείρημα στον αέρα.
● Το σχέδιο δίκαιης μετάβασης για την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, όπου έχει και την περισσότερη λιγνιτική δραστηριότητα, θα ανακοινωθεί το πρώτο εξάμηνο του 2020, επομένως μέχρι να υπάρξει διαβούλευση, να γίνουν απαραίτητες βελτιώσεις και να γίνει νόμος του κράτους σίγουρα μιλάμε για έναρξη εφαρμογής του από το 2021, άρα η χρονική ψαλίδα κλείνει και άλλο για μια κοινωνία σε έκτακτη ανάγκη. Η βιώσιμη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα, με δίκαιο τρόπο ώστε να μην αφανιστούν ολόκληρες περιοχές (π.χ. Κοζάνη, Πτολεμαΐδα), δεν μπορεί να είναι μια ουδέτερη πολιτική επιλογή. Πρέπει να έχει ξεκάθαρο προοδευτικό πρόσημο, με τον πολίτη στο επίκεντρο και σύμμαχο στην όλη προσπάθεια. Επομένως, είναι εξαιρετικά απίθανο να επιτευχθεί με την υπάρχουσα κυβέρνηση, που, με πρόσχημα το περιβάλλον, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ιδιωτών, θέτοντας μια ολόκληρη χώρα σε μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση και περιοχές με λιγνιτική δραστηριότητα σε κίνδυνο ερημοποίησης.
* Ο Κωνσταντίνος Β. Χατζής είναι χημικός μηχανικός ΑΠΘ, μεταπτυχιακός φοιτητής ΕΜΠ «Περιβάλλον και Ανάπτυξη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου