Η Δύση αποδυναμώνεται
Αυτή είναι και η περίπτωση της Τουρκίας και του Ερντογάν, που έχει “διαβάσει” τα μηνύματα των καιρών με τέτοιο τρόπο ώστε έχει καταλήξει στο αμείλικτο συμπέρασμα πως η ισχύς και η ενότητα της Δύσης αποδυναμώνονται μακροπρόθεσμα. Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον η υπερδύναμη του παρελθόντος, ούτε και σε θέση ή θέληση να συνεχίσουν τον κοστοβόρο ρόλο του “παγκόσμιου χωροφύλακα”. Το “η Αμερική Πρώτα” του Τραμπ μεταφράζεται ως μια σύγχρονη εκδοχή του παραδοσιακού αμερικανικού απομονωτισμού. Η μετά-Brexit Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε αμηχανία και φάση εσωστρέφειας, αδυνατεί να διαχειριστεί με αλληλεγγύη το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα, ενώ οι φυγόκεντρες τάσεις είναι ακόμη υπαρκτές.
Η Ρωσία του Πούτιν ανακάμπτει, διεκδικεί επιρροή και εδάφη στο “εγγύς εξωτερικό” της (στο χώρο πρώην Σοβιετικής Ένωσης), και επιβεβαιώνει τον παγκόσμιο ρόλο της ειδικά στην Μέση Ανατολή, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Συρία. Τέλος η Κίνα εξακτινώνεται γεωοικονομικά σε όλο σχεδόν τον πλανήτη, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, επενδύει σε στρατηγικούς τομείς ανάπτυξης από την Αφρική μέχρι την Ανατολική Ευρώπη, δημιουργώντας μια πολυεπίπεδη σχέση εξάρτησης με διάφορες χώρες κι ένα μετα-μοντέρνο είδος αυτοκρατορίας.
Η Τουρκία απομακρύνεται από τη Δύση
Σε αυτό το μεταβατικό, αβέβαιο και αποσταθεροποιημένο περιβάλλον ο Ερντογάν φαίνεται πως έχει πάρει τη στρατηγική απόφαση να απομακρύνει την Τουρκία από τη φιλοδυτική της τροχιά, και να ακολουθήσει μια, όσο γίνεται, αυτόνομη πορεία διεκδικώντας ταυτόχρονα έναν ευρύτερο γεωπολιτικό ρόλο. Αν και ο Ερντογάν, ως ισλαμιστής πολιτικός ανέκαθεν δυσανασχετούσε με τον κοσμικό και φιλοδυτικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, το οποίο επέβαλε ο Κεμάλ Ατατούρκ και στο οποίο γαλουχήθηκαν τρεις γενιές Τούρκων, και προωθούσε αργά αλλά σταθερά μια ατζέντα “ισλαμοποίησης” της Τουρκίας, εντούτοις δεν τόλμησε ως τώρα να έρθει ανοικτά σε μετωπική σύγκρουση με τον κοσμικό και κεμαλικό χαρακτήρα του κράτους.
Ωστόσο, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, άδραξε την ευκαιρία να ξεριζώσει το “βαθύ κράτος” της Τουρκίας, που απαρτιζόταν κυρίως από Κεμαλιστές, να εξοντώσει πολιτικούς του αντιπάλους και να κυνηγήσει αντιφρονούντες, αλλά και υπερασπιστές του κοσμικού κράτους γεμίζοντας τις φυλακές ή “εξορίζοντάς” τους στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα, προκειμένου να ξανακερδίσει τις εκλογές και να παραμείνει στην εξουσία, συμμάχησε με τους Τούρκους εθνικιστές, υιοθετώντας λίγο ή πολύ τη δική τους ατζέντα σε ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, όπως στο Κουρδικό, στο Συριακό, στο Κυπριακό, στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο ζήτημα της Ανατολικής Μεσογείου.
Το νέο “Ανατολικό Ζήτημα”
Αυτό δημιούργησε αναπόφευκτα μια αναζωπύρωση περιφερειακών ζητημάτων και κρίσεων, που είχαν “παγώσει” κατά κάποιον τρόπο λόγω της πολιτικής των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες”, την οποία είχε υιοθετήσει ως ένα βαθμό η κυβέρνηση Ερντογάν, υπό την επίδραση και του Αχμέτ Νταβούτογλου (βλ. Το Στρατηγικό Βάθος), κατά την περίοδο 2002-2015. Μετά το 2016 οι αναθεωρητικές τάσεις και φιλοδοξίες της Άγκυρας αναζωπυρώθηκαν, εξαιτίας και μιας νέας “υπαρξιακής κρίσης” και “αναζήτησης ταυτότητας” της Τουρκίας σ' έναν δραματικά μεταβαλλόμενο κόσμο, όπου ο ρόλος της Δύσης αποδυναμώνεται.
Έτσι ένα νέο “Ανατολικό Ζήτημα” έχει ανασκάψει, το οποίο έχει και πάλι την Τουρκία στο επίκεντρό του. Εκείνο της Ανατολικής Μεσογείου, που έχει να κάνει τόσο με την κατανομή των ενεργειακών πόρων, όσο και με τις φιλοδοξίες της Τουρκίας για έναν αυτόνομο και ηγεμονικό περιφερειακό ρόλο. Καθώς αποξενώνεται από τη Δύση η ερντογανική Τουρκία γίνεται όλο και πιο βίαιη και αλλοπρόσαλλη. Σχεδόν όλες οι κινήσεις της Άγκυρας, από την “ζώνη ασφάλειας” στη βόρεια Συρία, την αποστολή γεωτρύπανων στην ΑΟΖ της Κύπρου, αλλά και το πρόσφατο μνημόνιο με τη Λιβύη (κυβέρνηση της Τρίπολης) για καθορισμό υφαλοκρηπίδας, εκτός από παράνομες είναι άκρως αποσταθεροποιητικές. Είναι επικίνδυνες για τη διεθνή ειρήνη και την περιφερειακή σταθερότητα, και μάλιστα σε μια περιοχή στην οποία η Ελλάδα έχει νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα, οικονομικής και γεωπολιτικής φύσης, καθώς είναι ο χώρος που τη συνδέει με την Κύπρο, τη Μέση Ανατολή και τη βορειοανατολική Αφρική -ένα πραγματικό σταυροδρόμι τριών ηπείρων.
Το Δυτικό “μαστίγιο και καρότο” δεν αποδίδει
Η Δύση δεν είναι διατεθειμένη να χάσει την Τουρκία, τουλάχιστον όχι αμαχητί. Αυτό δε σημαίνει όμως πως, για να αποφύγει αυτό το αρνητικό ενδεχόμενο, θα πρέπει να κάνει υποχωρήσεις, κατευνασμούς και εκπτώσεις απέναντι στην ερντογανική Τουρκία, και εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, μόνο και μόνο για να την κρατήσει σε φιλοδυτική τροχιά. Από την άλλη δεν μπορεί να αφήσει την Τουρκία να γίνει “κανόνι ελεύθερο στο κατάστρωμα” και να καταστρέψει με τις αναθεωρητικές πολιτικές και τακτικές της ολόκληρο το Ευρωατλαντικό σύστημα ασφάλειας στην περιοχή, ξεκινώντας από τη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Γι' αυτό η τακτική που ακολουθεί μέχρι τώρα η Δύση είναι αυτή του “μαστιγίου και του καρότου” αλλά ο Ερντογάν, ως έμπειρος “παίκτης” πλέον, κατανοεί τα όρια της υποχωρητικότητας της Ευρώπης και της Δύσης και προσπαθεί να αποσπάσει τα μέγιστα οφέλη προτού “φρενάρει” την επιθετική του πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο.
East Med και αποτρεπτική στρατηγική της Αθήνας
Απέναντι σε αυτή την αναθεωρητική Τουρκία η Ελλάδα, που είναι μια δύναμη Status Quo με σημαία της το διεθνές δίκαιο και τις συνθήκες, πρέπει να ισχυροποιήσει τις συμμαχίες της, περιφερειακά και διεθνώς, αλλά και να οργανώσει μια στρατηγική ανάσχεσης, αυξάνοντας την αποτρεπτική της ισχύ, αλλά και την αποφασιστικότητά της. Η στρατηγικής φύσεως συμφωνία για τον αγωγό East Med, με τη διακρατική συμφωνία που εμπλέκει Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ και Ιταλία, με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ και με με την διεύρυνσή της με τη συμμετοχή της Αιγύπτου και της Γαλλίας, αποτελεί κατάλληλη απάντηση απέναντι στην αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, αλλά δεν είναι από μόνη της αρκετή.
Διανομή των ενεργειακών πόρων;
Η Τουρκία δεν μπορεί και δεν γίνεται να μείνει έξω από την κατανομή/διανομή των φυσικών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και η ίδια έχει, εκτός από εκτεταμένες ακτές, νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή, που αυξάνονται αν προστεθεί στην εξίσωση και ο παράγοντας βόρεια Κύπρος και Τουρκοκύπριοι. Το θέμα είναι αυτή η κατανομή να μη γίνει με αναχρονιστικούς όρους “δικαίου του ισχυρού”, “στρατηγικής των κανονιοφόρων” ή “ανατολίτικου παζαριού”, που επιδιώκει η Άγκυρα, αλλά με όρους Διεθνούς Δικαίου και δικαίου της θάλασσας, που προβλέπει ξεκάθαρα πως και τα νησιά έχουν επιρροή στην υφαλοκρηπίδα και στην ΑΟΖ.
24 χρόνια μετά τα Ίμια προς ένα νέο “θερμό επεισόδιο”;
Σε κάθε περίπτωση η Αθήνα θα πρέπει να διατηρεί ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας και συνομιλιών με την Άγκυρα, υπενθυμίζοντας ότι επιδιώκει όχι να “στραγγαλίσει γεωπολιτικά” την Τουρκία, αλλά την καλή γειτονία, με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τις συνθήκες, και με γνώμονα την ειρήνη και τα πραγματικά αμοιβαία συμφέροντα των δύο λαών. Αν δεν προσέξει η Ελλάδα υπάρχει ο ορατός κίνδυνος, τριάντα τρία χρόνια μετά την ελληνοτουρκική κρίση του 1987 (Σισμίκ) και είκοσι τέσσερα χρόνια από την κρίση του 1996 (Ιμία), η χώρα μας να παρασυρθεί σ' ένα νέο “θερμό επεισόδιο” με την Τουρκία, και μάλιστα σε μια εποχή που η Δύση είναι διασπασμένη και ο παγκόσμιος ρόλος της αποδυναμωμένος. Η διαχείριση, όχι επικοινωνιακά αλλά επί της ουσίας, και η έκβαση μιας τέτοιας κρίσης θα καθορίσει και την έκβαση του νέου “Ανατολικού Ζητήματος” για τις επόμενες δεκαετίες. Ας προετοιμαζόμαστε, κλείνοντας τα αυτιά μιας στις εκατέρωθεν εθνικιστικές κραυγές, λοιπόν για τα χειρότερα, ενώ περιμένουμε τα καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου