«Κατά τη σοσιαλιστική λογική, οι δράστες αιματηρών επιθέσεων είναι πάντα δεξιοί και τα θύματα αριστερά». Σχόλιο του πρώην επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προστασίας του Πολιτεύματος(!), Χ. Γ. Μάασεν. Πότε; Λίγες ώρες μετά το μακελειό στη Χανάου. Για να το καταλάβουμε καλύτερα, έκανε...
και μια σύγκριση με Στάλιν, Μάο και Πολ Ποτ.
Ποιος είναι αυτός ο κύριος; Ο αγαπημένος του υπουργού Εσωτερικών Χ. Ζεεχόφερ. Είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα το 2018 γιατί διέψευσε δημοσίως την Άνγκελα Μέρκελ όταν εκείνη χαρακτήρισε «ανθρωποκυνηγητό» ακροδεξιών εναντίον μεταναστών τις ρατσιστικές επιθέσεις στο Κέμνιτς της Σαξονίας.
και μια σύγκριση με Στάλιν, Μάο και Πολ Ποτ.
Ποιος είναι αυτός ο κύριος; Ο αγαπημένος του υπουργού Εσωτερικών Χ. Ζεεχόφερ. Είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα το 2018 γιατί διέψευσε δημοσίως την Άνγκελα Μέρκελ όταν εκείνη χαρακτήρισε «ανθρωποκυνηγητό» ακροδεξιών εναντίον μεταναστών τις ρατσιστικές επιθέσεις στο Κέμνιτς της Σαξονίας.
Οι απόψεις του Μάασεν είναι η επιτομή της αντιμετώπισης της ακροδεξιάς ρατσιστικής βίας απανταχού της γης, και στη χώρα μας βέβαια. Όταν μουσουλμάνος ή μέλος ακροαριστερής οργάνωσης κάνει βίαιη επίθεση που σκορπάει τρόμο και θάνατο, δεν μεσολαβεί ούτε δευτερόλεπτο στοχασμού, δισταγμού ή αμφισβήτησης πριν χαρακτηριστεί τρομοκράτης. Και δώσ’ του μετά αστυνομικά ρεπορτάζ, κάμερες, αναλύσεις, αστυνομικές διαρροές, διασυνδέσεις, φωτογραφίες με όπλα, γιάφκες, δίκτυα.
Όταν έχουμε επίθεση σαν αυτή στο Χανάου, με εννέα μετανάστες νεκρούς, τότε ξυπνάει ο προσεκτικός, σταθμισμένος, νηφάλιος λόγος. Τότε ξυπνάει μέσα στους δημοσιογράφους, τους αναλυτές και την πολιτική τάξη ο Μάασεν.
Μήπως δεν ήταν ακροδεξιός;
Μήπως είχε δική του αυτοδημιούργητη ιδεολογία;
Μήπως ήταν ψυχικά ασθενής;
Μήπως ήταν μοναχικός λύκος;
Μήπως τα κίνητρα δεν ήταν ρατσιστικά αφού (μετά τους 9 νεκρούς που συμπωματικά ήταν μετανάστες) σκότωσε τη μάνα του και αυτοκτόνησε;
Θυμάμαι τον Μπαλτάκο, ΓΓ της κυβέρνησης Σαμαρά, στο γραφείο του, όταν πήγαμε να τον δούμε ως προεδρείο της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα.
Θυμάμαι ότι μόνος του γύρναγε διαρκώς την κουβέντα στο θέμα της ακροδεξιάς βίας. Θυμάμαι τη βαθιά, λυσσαλέα, σωματοποιημένη άρνηση να δεχτεί ότι υπάρχει ρατσιστική βία στη χώρα. Μόνο αυτό τον ενδιέφερε.
Τα ίδια με τον Μάασεν. Σαν το τελευταίο εθνικιστάκο του τουίτερ ρώταγε «γιατί δε λέτε τίποτα για τη βία των μεταναστών;». Κι όταν του θύμισα τη θεσμική του θέση, μου είπε ότι δεν τον ενδιαφέρουν, ως εκπρόσωπο της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, το έργο της Επιτροπής και τα δικαιώματα του ανθρώπου, ούτε οι σχετικές διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Και ότι γι’ αυτό ακριβώς εκλέχτηκε η κυβέρνηση Σαμαρά. Σηκωθήκαμε και φύγαμε φυσικά. Και θυμάμαι να στέκομαι στα σκαλιά της Βουλής «Καλά, πλάκα κάνουμε, αυτοί θα πιέσουν τους φασίστες;» Και θυμάμαι μια βαθιά αναγούλα, μια τάση για εμετό που είχα στο γραφείο του (ακόμα την ίδια διάθεση μου προκαλεί η όψη του). Και τη βαθιά ανησυχία για όσα έρχονταν.
Πότε αυτά; Τον Δεκέμβριο του 2012. Λίγους μήνες πριν το εφιαλτικό καλοκαίρι του 13, με την κλιμάκωση της βίας που οδήγησε στη δολοφονία Φύσσα. Και λίγο πριν αποκαλυφθεί ο υπόγειος δίαυλος Μπαλτάκου - Χρυσής Αυγής.
Αυτά θυμήθηκα με τις δηλώσεις Μάασεν.
Γιατί προς θεού!
Τα τάγματα εφόδου,
τους μαχαιροβγάλτες,
τα ούγκανα που φωτογραφίζονταν με σβάστικες και όπλα,
τον Καζάκο που σκότωσε δυο και τραυμάτισε 7 («Έφυγα από το σπίτι μου με το πιστόλι, αποφασισμένος να σκοτώσω όποιον αλλοδαπό έβλεπα στο δρόμο, γιατί το κακό μ’ αυτούς έχει παραγίνει»)
τον Περίανδρο
τον Τομπίας Ρ. στο Χανάου
τους είπαμε πολλά και άσχημα πράγματα.
Τρομοκράτες όμως δεν τους είπαμε ποτέ!
Όταν έχουμε επίθεση σαν αυτή στο Χανάου, με εννέα μετανάστες νεκρούς, τότε ξυπνάει ο προσεκτικός, σταθμισμένος, νηφάλιος λόγος. Τότε ξυπνάει μέσα στους δημοσιογράφους, τους αναλυτές και την πολιτική τάξη ο Μάασεν.
Μήπως δεν ήταν ακροδεξιός;
Μήπως είχε δική του αυτοδημιούργητη ιδεολογία;
Μήπως ήταν ψυχικά ασθενής;
Μήπως ήταν μοναχικός λύκος;
Μήπως τα κίνητρα δεν ήταν ρατσιστικά αφού (μετά τους 9 νεκρούς που συμπωματικά ήταν μετανάστες) σκότωσε τη μάνα του και αυτοκτόνησε;
Θυμάμαι τον Μπαλτάκο, ΓΓ της κυβέρνησης Σαμαρά, στο γραφείο του, όταν πήγαμε να τον δούμε ως προεδρείο της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα.
Θυμάμαι ότι μόνος του γύρναγε διαρκώς την κουβέντα στο θέμα της ακροδεξιάς βίας. Θυμάμαι τη βαθιά, λυσσαλέα, σωματοποιημένη άρνηση να δεχτεί ότι υπάρχει ρατσιστική βία στη χώρα. Μόνο αυτό τον ενδιέφερε.
Τα ίδια με τον Μάασεν. Σαν το τελευταίο εθνικιστάκο του τουίτερ ρώταγε «γιατί δε λέτε τίποτα για τη βία των μεταναστών;». Κι όταν του θύμισα τη θεσμική του θέση, μου είπε ότι δεν τον ενδιαφέρουν, ως εκπρόσωπο της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, το έργο της Επιτροπής και τα δικαιώματα του ανθρώπου, ούτε οι σχετικές διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Και ότι γι’ αυτό ακριβώς εκλέχτηκε η κυβέρνηση Σαμαρά. Σηκωθήκαμε και φύγαμε φυσικά. Και θυμάμαι να στέκομαι στα σκαλιά της Βουλής «Καλά, πλάκα κάνουμε, αυτοί θα πιέσουν τους φασίστες;» Και θυμάμαι μια βαθιά αναγούλα, μια τάση για εμετό που είχα στο γραφείο του (ακόμα την ίδια διάθεση μου προκαλεί η όψη του). Και τη βαθιά ανησυχία για όσα έρχονταν.
Πότε αυτά; Τον Δεκέμβριο του 2012. Λίγους μήνες πριν το εφιαλτικό καλοκαίρι του 13, με την κλιμάκωση της βίας που οδήγησε στη δολοφονία Φύσσα. Και λίγο πριν αποκαλυφθεί ο υπόγειος δίαυλος Μπαλτάκου - Χρυσής Αυγής.
Αυτά θυμήθηκα με τις δηλώσεις Μάασεν.
Γιατί προς θεού!
Τα τάγματα εφόδου,
τους μαχαιροβγάλτες,
τα ούγκανα που φωτογραφίζονταν με σβάστικες και όπλα,
τον Καζάκο που σκότωσε δυο και τραυμάτισε 7 («Έφυγα από το σπίτι μου με το πιστόλι, αποφασισμένος να σκοτώσω όποιον αλλοδαπό έβλεπα στο δρόμο, γιατί το κακό μ’ αυτούς έχει παραγίνει»)
τον Περίανδρο
τον Τομπίας Ρ. στο Χανάου
τους είπαμε πολλά και άσχημα πράγματα.
Τρομοκράτες όμως δεν τους είπαμε ποτέ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου