Γιάννης Τριάντης
Ας μην είμαστε υποκριτές: δεν υπήρξε κυβέρνηση που δεν επιδίωξε να ελέγξει θεσμούς, οργανισμούς και όργανα (δικαιοσύνη, στρατός, αστυνομία κ.α.) με πολιτικά ομοδόξους.
Όλοι το ξέρουν. Και προπάντων όσοι... ανατρίχιασαν με την φράση του Τσίπρα για τους αρμούς του κράτους: το κράτος είναι γέρας για τα κόμματα που κυβερνούν. Βραβείο, δηλαδή, με διπλή υπόσταση: το μεν για να υλοποιηθεί συγκεκριμένη πολιτική από ανθρώπους με την ίδια ιδεολογική αντίληψη ,το δε για να ικανοποιηθεί η εκλογική πελατεία με το βόλεμα «δικών μας ανθρώπων».
Κατά τούτο, φαντάζει υποκριτική η αντίδραση εναντίον του Τσίπρα για έλεγχο των αρμών του κράτους. Διότι, δεν υπήρξε κυβέρνηση που δεν επιδίωξε να ελέγξει θεσμούς, οργανισμούς και όργανα(δικαιοσύνη, στρατός, αστυνομία κ.α.) με πολιτικά ομοδόξους.
Θεωρητικά η παγκόσμια Αριστερά δεν θεωρεί συνώνυμες τις έννοιες κυβέρνηση και εξουσία. Επομένως, για να πετύχει τον στόχο της, τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, πρέπει «να είναι μέσα και ενάντια στο κράτος». Δηλαδή, « πρέπει να το καταλάβει και να το διοικήσει, αλλά και να ενεργεί ενάντια στους θεσμικούς περιορισμούς, στις στρατηγικές επιλογές και στην ιδεολογική κατεύθυνση του».
Αυτά λέει ο Νίκος Πουλαντζάς, αυτά ενστερνίζεται πλήρως ο ΣΥΡΙΖΑ. Που υιοθετεί επίσης την άποψη του αειμνήστου διανοητή, καθώς και πολλών άλλων, σύμφωνα με την οποία το κράτος δεν είναι κάτι ουδέτερο, αλλά αποτελεί «υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και σε μερίδες τάξεων, έτσι όπως ο συσχετισμός αυτός εκφράζεται πάντοτε μέσα στο κράτος με ειδικό τρόπο».
Αν δεχθούμε, λοιπόν, ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ανακύπτει ένα σοβαρό θέμα από την φράση του Τσίπρα, διαφορετικής φύσεως από αυτό που καταγγέλλουν μηνίοντες ορισμένοι. Αφορά, πρώτον, στην κυβερνησιμότητα από κόμμα της Αριστεράς και, δεύτερον, στο κατά πόσον οι επιλογές σαν κι αυτές που λέει ο Πουλαντζάς (ρήξη με θεσμικούς περιορισμούς, διαφορετικές στρατηγικές επιλογές κλπ) θα βρούν ώριμη και σύμφωνη την κοινωνία να τις δεχθεί ή θα της επιβληθούν δυναστικά.
Σχετικά με την κυβερνησιμότητα: ο Τσίπρας ήξερε ότι το περιθώριο των κυβερνητικών επιλογών ήταν ελάχιστο, λόγω Μνημονίου το οποίο υπέγραψε. Επομένως, σε τι απέβλεπε όταν δέχθηκε να κυβερνήσει υπο τον δυναστικό ζυγό του Μνημονίου;
Αν ήθελε να αποδείξει ότι η Αριστερά μπορεί να λογίζεται κυβερνώσα δύναμη, δεν έχει νόημα να επικαλείται εκ των υστέρων τις δυσκολίες που συνάντησε η κυβέρνησή του, επειδή δεν ήλεγχε τους αρμούς της εξουσίας. Διότι, υπέρτατη εξουσία στα μνημονιακά χρόνια ήταν το Μνημόνιο και οι δανειστές. Κι αυτό το είχε δεχτεί.
Τελικά, εκείνο που στοίχισε εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν το υπαρκτό μπλόκ των εσωτερικών εχθρών του. Ηταν το Μνημόνιο. Τις εκλογές δεν τις είχε κερδίσει «ο αριστερός ριζοσπαστισμός» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η οξύτατη αντιμνημονιακή επιλογή του και η ηγετική φυσιογνωμία του Τσίπρα.
Οσο για τον δρόμο της επανάκαμψης, δεν είναι στρωμένος με άνθη. Η χώρα πάσχει εγγενώς σε πολλά πεδία. Ο στοιχειώδης ρεαλισμός επιβάλλει σοβαρό σχεδιασμό για την οικονομία και την ανάπτυξη, ανατατικό εκσυγχρονισμό και ευήκοα ώτα στις πραγματικές ανάγκες του κόσμου, ορισμένες από τις οποίες (π.χ. ασφάλεια) δεινώς είχε υποτιμήσει ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι για την ιστορία
Μιας και περί κυβέρνησης και εξουσίας ο λόγος των ημερών, ιδού ορισμένα ιστορικά παραδείγματα για το…μη συνώνυμον των εννοιών αυτών, τουλάχιστον σε ειδικές στιγμές:
Ήταν το 1963, λίγο μετά την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη: ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής αναρωτήθηκε απελπισμένος «ποιός κυβερνά αυτόν τον τόπο». Και έθεσε με τον τρόπο του θέμα διακρίσεως των εννοιών εξουσία και κυβέρνηση.
Ναι, ο Καραμανλής κυβερνούσε. Αλλά επικρατούσε καθεστώς τρομοκρατίας και ζόφου-σίγουρα με την ανοχή του-, που όμως ξεπερνούσε την δική του βούληση. Την πραγματική εξουσία, τουλάχιστον στο πεδίο τρομοκράτησης της Αριστεράς, την ασκούσε το πολυπλόκαμο παρακράτος.
Όταν επέστρεψε από το Παρίσι το 1974 και ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, λένε ότι τις πρώτες μέρες δεν ήξερε κανείς που μένει. Γιατί φοβόταν χουντική αντίδραση, καθώς στους αρμούς του κράτους επικρατούσαν οι θιασώτες των δικτατόρων.
Ο ίδιος φόβος διακατείχε και τον Ανδρέα Παπανδρέου τους πρώτους μήνες μετά την μνημειώδη επικράτηση στις εκλογές, τον Οκτώβριο του ΄81. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη, σε κανέναν. Και δεν απέκλειε την πιθανότητα να εκδηλωθεί πραξικόπημα για να μην κυβερνήσει το ΠΑΣΟΚ τον τόπο.
Φυσικά, υπήρξε και κάποιος ηγέτης που κυβέρνησε μια χώρα, εκλεγείς με δημοκρατικό τρόπο, αλλά διαπίστωσε-και το πλήρωσε με τη ζωή του- ότι το να κυβερνάς δεν σημαίνει ότι κατέχεις την εξουσία. Ήταν ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, τον οποίο ανέτρεψε ένας από τους αρμούς της εξουσίας, ο στρατός, με την ενθάρρυνση και αμέριστη συμπαράσταση των Αμερικανών...
Όλοι το ξέρουν. Και προπάντων όσοι... ανατρίχιασαν με την φράση του Τσίπρα για τους αρμούς του κράτους: το κράτος είναι γέρας για τα κόμματα που κυβερνούν. Βραβείο, δηλαδή, με διπλή υπόσταση: το μεν για να υλοποιηθεί συγκεκριμένη πολιτική από ανθρώπους με την ίδια ιδεολογική αντίληψη ,το δε για να ικανοποιηθεί η εκλογική πελατεία με το βόλεμα «δικών μας ανθρώπων».
Κατά τούτο, φαντάζει υποκριτική η αντίδραση εναντίον του Τσίπρα για έλεγχο των αρμών του κράτους. Διότι, δεν υπήρξε κυβέρνηση που δεν επιδίωξε να ελέγξει θεσμούς, οργανισμούς και όργανα(δικαιοσύνη, στρατός, αστυνομία κ.α.) με πολιτικά ομοδόξους.
Θεωρητικά η παγκόσμια Αριστερά δεν θεωρεί συνώνυμες τις έννοιες κυβέρνηση και εξουσία. Επομένως, για να πετύχει τον στόχο της, τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, πρέπει «να είναι μέσα και ενάντια στο κράτος». Δηλαδή, « πρέπει να το καταλάβει και να το διοικήσει, αλλά και να ενεργεί ενάντια στους θεσμικούς περιορισμούς, στις στρατηγικές επιλογές και στην ιδεολογική κατεύθυνση του».
Αυτά λέει ο Νίκος Πουλαντζάς, αυτά ενστερνίζεται πλήρως ο ΣΥΡΙΖΑ. Που υιοθετεί επίσης την άποψη του αειμνήστου διανοητή, καθώς και πολλών άλλων, σύμφωνα με την οποία το κράτος δεν είναι κάτι ουδέτερο, αλλά αποτελεί «υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και σε μερίδες τάξεων, έτσι όπως ο συσχετισμός αυτός εκφράζεται πάντοτε μέσα στο κράτος με ειδικό τρόπο».
Αν δεχθούμε, λοιπόν, ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ανακύπτει ένα σοβαρό θέμα από την φράση του Τσίπρα, διαφορετικής φύσεως από αυτό που καταγγέλλουν μηνίοντες ορισμένοι. Αφορά, πρώτον, στην κυβερνησιμότητα από κόμμα της Αριστεράς και, δεύτερον, στο κατά πόσον οι επιλογές σαν κι αυτές που λέει ο Πουλαντζάς (ρήξη με θεσμικούς περιορισμούς, διαφορετικές στρατηγικές επιλογές κλπ) θα βρούν ώριμη και σύμφωνη την κοινωνία να τις δεχθεί ή θα της επιβληθούν δυναστικά.
Σχετικά με την κυβερνησιμότητα: ο Τσίπρας ήξερε ότι το περιθώριο των κυβερνητικών επιλογών ήταν ελάχιστο, λόγω Μνημονίου το οποίο υπέγραψε. Επομένως, σε τι απέβλεπε όταν δέχθηκε να κυβερνήσει υπο τον δυναστικό ζυγό του Μνημονίου;
Αν ήθελε να αποδείξει ότι η Αριστερά μπορεί να λογίζεται κυβερνώσα δύναμη, δεν έχει νόημα να επικαλείται εκ των υστέρων τις δυσκολίες που συνάντησε η κυβέρνησή του, επειδή δεν ήλεγχε τους αρμούς της εξουσίας. Διότι, υπέρτατη εξουσία στα μνημονιακά χρόνια ήταν το Μνημόνιο και οι δανειστές. Κι αυτό το είχε δεχτεί.
Τελικά, εκείνο που στοίχισε εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν το υπαρκτό μπλόκ των εσωτερικών εχθρών του. Ηταν το Μνημόνιο. Τις εκλογές δεν τις είχε κερδίσει «ο αριστερός ριζοσπαστισμός» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η οξύτατη αντιμνημονιακή επιλογή του και η ηγετική φυσιογνωμία του Τσίπρα.
Οσο για τον δρόμο της επανάκαμψης, δεν είναι στρωμένος με άνθη. Η χώρα πάσχει εγγενώς σε πολλά πεδία. Ο στοιχειώδης ρεαλισμός επιβάλλει σοβαρό σχεδιασμό για την οικονομία και την ανάπτυξη, ανατατικό εκσυγχρονισμό και ευήκοα ώτα στις πραγματικές ανάγκες του κόσμου, ορισμένες από τις οποίες (π.χ. ασφάλεια) δεινώς είχε υποτιμήσει ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι για την ιστορία
Μιας και περί κυβέρνησης και εξουσίας ο λόγος των ημερών, ιδού ορισμένα ιστορικά παραδείγματα για το…μη συνώνυμον των εννοιών αυτών, τουλάχιστον σε ειδικές στιγμές:
Ήταν το 1963, λίγο μετά την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη: ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής αναρωτήθηκε απελπισμένος «ποιός κυβερνά αυτόν τον τόπο». Και έθεσε με τον τρόπο του θέμα διακρίσεως των εννοιών εξουσία και κυβέρνηση.
Ναι, ο Καραμανλής κυβερνούσε. Αλλά επικρατούσε καθεστώς τρομοκρατίας και ζόφου-σίγουρα με την ανοχή του-, που όμως ξεπερνούσε την δική του βούληση. Την πραγματική εξουσία, τουλάχιστον στο πεδίο τρομοκράτησης της Αριστεράς, την ασκούσε το πολυπλόκαμο παρακράτος.
Όταν επέστρεψε από το Παρίσι το 1974 και ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, λένε ότι τις πρώτες μέρες δεν ήξερε κανείς που μένει. Γιατί φοβόταν χουντική αντίδραση, καθώς στους αρμούς του κράτους επικρατούσαν οι θιασώτες των δικτατόρων.
Ο ίδιος φόβος διακατείχε και τον Ανδρέα Παπανδρέου τους πρώτους μήνες μετά την μνημειώδη επικράτηση στις εκλογές, τον Οκτώβριο του ΄81. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη, σε κανέναν. Και δεν απέκλειε την πιθανότητα να εκδηλωθεί πραξικόπημα για να μην κυβερνήσει το ΠΑΣΟΚ τον τόπο.
Φυσικά, υπήρξε και κάποιος ηγέτης που κυβέρνησε μια χώρα, εκλεγείς με δημοκρατικό τρόπο, αλλά διαπίστωσε-και το πλήρωσε με τη ζωή του- ότι το να κυβερνάς δεν σημαίνει ότι κατέχεις την εξουσία. Ήταν ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, τον οποίο ανέτρεψε ένας από τους αρμούς της εξουσίας, ο στρατός, με την ενθάρρυνση και αμέριστη συμπαράσταση των Αμερικανών...
Πηγή: newpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου