Οσο η κυβέρνηση εξακολουθεί να εμπιστεύεται σαν μοναδικό γνώμονα της αξιοσύνης της τις δημοσκοπήσεις κλειστού χώρου και τους ύμνους των φιλικότερών της δημοσιογράφων, δεν θα ’χει πρόβλημα – ή μάλλον δεν θα ’χει λόγο να προβληματίζεται για την... πορεία της: Θα επιμένει να νεάζει, παρότι πάλιωσε πριν μπει το 2020.
Και θα συνεχίσει να πιστεύει πως οδεύει από επιτυχία σε επιτυχία, παρότι δεν έχει πολλά σπουδαία να επιδείξει σε ό,τι το ίδιο το κυβερνών κόμμα παρουσίαζε προεκλογικά σαν εμβληματικούς στόχους: στο μεταναστευτικό-προσφυγικό, την ασφάλεια και τις επενδύσεις.
Και στα τρία ζητήματα η Ν.Δ. αυτοσυστηνόταν σαν κάτοχος επεξεργασμένων λύσεων, με άμεσο λυτρωτικό αποτέλεσμα και μηδενικό κόστος – οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό: «Και θέλουμε και ξέρουμε και μπορούμε...», αυτό ήταν το συνοπτικό ευαγγέλιο. Και να ήθελαν, δεν άργησε να φανεί πως δεν ήξεραν. Δεν είχαν φροντίσει να δουλέψουν κάτω από την επικοινωνιακή κρούστα, να μελετήσουν όλες τις παραμέτρους κάθε προβλήματος.
Κι αν δεν ξέρεις, δεν μπορείς. Ανέκαθεν και εσαεί. Οι θρυλικές μπουλντόζες της ανάπτυξης, για να θυμηθούμε το έμβλημα των εμβλημάτων, μόνο μέσα σε ζεστά ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά στούντιο κινούνται με σαρωτική ταχύτητα. Εξω, σε περιβάλλον πραγματικό και όχι ψευδαισθησιακό, στο Ελληνικό, δυσκολεύονται να πάρουν μπροστά, γιατί οι οδηγοί τους γέμισαν τις μπαταρίες τους με αδολεσχία, βαρύγδουπη ελαφρότητα και ναρκισσισμό. Με αέρα δηλαδή. Οχι με τα αναγκαία υγρά.
Στον τομέα της ασφάλειας, το δόγμα της μηδενικής ανοχής κατασκεύασε σόου για τις κάμερες, που ακροβολίζονταν στους «τόπους του εγκλήματος» πριν φτάσουν οι ειδικές αστυνομικές δυνάμεις. Μυστικές επιχειρήσεις υπό το φως των προβολέων... Είδαμε έτσι την οικογένεια Ινδαρέ να ταπεινώνεται από τους αστυνομικούς και κατόπιν να προπηλακίζεται από όσους αστυνομικούς ρεπόρτερ συγχέουν όρια και ρόλους και λαλούν στο μικρόφωνο νομίζοντας ότι φορούν στολή.
Αλλά και από όσους μιντιακούς σχολιαστές έσπευσαν να κηρύξουν ακροαριστερό τον Δημήτρη Ινδαρέ και να τον λιντσάρουν, χρεώνοντάς του αναρχοαυτόνομες καταλήψεις στο Κουκάκι, ύπουλες αρπαγές όπλων και επιθέσεις κατά των ΜΑΤ. Αρχαϊκός ο συλλογισμός των βαθυνούστατων: «σκηνοθέτης = καλλιτέχνης = αριστερός ή ακροαριστερός, τι άλλο = ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς = αμάν πια, μπουχτίσαμε = βαράτε».
Επικουρικώς χρησιμοποιήθηκε και η εξίσωση «Κουκάκι = στρατόπεδο Μακρυγιάννη = νέα Δεκεμβριανά = τρίτος γύρος», αλλά η σπάνις κονσερβοκυτίων στην οικία Ινδαρέ δεν επέτρεψε στο σενάριο αυτό να περπατήσει. Κάτι παλιά κουτιά γεμάτα φιλμ δεν θεωρήθηκαν επικίνδυνος οπλισμός.
Προς τιμήν πάντως της δημοσιογραφίας, όταν οι συνεντεύξεις του σκηνοθέτη έδειξαν στους πάντες το ήδη γνωστό στους συναδέλφους του και στους κινηματογραφόφιλους, ότι είναι ένας μετριοπαθής πολίτης που δεν τυγχάνει απόφοιτος της Σχολής Μολότοφ ούτε της Σχολής Καλάζνικοφ, όσοι τον είχαν στιγματίσει με το κίτρινο μελάνι που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν επέλεξαν τη σιωπή και την ντροπή της. Να ζητήσουν συγγνώμη; Να ομολογήσουν ότι λάθεψαν, κι όχι από στρατευμένη κακότητα αλλά από βιασύνη και από μια κάποια προκατάληψη απέναντι στους κουλτουριάρηδες; Και να γκρεμιστεί ο κόσμος όλος;
Στο ακανθώδες πρόβλημα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς η κυβέρνηση, πριν αναλάβει τα ηνία, είχε καταφέρει να εγκαθιδρύσει το καθεστώς της απόλυτης ψευδαίσθησης, το οποίο έκρινε εν πολλοίς και τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές και τις εθνικές:
Θα ξεριζώσουμε τάχιστα όλα τ’ αγκάθια. Θα κλείσουμε επιτέλους τα σύνορα, θα στείλουμε αμέσως σκληρό μήνυμα προς Ασία και Αφρική, για να το ξανασκεφτούν όσοι σχεδιάζουν «εισβολή», θα «ανακαταλάβουμε» τα νησιά του Αιγαίου στη βδομάδα πάνω, άντε στον μήνα. Κρίθηκε ως εκ τούτου περιττό το υπουργείο Μετανάστευσης. Η επανίδρυσή του στο πεντάμηνο ήταν μια πρώτη ομολογία αποτυχίας.
Με δραματική καθυστέρηση, η κυβέρνηση ανακάλυψε τη γεωπολιτική, που απαγορεύει τις διαβεβαιώσεις πως υπάρχουν θαυματουργικές λύσεις. Κατανόησε επίσης –χωρίς να το αποδεχτεί δημόσια– ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες φεύγουν από την πατρίδα τους και κινούνται προς την Ελλάδα και την Ευρώπη, ρισκάροντας τη ζωή τους, από αδήριτη ανάγκη. Οχι σαν ανέμελοι τουρίστες ή σαν εκμισθωμένα πιόνια σε μια τεράστια συνωμοσία «αντικατάστασης», αλλοίωσης δηλαδή της ελληνικότητάς μας και της πλειοψηφικής χριστιανικότητάς μας. Ούτε επειδή κάποιοι εδώ, βλακωδώς καλοκάγαθοι μηκυούληδες ή αριστερούληδες, τους στέλνουν ελκυστικά μηνύματα.
Για να φοβούνται οι κυβερνώντες, και όχι μόνο τα ακροδεξιάς νοοτροπίας στελέχη, ότι εκατό χιλιάδες πρόσφυγες απειλούν όντως να αλλοιώσουν την ελληνικότητα και να διαβρώσουν τη χριστιανικότητα, σημαίνει πως δεν εκτιμούν και δεν εμπιστεύονται ιδιαίτερα ούτε τη μία ούτε την άλλη.
Για να πιστεύουν ότι με την αυταρχικής λογικής απόφασή τους να δημιουργηθούν κλειστά κέντρα σε πέντε νησιά του Αιγαίου («μικρά Γκουαντάναμο» τα χαρακτήρισε ο περιφερειάρχης Κώστας Μουτζούρης, ακροαριστερός όσο και ο Δ. Ινδαρές) προωθούν τον υπεσχημένο «διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες», σημαίνει ότι εννοούν τον διάλογο ως δεσποτικό μονόλογο και αδιαφορούν για το σοβαρό ενδεχόμενο να διευκολύνει η αλαζονεία τους την εντατικότερη καλλιέργεια μισαλλόδοξων αντιλήψεων στα νησιωτικά εδάφη.
Για να μην αντιλαμβάνονται ότι το νέο νομοσχέδιό τους (που επιτρέπει την ακαριαία απόρριψη μιας αίτησης για χορήγηση ασύλου) προσβάλλει κάθε έννοια δικαίου, σημαίνει ότι τελικά θεωρούν ακόμα και τον ίδιο τον ΟΗΕ «αμφιλεγόμενη ΜΚΟ», τη δε Ευρωπαϊκη Ενωση βεβαρημένη από υπερβολικό «δικαιωματισμό». Λογικό. Η ευρωπαϊκή οδηγία, ήδη ενσωματωμένη στο ελληνικό δίκαιο, προβλέπει την εξεύρεση διερμηνείας σε γλώσσα κατανοητή από τον αιτητή ασύλου. Οπως διάβασα σε ρεπορτάζ του Δημήτρη Αγγελίδη («Εφημερίδα των Συντακτών», 10.2.2020), ένας 45χρονος Σενεγαλέζος στην πεντάλεπτη συνέντευξή του στις Υπηρεσίες Υποδοχής και Ασύλου, στη Λέσβο, 8 του Γενάρη, πρόλαβε να πει εφτά λέξεις.
Οι τέσσερις ονόμαζαν τη μητρική του γλώσσα, την «ουολόφ», που μιλιέται στην πατρίδα του αλλά και στην Γκάμπια και στη Μαυριτανία, από 20.000.000 ανθρώπους δηλαδή. Παρά να αργοπορείς αναζητώντας γνώστη της ουολόφ, τον τιμωρείς για «μη συνεργασία με τις Αρχές» (είναι κάτι εξίσου δημοκρατικό με την «αντίσταση κατά της Αρχής») και αποφασίζεις να απελαθεί στην Τουρκία. Ενας λιγότερος...
Και στα τρία εμβληματικά μέτωπα λοιπόν η κυβέρνηση τα πάει εξαιρετικά, αν βέβαια χρησιμοποιηθεί σαν κριτήριο ο περίφημος τρόπος του Πυράγγελου, δηλαδή του Πιραντέλο: Ετσι είναι, αν έτσι νομίζετε...
Τα πράγματα ωστόσο αρχίζουν να ταιριάζουν με τις αληθινές τους διαστάσεις και να αποκαλύπτονται στη δραματική τους ουσία μόνο αν υιοθετηθεί σαν λυδία λίθος ο επίσης διάσημος τρόπος του Εγχέσπαλου, δηλαδή του Σαίξπηρ: Ονειρα θερινής νυκτός – που, ανέξοδα μεν, αναίτια δε, συνεχίζονται και τον χειμώνα...
Επικουρικώς χρησιμοποιήθηκε και η εξίσωση «Κουκάκι = στρατόπεδο Μακρυγιάννη = νέα Δεκεμβριανά = τρίτος γύρος», αλλά η σπάνις κονσερβοκυτίων στην οικία Ινδαρέ δεν επέτρεψε στο σενάριο αυτό να περπατήσει. Κάτι παλιά κουτιά γεμάτα φιλμ δεν θεωρήθηκαν επικίνδυνος οπλισμός.
Προς τιμήν πάντως της δημοσιογραφίας, όταν οι συνεντεύξεις του σκηνοθέτη έδειξαν στους πάντες το ήδη γνωστό στους συναδέλφους του και στους κινηματογραφόφιλους, ότι είναι ένας μετριοπαθής πολίτης που δεν τυγχάνει απόφοιτος της Σχολής Μολότοφ ούτε της Σχολής Καλάζνικοφ, όσοι τον είχαν στιγματίσει με το κίτρινο μελάνι που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν επέλεξαν τη σιωπή και την ντροπή της. Να ζητήσουν συγγνώμη; Να ομολογήσουν ότι λάθεψαν, κι όχι από στρατευμένη κακότητα αλλά από βιασύνη και από μια κάποια προκατάληψη απέναντι στους κουλτουριάρηδες; Και να γκρεμιστεί ο κόσμος όλος;
Στο ακανθώδες πρόβλημα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς η κυβέρνηση, πριν αναλάβει τα ηνία, είχε καταφέρει να εγκαθιδρύσει το καθεστώς της απόλυτης ψευδαίσθησης, το οποίο έκρινε εν πολλοίς και τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές και τις εθνικές:
Θα ξεριζώσουμε τάχιστα όλα τ’ αγκάθια. Θα κλείσουμε επιτέλους τα σύνορα, θα στείλουμε αμέσως σκληρό μήνυμα προς Ασία και Αφρική, για να το ξανασκεφτούν όσοι σχεδιάζουν «εισβολή», θα «ανακαταλάβουμε» τα νησιά του Αιγαίου στη βδομάδα πάνω, άντε στον μήνα. Κρίθηκε ως εκ τούτου περιττό το υπουργείο Μετανάστευσης. Η επανίδρυσή του στο πεντάμηνο ήταν μια πρώτη ομολογία αποτυχίας.
Με δραματική καθυστέρηση, η κυβέρνηση ανακάλυψε τη γεωπολιτική, που απαγορεύει τις διαβεβαιώσεις πως υπάρχουν θαυματουργικές λύσεις. Κατανόησε επίσης –χωρίς να το αποδεχτεί δημόσια– ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες φεύγουν από την πατρίδα τους και κινούνται προς την Ελλάδα και την Ευρώπη, ρισκάροντας τη ζωή τους, από αδήριτη ανάγκη. Οχι σαν ανέμελοι τουρίστες ή σαν εκμισθωμένα πιόνια σε μια τεράστια συνωμοσία «αντικατάστασης», αλλοίωσης δηλαδή της ελληνικότητάς μας και της πλειοψηφικής χριστιανικότητάς μας. Ούτε επειδή κάποιοι εδώ, βλακωδώς καλοκάγαθοι μηκυούληδες ή αριστερούληδες, τους στέλνουν ελκυστικά μηνύματα.
Για να φοβούνται οι κυβερνώντες, και όχι μόνο τα ακροδεξιάς νοοτροπίας στελέχη, ότι εκατό χιλιάδες πρόσφυγες απειλούν όντως να αλλοιώσουν την ελληνικότητα και να διαβρώσουν τη χριστιανικότητα, σημαίνει πως δεν εκτιμούν και δεν εμπιστεύονται ιδιαίτερα ούτε τη μία ούτε την άλλη.
Για να πιστεύουν ότι με την αυταρχικής λογικής απόφασή τους να δημιουργηθούν κλειστά κέντρα σε πέντε νησιά του Αιγαίου («μικρά Γκουαντάναμο» τα χαρακτήρισε ο περιφερειάρχης Κώστας Μουτζούρης, ακροαριστερός όσο και ο Δ. Ινδαρές) προωθούν τον υπεσχημένο «διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες», σημαίνει ότι εννοούν τον διάλογο ως δεσποτικό μονόλογο και αδιαφορούν για το σοβαρό ενδεχόμενο να διευκολύνει η αλαζονεία τους την εντατικότερη καλλιέργεια μισαλλόδοξων αντιλήψεων στα νησιωτικά εδάφη.
Για να μην αντιλαμβάνονται ότι το νέο νομοσχέδιό τους (που επιτρέπει την ακαριαία απόρριψη μιας αίτησης για χορήγηση ασύλου) προσβάλλει κάθε έννοια δικαίου, σημαίνει ότι τελικά θεωρούν ακόμα και τον ίδιο τον ΟΗΕ «αμφιλεγόμενη ΜΚΟ», τη δε Ευρωπαϊκη Ενωση βεβαρημένη από υπερβολικό «δικαιωματισμό». Λογικό. Η ευρωπαϊκή οδηγία, ήδη ενσωματωμένη στο ελληνικό δίκαιο, προβλέπει την εξεύρεση διερμηνείας σε γλώσσα κατανοητή από τον αιτητή ασύλου. Οπως διάβασα σε ρεπορτάζ του Δημήτρη Αγγελίδη («Εφημερίδα των Συντακτών», 10.2.2020), ένας 45χρονος Σενεγαλέζος στην πεντάλεπτη συνέντευξή του στις Υπηρεσίες Υποδοχής και Ασύλου, στη Λέσβο, 8 του Γενάρη, πρόλαβε να πει εφτά λέξεις.
Οι τέσσερις ονόμαζαν τη μητρική του γλώσσα, την «ουολόφ», που μιλιέται στην πατρίδα του αλλά και στην Γκάμπια και στη Μαυριτανία, από 20.000.000 ανθρώπους δηλαδή. Παρά να αργοπορείς αναζητώντας γνώστη της ουολόφ, τον τιμωρείς για «μη συνεργασία με τις Αρχές» (είναι κάτι εξίσου δημοκρατικό με την «αντίσταση κατά της Αρχής») και αποφασίζεις να απελαθεί στην Τουρκία. Ενας λιγότερος...
Και στα τρία εμβληματικά μέτωπα λοιπόν η κυβέρνηση τα πάει εξαιρετικά, αν βέβαια χρησιμοποιηθεί σαν κριτήριο ο περίφημος τρόπος του Πυράγγελου, δηλαδή του Πιραντέλο: Ετσι είναι, αν έτσι νομίζετε...
Τα πράγματα ωστόσο αρχίζουν να ταιριάζουν με τις αληθινές τους διαστάσεις και να αποκαλύπτονται στη δραματική τους ουσία μόνο αν υιοθετηθεί σαν λυδία λίθος ο επίσης διάσημος τρόπος του Εγχέσπαλου, δηλαδή του Σαίξπηρ: Ονειρα θερινής νυκτός – που, ανέξοδα μεν, αναίτια δε, συνεχίζονται και τον χειμώνα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου