Καθώς κυβέρνηση και αντιπολίτευση συγκρούονται για τον αν η μερική συμφωνία για την ΑΟΖ με την Αίγυπτο αποτελεί ημι-θρίαμβο ή ημι-πανωλεθρία (στο πρότυπο του ποτηριού που μπορεί να είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο) φαίνεται ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη έχει πολλά να μας διδάξει.
Έχει πολλά να μας διδάξει για τον τρόπο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, για τον επικίνδυνο χειρισμό του θέματος από τα ΜΜΕ, αλλά και για τον διαρκή κίνδυνο εθνικιστικών ξεσπασμάτων και στις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Αν και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχουμε στα χέρια μας το κείμενο της συμφωνίας (γιατί άραγε;) φαίνεται ότι ο καθορισμός της ΑΟΖ ήταν προϊόν μιας δύσκολης διαπραγμάτευσης, η οποία ικανοποίησε περισσότερο τα αιτήματα της Αιγύπτου και λιγότερο της Ελλάδας.
Καταρχήν, η συμφωνία οριοθετεί ζώνες μεταξύ 26ου και 28ου μεσημβρινού, αφήνοντας εκτός τις θαλάσσιες περιοχές ανατολικά της Ρόδου έως και το Καστελλόριζο, κάτι που μέχρι πρότινος θεωρούνταν απαράδεκτο από την Αθήνα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, το κόμμα των οποίων πανηγυρίζει σήμερα για τη συμφωνία, που δήλωναν το 2015 ότι η αποδοχή από την Ελλάδα «μερικής οριοθέτησης μέχρι και την Κρήτη που θα άφηνε εκτός της υπόλοιπη περιοχή ως το τριεθνές… θα ήταν λανθασμένη. Θα δημιουργούσε την εύλογη εντύπωση ότι η Ελλάδα έχει παραιτηθεί των δικαιωμάτων της στην υπόλοιπη περιοχή».
Επίσης, η Ελλάδα διεκδικούσε μεγαλύτερα ποσοστά επήρειας για νησιά (όπως η Κάσος, η Κάρπαθος, και τμήμα της Ρόδου) και πλήρη επήρεια για την Κρήτη – κάτι που δεν επιτεύχθηκε, σύμφωνα τουλάχιστον με τους χάρτες που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα.
Τελικά, η συμφωνία με την Αίγυπτο φαίνεται ότι δεν χώρισε την μεταξύ μας ΑΟΖ με βάση την αρχή της μέσης γραμμής αλλά έδωσε το 55% στην Αίγυπτο.
Τι άλλαξε λοιπόν και η «λανθασμένες» κινήσεις του 2015 μετατράπηκε σε εθνικό «θρίαμβο» το 2020; Η απάντηση της κυβέρνησης, η οποία δεν στερείται βάσης, είναι ότι μεσολάβησε το μνημόνιο συνεργασίας Λιβύης-Τουρκίας, το οποίο η Αθήνα έπρεπε να ανατρέψει ακόμη και με σημαντικότατες υποχωρήσεις απέναντι στην Αίγυπτο. Αυτό όμως δεν συνιστά «θρίαμβο», όπως υποστηρίζουν τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, αλλά συνθηκολόγηση.
Αξίζει να θυμηθούμε ότι μόλις πριν από μερικές ημέρες τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης άφηναν να εννοηθεί (εάν δεν το δήλωναν και ευθαρσώς) ότι η Ελλάδα έχει ήδη ΑΟΖ την οποία παραβιάζουν οι Τούρκοι και πως -σε κάθε περίπτωση- αν προσφεύγαμε σε διεθνές δικαστήριο θα κατατροπώναμε την Άγκυρα σε όλα τα μέτωπα. Αντίθετα, η συμφωνία με την Αίγυπτο έρχεται να μας θυμίσει ότι οι Aποκλειστικές Oικονομικές Zώνες καθορίζονται με διακρατικές συμφωνίες και δεν ανήκουν δικαιωματικά σε κάποιο κράτος, όπως μπορεί να συμβαίνει με τα χωρικά ύδατα – όπου και εκεί, βέβαια, το δίκαιο της θάλασσας και οι αποφάσεις της Χάγης αναγνωρίζουν σειρά εξαιρέσεων.Αν δούμε όμως τις εξελίξεις υπό αυτό το πρίσμα προκύπτει ένα άλλο μεγάλο ερώτημα: Εάν τόσο καιρό καταδικάζαμε (δικαίως) την τουρκο-λιβυκή προσπάθεια οριοθέτησης της ΑΟΖ γιατί αγνοούσε προκλητικά τις θέσεις της Ελλάδας και της Αιγύπτου πως πιστεύουμε ότι μπορούμε να επιβάλλουμε τις δικές μας θέσεις (δεν εξετάζουμε εδώ αν είναι σωστές η όχι) τη στιγμή που η Τουρκία και η Λιβύη τις απορρίπτουν εκ προοιμίου; Η απάντηση που συνήθως ακούμε ότι «ο Ερντογάν είναι δικτάτορας» και συνεπώς δεν συνδιαλεγόμαστε μαζί του είναι όχι μόνο απλουστευτικά επικίνδυνη αλλά και παράλογη – δεδομένου ότι συνδιαλεγόμαστε με τον Σίσι της Αιγύπτου, ο οποίος είναι επισήμως δικτάτορας. Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας σαν την Ελλάδα δεν μπορεί να μετατραπεί σε καλλιστεία δικτατορικών και φιλοφασιστικών καθεστώτων (είτε πρόκειται για την Τουρκία, την Αίγυπτο η το Ισραήλ) αλλά πρέπει να εδράζεται σε πιστή εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και (αυτού που τελευταία ξεχνάμε να αναφέρουμε) στις αρχές καλής γειτονίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία παίζει παραδοσιακά έναν επιθετικό ρόλο, όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα αλλά και σε αρκετούς ακόμη γείτονές της. Η Ελλάδα όμως αντί να απαντά αποκλειστικά με τους όρους του διεθνούς δικαίου προτιμά να γεμίζει τις τηλεοπτικές οθόνες με εθνικιστές δημοσιολόγους, που ονειρεύονται την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την επιστροφή στη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ. Αντί να εξηγεί στους πολίτες τους πραγματικούς όρους του παιχνιδιού, τους «παραμυθιάζει» με την ιδέα ότι είμαστε αλάνθαστοι και διαρκώς αδικημένοι του πλανήτη. Μια κυβέρνηση όμως που μιλά με λεονταρισμούς στο εσωτερικό και υπαναχωρεί (καλώς ή κακώς) στο εξωτερικό, απλώς εκτρέφει εθνικιστικούς άνεμους τους οποίους θα βρεί σύντομα μπροστά της.
Η συμφωνία με την Αίγυπτο θα έπρεπε αν μη τι άλλο να μας δείξει ότι οι διαφορές λύνονται με επαφές και εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Αντίθετα, καθώς περνά μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των ΜΜΕ και των κυβερνητικών ανακοινώσεων, κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα κάλεσμα στα όπλα.
Αρκετοί φιλοκυβερνητικοί αναλυτές περιφέρονται τις τελευταίες ώρες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υποστηρίζοντας ότι ο μόνος τρόπος να μετρήσουμε τη νίκη μας είναι να παρατηρήσουμε την οργή που προκαλούμε στους αντιπάλους μας. Όσοι χαίρονται όμως γιατί η Τουρκία ζητά τώρα τη ματαίωση των διερευνητικών επαφών ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα, απλώς δεν έχουν καταλάβει ότι βρισκόμαστε στην αρχή και όχι στο τέλος μιας δύσκολης αντιπαράθεσης. Μια αντιπαράθεση η οποία αν δεν λυθεί με τη συνεννόηση των εμπλεκομένων, θα «λυθεί» από ξένες πρεσβείες και πετρελαϊκές εταιρείες.
Διαβάστε επίσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου