Του Γιώργου Μαργαρίτη
Η συμφωνία με την Γαλλία προκάλεσε ενθουσιασμό και έφερε έναν αέρα αυτοπεποίθησης σε πολλά επίπεδα, επίσημα ή λιγότερο επίσημα, στην χώρα μας. Ως προς το περιεχόμενο του ενθουσιασμού ο παρονομαστής παρουσιάζει ενδιαφέρον. Σε πολλά υποστηρικτικά της συμφωνίας δημοσιεύματα και τοποθετήσεις διακρινόταν η ικανοποίηση για την συγκρότηση μιας συμμαχικής σχέσης πέρα από τις ήδη υπάρχουσες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ ή της ΕE. Είναι μια γενική έμμεση παραδοχή ότι οι υπάρχουσες συμμαχίες δεν προστατεύουν τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας, ούτε προστατεύουν την επικράτεια και την κυριαρχία της.
Ο ενθουσιασμός αυτός κάλυψε τις ενστάσεις που προκύπτουν από την ίδια την ουσία της συμφωνίας. Δεν αναφερόμαστε στα εύκολα και επικοινωνιακά, την πιθανολογούμενη αποστολή Ελλήνων στρατιωτών στο Μαλί ή στην… Πολυνησία! Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη συμφωνία με κανένα για να βρεθούν Έλληνες στρατιώτες στην Σαουδική Αραβία. Όταν μετέχεις στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ περιμένεις κάτι τέτοια να σου συμβούν.
Η ουσία βρίσκεται στο ερώτημα εάν η συμφωνία αυτή απαντά στις ανάγκες της Ελλάδας στην συγκυρία που έχει διαμορφωθεί και στο είδος των απειλών που καλείται να αντιμετωπίσει. Να ξεκινήσουμε από τον στρατιωτικό τομέα (τον πολιτικό θα τον αφήσουμε για άλλο δημοσίευμα). Η σχέση με την Γαλλία αποτυπώθηκε σε δύο μεγάλες παραγγελίες στρατιωτικού εξοπλισμού: Δεκαοκτώ συν έξι αεροσκάφη Rafale και τρεις, ίσως και μια ακόμα, φρεγάτες Belh@rra.
Το τελικό ύψος της παραγγελίας ως προς το κόστος της παραμένει άγνωστο. Στη Βουλή ανακοινώθηκε ότι το κόστος των 18 πρώτων Rafale (τα 12 μεταχειρισμένα) θα αγγίξει τα 2,5 δισ. ευρώ, ενώ η πρόσθεση άλλων έξι θα διαμορφώσει το αρχικό κόστος σε 3,2 με 3,5 δισ. Αυτά προστίθενται στα 1,3 δισ. που θα κοστίσει η αναβάθμιση των F-16, στα 500 εκατομμύρια που κόστισε η αγνώστου αποτελέσματος και χρησιμότητας αναβάθμιση των P-3 και άλλα παρόμοια.
Η ουσία βρίσκεται στο ερώτημα εάν η συμφωνία αυτή απαντά στις ανάγκες της Ελλάδας στην συγκυρία που έχει διαμορφωθεί και στο είδος των απειλών που καλείται να αντιμετωπίσει. Να ξεκινήσουμε από τον στρατιωτικό τομέα (τον πολιτικό θα τον αφήσουμε για άλλο δημοσίευμα). Η σχέση με την Γαλλία αποτυπώθηκε σε δύο μεγάλες παραγγελίες στρατιωτικού εξοπλισμού: Δεκαοκτώ συν έξι αεροσκάφη Rafale και τρεις, ίσως και μια ακόμα, φρεγάτες Belh@rra.
Το τελικό ύψος της παραγγελίας ως προς το κόστος της παραμένει άγνωστο. Στη Βουλή ανακοινώθηκε ότι το κόστος των 18 πρώτων Rafale (τα 12 μεταχειρισμένα) θα αγγίξει τα 2,5 δισ. ευρώ, ενώ η πρόσθεση άλλων έξι θα διαμορφώσει το αρχικό κόστος σε 3,2 με 3,5 δισ. Αυτά προστίθενται στα 1,3 δισ. που θα κοστίσει η αναβάθμιση των F-16, στα 500 εκατομμύρια που κόστισε η αγνώστου αποτελέσματος και χρησιμότητας αναβάθμιση των P-3 και άλλα παρόμοια.
Βαρύ το κόστος
Για τις φρεγάτες δεν υπάρχει συγκεκριμένος προσδιορισμός για το κόστος, πλην όμως αναμένεται να υπερβεί το ένα δισ. για κάθε πλοίο. Το άθροισμα μας δίνει ένα σύνολο 10 ίσως δισ. Συγκριτικά πρόκειται για δύο φορές τον ετήσιο προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας, αλλά ας μην σταθούμε σε αυτό. Το γεγονός είναι ότι το κόστος αυτό “φορτώνεται” σε μια οικονομία που από καιρό βρίσκεται στα όρια της.
Αυτό έχει γενικές και ειδικές επιπτώσεις που σχετίζονται με την άμυνα. Τα χρήματα αυτά αποσπώνται από κοινωνικές λειτουργίες και ανάγκες, αλλά και από παραγωγικές τυχόν επενδύσεις. Αυτό προκαλεί ένα έμμεσο κοινωνικό κόστος, το οποίο με τη σειρά του αυξάνει την δυσπραγία της ελληνικής κοινωνίας. Το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας επιτείνεται από ετούτη την αφαίμαξη πόρων, οι Έλληνες μειώνονται, γηράσκουν και ξενιτεύονται.
Και τα τρία αυτά, να μην προσθέσουμε την δυσπραγία, υπονομεύουν την άμυνα της χώρας, δηλαδή την διάθεση και την ικανότητα των πολιτών της να την υπερασπιστούν. Σε πιο “τεχνικό” πεδίο τα γιγαντιαία αυτά ποσά “δεσμεύουν” την χώρα, με την έννοια ότι δεν μπορούν εύκολα να επαναληφθούν. Ήδη η πρόσθεση των κορβετών που αναγγέλθηκαν, αναβλήθηκε για μετέπειτα καιρούς. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι η χώρα καλύπτει συγκεκριμένες ανάγκες –την αντιαεροπορική άμυνα περιοχής– σε βάρος όμως άλλων αναγκών, μερικές από τις οποίες είναι εξαιρετικά κρίσιμες.
Οι πρόοδοι στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, λόγου χάρη, έχουν δώσει νέες διαστάσεις στο πυροβολικό ή στα μη επανδρωμένα στρατιωτικά μέσα (εναέρια, επίγεια, θαλάσσια). Για να ακολουθήσει μια χώρα τις εξελίξεις σε αυτό το πεδίο χρειάζονται, φυσικά, μεγάλες επενδύσεις. Με τις οικονομικές διαστάσεις της χώρας είναι αμφίβολο εάν στρατιωτικές δαπάνες του σημερινού ύψους μπορούν να επαναληφθούν στο ορατό μέλλον.
Ας σταθούμε, όμως, στο ζήτημα της ναυτικής υπεροχής. Η πρόσθεση των νέων φρεγατών θα γίνει στα 2025-6 όταν δηλαδή οι αρχαιότερες των ολλανδικών φρεγατών του στόλου θα έχουν πλέον ηλικία μισού αιώνα και οι νεότερες γερμανικές ΜΕΚΟ θα έχουν κλείσει τα 30 χρόνια υπηρεσίας. Σε σύντομο χρονικό ορίζοντα η σημερινή δύναμη των 13 φρεγατών θα περιοριστεί σε επτά με οκτώ, αργότερα ίσως σε τέσσερεις.
Είναι άκρως αμφίβολο εάν η παραγγελία πλοίων που κοστίζουν περισσότερο από ένα δισ. το καθένα μπορεί να επαναληφθεί στο ορατό μέλλον. Καθώς το ίδιο πρόβλημα αφορά τα λοιπά σκάφη του στόλου, υποβρύχια, πυραυλάκατους κλπ., η επένδυση σε ακριβά πλοία τελικά θα μειώσει δραματικά τον αριθμό των μάχιμων πλοίων. Στο είδος της αναμέτρησης με την Τουρκία, ο αριθμός των πλοίων, όχι κατ’ ανάγκη η ποιότητά τους, έχει τη σημασία του.
Η σημαντική σε αριθμούς πλοίων παρουσία του τουρκικού ναυτικού κάθε φορά που η Ελλάδα –ενίοτε μετά της Γαλλίας– ή η Κύπρος επιχειρούν σε ζώνες που η Τουρκία μονομερώς έχει “προσαρτήσει”, δεν γίνεται με πανάκριβα σκάφη, αλλά με ό,τι φθηνότερο κυκλοφόρησε στην αγορά, γαλλικές κορβέτες “Ντ’ Εστιέν ντ’ Ορβ” λόγου χάρη, μεταχειρισμένες, κατασκευής δεκαετίας 1970!
Η τουρκική βιομηχανία και τεχνολογία είναι φυσικά σε θέση και να συντηρεί και να εκσυγχρονίζει παλιά μεταχειρισμένα πλοία, η ελληνική αντίστοιχη αναζητείται. Η συρρίκνωση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και η επικέντρωσή του σε ένα πυρήνα ακριβών πλοίων ενθαρρύνει την επιθετικότητα των γειτόνων και τους ανοίγει πλήθος δυνατοτήτων και ευκαιριών. Ας φανταστούμε μια κατάσταση τύπου Ιμίων, με την γείτονα να προβάλει κυριαρχία σε μικρά ελληνικά νησιά.
Θα ήταν απλά αδιανόητο να πλησιάσει την ζώνη της κρίσης, 10-20 χλμ από τις τουρκικές ακτές, μια ελληνική φρεγάτα του κόστους της Belh@rra. Η απέναντι πλευρά θα μπορούσε να συγκεντρώσει στο σημείο πλήθος από τα “αναλώσιμης αξίας” πολεμικά της, ή εκείνο το “σύννεφο” των μικρών περιπολικών που με τόση ευκολία πλέον ναυπηγεί και εξάγει. Σε μια τέτοια περίπτωση η μόνη δυνατότητα της Ελλάδας θα ήταν η απειλή γενίκευσης του πολέμου. Στην ουσία δηλαδή η χώρα θα έχει χάσει την δυνατότητα κλιμακωτής αντίδρασης.
Τα “μαγικά” πλοία
Η ιδέα των ακριβών “μαγικών” πλοίων έχει πολλές φορές γοητεύσει ναυαρχεία και κυβερνήσεις. Αυτού του είδους τα πλοία αποδείχθηκαν αναποτελεσματικό, να μην πούμε άχρηστο, όπλο. Οι στόλοι των Ντρέντνωτ πολέμησαν μόνο μια φορά σε όλον τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εκεί πάλι, στην Γιουτλάνδη, το κύριο μέλημα ήταν η αποφυγή της μάχης: ήταν πολύ ακριβά για να χαθούν. Το ίδιο με την κλάση Βίσμαρκ, ή με εκείνα τα τέρατα τύπου Γιαμάτο. Τα αμερικάνικα Αϊόβα τελικά χρησίμευσαν μόνο ως παράκτιες πυροβολαρχίες, αποστολή που μπορούσε επάξια να εκτελέσει το πιο γηραιό και ταλαιπωρημένο θωρηκτό του αμερικανικού οπλοστασίου.
Οι δε Belh@rra δεν είναι ακριβώς “μαγικών δυνατοτήτων” πλοίο. Δεν έπεσε, ακόμα, στο μαγικό φίλτρο του Πανοραμίξ! Σε τελευταία ανάλυση είναι μόνο 4.500 τόνων. Τα TF-2000 της γείτονος ξεκίνησαν τον σχεδιασμό τους στους 7.000 τόνους, σήμερα βρίσκονται στους 8.500 και βαδίζουν προς τους 10.000. Θα πλέουν δε στις θάλασσες μερικούς μήνες μετά τις Belh@rra και θα είναι, ως προς τον αριθμό, οκτώ. Οι ναυτικοί ανταγωνισμοί είναι, το γνωρίζουμε, υπόθεση οικονομικών μεγεθών.
Παρά τα πρόσφατα αιτήματα της Τουρκίας στις ΗΠΑ για απόκτηση 40 νέων F-16 της πιο εξελιγμένης εκδοχής και την αναβάθμιση άλλων 80, οι ελληνικές επενδύσεις στην αεροπορία δημιουργούν την εντύπωση, αν όχι υπεροχής, τουλάχιστον μεγάλων, συγκριτικά, δυνατοτήτων. Αλλά και σε αυτόν τον κλάδο παρατηρούμε το ίδιο πρόβλημα. Η Ελλάδα επενδύει σε “μαγικά” όπλα: στα 18+6 Rafale. Η δε Τουρκία επενδύει σε πλέγματα, σε συνδυασμό όπλων, δημιουργώντας ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων.
- Πρώτον, καλύπτει το πιθανό πεδίο αναμέτρησης, το Αιγαίο και τον μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας χώρο, με ένα ικανό αντιαεροπορικό σύστημα, τους S-400. Με άκρως επικίνδυνη εμβέλεια των 200+ χλμ και κλιμακούμενες δυνατότητες σε μικρότερες αποστάσεις, το σύστημα αυτό δημιουργεί ζώνες υψηλού κινδύνου για οποιοδήποτε τύπο αεροπλάνου.
- Δεύτερον, χρησιμοποιεί σε ολοένα και μεγαλύτερη κλίμακα μη επανδρωμένα οχήματα, πολλαπλασιάζοντας στόχους, απειλές και δυνατότητες κρούσης.
- Τρίτον, αναπτύσσει βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλης εμβέλειας, σε τρόπο ώστε να μπορεί να πλήξει στόχους, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τα αεροπλάνα της.
Τα όπλα που χρειάζονται
Με την μεθοδικότητα που ακολουθεί στις εξοπλιστικές λογικές της, η Τουρκία έχει δυνατότητες, εκτός από την επιλογή του σημείου έντασης, της λελογισμένης κλιμάκωσης και της εκ των προτέρων ακύρωσης των αντιδράσεων του αντιπάλου. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τις φρεγάτες Belh@rra, που είναι υποχρεωμένες να παρακολουθούν από μεγάλη απόσταση τα δρώμενα στο ανατολικό Αιγαίο (λόγου χάρη) έτσι και τα πολύ ακριβά Rafale, είναι αμφίβολο εάν μπορούν ακίνδυνα να δράσουν στις ίδιες περιοχές.
Αντίθετα η γειτονική δύναμη μπορεί να πλήξει στόχους στρατηγικούς ή τακτικούς σχεδόν ακίνδυνα χρησιμοποιώντας, είτε μη επανδρωμένους φορείς, ή βαλλιστικούς πυραύλους. Τομείς στους οποίους η Ελλάδα απλά δεν υπάρχει. Θα το πούμε για μια ακόμα φορά. Η αντιμετώπιση των απειλών που προέρχονται από γειτονική χώρα, πολύ πιο ισχυρή δημογραφικά και οικονομικά και με γεωγραφικό επιπλέον πλεονέκτημα, δεν γίνεται με “μαγικά” πανάκριβα όπλα.
Γίνεται με όπλα που απειλούν να προκαλέσουν πολύ μεγαλύτερο κόστος από όσο τα ίδια κοστίζουν και που αποτρέπουν την εχθρική επίθεση ακριβώς λόγω του κόστους που προκαλούν στον αντίπαλο, όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από τα τυχόν οφέλη που αυτός θα αποκομίσει. Δεν είναι τα πανάκριβα Rafale και οι εκτός λογικής κόστους Belh@rra που θα πετύχουν αυτό το αποτέλεσμα, ακόμα και στην περίπτωση που θα βρεθεί πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να τα “θυσιάσει” στον βωμό της υπεράσπισης επικράτειας και κυριαρχίας.
Η σύγκριση με το “Αβέρωφ”
Να κλείσουμε το παρόν σημείωμα με μερικές διευκρινήσεις περί του θωρηκτού “Αβέρωφ” με το οποίο οι επιφανειακά “γνωρίζοντες” ιστορία συγκρίνουν την απόκτηση των Belh@rra. Το Αβέρωφ ήταν ένα καινούργιο πλοίο, με σημαντικό πλεονέκτημα ταχύτητας απέναντι των αντιπάλων του: 24 κόμβοι έναντι 15, των δύο μόνων αξιόμαχων τουρκικών θωρηκτών.
Επωφελήθηκε των πολλών προβλημάτων που είχε ο οθωμανικός στόλος μετά τον ιταλο-οθωμανικό πόλεμο, τον αποκλεισμό, αλλά και τα πλήγματα που προκάλεσαν τα μικρά βουλγαρικά τορπιλοβόλα στα κύρια πλοία μάχης του οθωμανικού στόλου, καθώς αυτά προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν την βουλγαρική προέλαση στην ανατολική Θράκη. Στις δύο ναυμαχίες έξω από τα Στενά το “Αβέρωφ” δεν είχε πρακτικά αντίπαλο.
Τις μεγάλες όμως ζημιές και την δημιουργία επικίνδυνων τακτικών καταστάσεων δεν τις προκάλεσε ο “Αβέρωφ” στον Βαλκανικό πόλεμο. Το μικρό οθωμανικό καταδρομικό “Χαμιντιέ” τις προκάλεσε, το οποίο βύθισε σημαντικό αριθμό πλοίων, αναστάτωσε τις θαλάσσιες μεταφορές και δημιούργησε κλίμα ανασφάλειας στις θάλασσες στην θυελλώδη επιδρομή του στην Μεσόγειο, στις αρχές του 1913.
Και φυσικά η τότε εποχή τίποτε το κοινό δεν έχει με σημερινούς συσχετισμούς και καταστάσεις. Οι τότε ελληνικές κυβερνήσεις είχαν την πρόθεση να πλεύσει ο ελληνικός στόλος πέρα από τα τρία (τότε) ή τα έξι μίλια των χωρικών υδάτων. Σήμερα;
Πηγή: slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου