Όταν έγινε 20 χρονώ, τον πήραν στρατιώτη. Ο στρατός, με όλα τα καψώνια της εποχής, του φάνηκε κολέγιο, αφού από τα 10 του βασανιζόταν σε σκληρές δουλειές για το μεροκάματο. Και στο κολέγιο αυτό έμεινε τρία χρόνια, καθώς ήταν ανυπάκουος, δεν μπορούσε να δεχτεί την τυπική... πειθαρχία της στολής και μάζευε «καμπάνες» για ψύλλου πήδημα. Το στρατιωτικό του βιβλιάριο ήταν γεμάτο από φυλακίσεις και αυστηρές φυλακίσεις.
Πριν φορέσει τη στολή είχε πάθει αυτό που περιπαικτικά αποκαλούσε «αριστεροπλευρίτιδα». Με πέντε λόγια από τον δάσκαλο και με το φροντιστήριο της κακοπληρωμένης δουλειάς, έμαθε να μισεί τον Μεταξά, να φυλάγεται από τους μπασκίνες, να διατηρεί μέσα του την ελπίδα ότι κάποια μέρα μια άσπρη μέρα θα διαδεχτεί το μισόφωτο στο οποίο ζούσε. Για μία, ή πιο σωστά για μισή, κουβέντα που του ξέφυγε στο καφενείο έφαγε και το πρώτο του θεσμικό ξύλο.
Ύστερα, μόλις απολύθηκε, πριν προλάβει να φορέσει τα πολιτικά ρούχα που του εξοικονόμησε η υπηρέτρια αδελφή του, ήρθε η 28η του Οκτώβρη και βρέθηκε πάλι με στολή. Αλλά δεν ήταν κολέγιο αυτή τη φορά, ήταν παγωνιά, χιόνι, ψείρες, κρυοπαγήματα, οβίδες, σφαίρες, όι-όι μάνα μου. Παρ' όλα αυτά, πάντα θυμόταν με νοσταλγία εκείνες τις μέρες, την αλληλεγγύη της χλαίνης, τους φρατέλους, τις σοκολάτες τους και την ιαχή «αέρα» με την οποία ρίχνονταν στις μάχες.
Ύστερα ήρθε η παράδοση, χωρίς να έχουν ηττηθεί. Βρέθηκε πεινασμένος και ψειριασμένος, παρέα με άλλους πεινασμένους και ψειριασμένους, να κατηφορίζει από την Αλβανία στην Αθήνα ζητιανεύοντας, ενώ ο αρχιστράτηγός τους ορκιζόταν πρωθυπουργός. Πείνασε στην πρωτεύουσα, δούλεψε σαν σκυλί για ένα κομμάτι ψωμί και μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, χωρίς να το πει σε κανέναν, πήρε τα βουνά. Και βρέθηκε αντάρτης στον Παρνασσό.
Ύστερα, όλη του τη ζωή τον κυνηγούσαν. Όταν, ασπρομάλλη πια, τον ρωτούσαν γιατί μετά από τόσο στρατό και πόλεμο αυτός αποφάσισε να ξαναπάρει το όπλο χωρίς κανείς να τον υποχρεώσει, απαντούσε με ερώτηση απορώντας για την ερώτηση: Ε, και τι να 'κανα; Ούτε έπεα ούτε έπη. Μόνο «έ, και τι να 'κανα;». Που περιγράφει καλύτερα από χίλιους πανηγυρικούς τα υλικά που έχτισαν το 1940 και τα μετέπειτα...
Πριν φορέσει τη στολή είχε πάθει αυτό που περιπαικτικά αποκαλούσε «αριστεροπλευρίτιδα». Με πέντε λόγια από τον δάσκαλο και με το φροντιστήριο της κακοπληρωμένης δουλειάς, έμαθε να μισεί τον Μεταξά, να φυλάγεται από τους μπασκίνες, να διατηρεί μέσα του την ελπίδα ότι κάποια μέρα μια άσπρη μέρα θα διαδεχτεί το μισόφωτο στο οποίο ζούσε. Για μία, ή πιο σωστά για μισή, κουβέντα που του ξέφυγε στο καφενείο έφαγε και το πρώτο του θεσμικό ξύλο.
Ύστερα, μόλις απολύθηκε, πριν προλάβει να φορέσει τα πολιτικά ρούχα που του εξοικονόμησε η υπηρέτρια αδελφή του, ήρθε η 28η του Οκτώβρη και βρέθηκε πάλι με στολή. Αλλά δεν ήταν κολέγιο αυτή τη φορά, ήταν παγωνιά, χιόνι, ψείρες, κρυοπαγήματα, οβίδες, σφαίρες, όι-όι μάνα μου. Παρ' όλα αυτά, πάντα θυμόταν με νοσταλγία εκείνες τις μέρες, την αλληλεγγύη της χλαίνης, τους φρατέλους, τις σοκολάτες τους και την ιαχή «αέρα» με την οποία ρίχνονταν στις μάχες.
Ύστερα ήρθε η παράδοση, χωρίς να έχουν ηττηθεί. Βρέθηκε πεινασμένος και ψειριασμένος, παρέα με άλλους πεινασμένους και ψειριασμένους, να κατηφορίζει από την Αλβανία στην Αθήνα ζητιανεύοντας, ενώ ο αρχιστράτηγός τους ορκιζόταν πρωθυπουργός. Πείνασε στην πρωτεύουσα, δούλεψε σαν σκυλί για ένα κομμάτι ψωμί και μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, χωρίς να το πει σε κανέναν, πήρε τα βουνά. Και βρέθηκε αντάρτης στον Παρνασσό.
Ύστερα, όλη του τη ζωή τον κυνηγούσαν. Όταν, ασπρομάλλη πια, τον ρωτούσαν γιατί μετά από τόσο στρατό και πόλεμο αυτός αποφάσισε να ξαναπάρει το όπλο χωρίς κανείς να τον υποχρεώσει, απαντούσε με ερώτηση απορώντας για την ερώτηση: Ε, και τι να 'κανα; Ούτε έπεα ούτε έπη. Μόνο «έ, και τι να 'κανα;». Που περιγράφει καλύτερα από χίλιους πανηγυρικούς τα υλικά που έχτισαν το 1940 και τα μετέπειτα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου