Δεν με έβαλαν καν σε σκέψεις. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα (ξεκάθαρα όμως) εδώ και δεκαετίες. Και για όσους είχαν ξεχαστεί στις αριστερές τους απογοητεύσεις (μα δεν είναι υπέροχο προνόμιο να μπορείς να απογοητεύεσαι; Μα είναι τόσο υπέροχο!), για όλους αυτούς, τα τρία τελευταία χρόνια ήταν μια ξεκάθαρη (εντελώς ξεκάθαρη όμως) υπενθύμιση. Αν και πάλι δεν, ε τι άλλο πια; Υπενθύμιση στο κινητό να στείλουν τα ξεκάθαρα... ξεκαθαρισμένα τους; Mon Dieu, δηλαδή. Για όνομα, προς Θεού, ήμαρτον – πώς αλλιώς να το πω!
Καθόλου δεν με προβλημάτισε. Δεν είναι ότι δεν αντιστάθηκα. Μπροστά μου τα έβλεπα μεν, αλλά εγώ εκεί! Στουρνάρι η δικιά σου, αρνήτρια – κατάλαβες; Με τα πολλά (τα πολύ πολλά όμως...), το ’πιασα. Πλέον, το ’χω κάνει κτήμα μου. Εχει γίνει κομμάτι από τα σιλικονάτα στήθη μου, μέρος από τη χαριτοδιπλωμένη κυτταρίτιδά μου, τμήμα του λιπώδους ιστού του μυαλού μου. Δεν το κατάφεραν, βέβαια, αυτοί. Εγώ το άφησα να γίνει. Και το φχαριστιέμαι κάθε μέρα, ώς τα κατάβαθα της μισανθρωπιστικής μου ύπαρξης.
(η σκηνή κλείνει, τα φώτα αργοσβήνουν κι ένα βαθύ, στυγερό, σαρδόνιο γέλιο γεμίζει τον χώρο...)
Ανάψτε κάνα φως καλέ! Τώρα σας πιάσαν οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες; Οταν έτσουξε το μπιλιετάκι, τότε μειώσαμε το ρευματάκι, έτσι; Οταν δεν μπορούσα να κοιμηθώ (μόνο τα μπότοξ που πλήρωσα να σβήσω μαύρους κύκλους, η ψυχούλα μου το ξέρει!) επειδή φωτοβολούσε η γειτονιά από τα λαμπιόνια στα μπαλκόνια, και δώσ’ του ν’ αναβοσβήνουν, και νά σου κάτι χοντροί κοκκινόμορφοι γενειοφόροι κρεμασμένοι να παίζουν τα τζιγκλς μπελς!
Κι από κοντά, κάτι τεράστια, νεκρά δέντρα, χριστουγεννιάτικα α λα Μπακοζάν (σαν τα πτώματα που στολίζει στο Σύνταγμα) τίγκα στολισμένα και δαύτα! Κι όλα αυτά, νωρίς νωρίς κιόλα. Με το που βγάζανε τα εθνικοπατριωτικά της 28ης, αμέσως πέρναγαν στα χριστιανοκιτσαρίκια των Χριστουγέννων... «Για τα παιδιά μωρέ. Να μη χαρούν κι αυτά τα κακόμοιρα;» μου έλεγε η απέναντι, που είχε πάρει εργολαβία τα Jumbo, αλλά μια φορά να βγάλει τα μούλικα βόλτα στο πάρκο (απέναντι κι αυτό), δεν! Μη δουν ζωντανό δέντρο, βλέπεις, τα βλαστάρια της και πάθουν αναφυλαξία, αλλεργία, υπεροξυγόνωση και ’γώ δεν ξέρω τι άλλο.
Φάτε τώρα βιλίτσα τού Στάσση, με ένα χιλιαρικάκι τη μέρα μισθό (όξω τα μπόνους!) και μούγκα. Μη σου πω πως κάπου τα πήρε το μάτι μου τις προάλλες να παίζουν με τις λάσπες, μετά τη βροχή, τα φιντάνια της. Εκεί, στη λάσπη, στη μούγκα και στο σκοτάδι – να δεις εσύ τι σημαίνει «απογοήτευση» μετά. Που έξαλλη είχε γίνει η εν λόγω κάποια χρόνια πριν. Σωτήρα περίμενε, βλέπεις, μα δεν της ήρθε κάτω από το δέντρο-πτώμα της και πικράθηκε η δόλια. Το καλύτερο, βέβαια, το ’κανε προψές: έξαλλη βγήκε να σκουπίσει το πεζοδρόμιο (το είδαμε κι αυτό!) κι έλεγε:
«Ασ’ τα κοπέλα μου! Της έσπασαν την πόρτα! Ξημερώματα σου λέω. Το φαντάζεσαι; Δεν είχε βγει ο ήλιος και αυτοί όρμησαν με... να δεις τι είχαν...». «Αλυσοπρίονα είχαν» λέω. «Α ναι! Με δαύτα! Μωρέ ούτε να κατουρήσει δεν την άφησαν! Κι όλα αυτά, μόνο για δεκαπέντε χιλιάρικα χρέος. Σε πιστωτικές βέβαια. Τι αγόραζε πια κι αυτή κι έκανε τέτοιο λογαριασμό;». «Τουαλέτες Zeus & Dione. Αυτές αγόρασε» απαντάω και φεύγω.
Δεν με έβαλαν καν σε σκέψεις. Ούτε τα ετεροχρονισμένα πτυχία Διαματάρη, ούτε οι υποκλοπές Δημητριάδη, ούτε τα ανήθικα κόκκινα δάνεια Πάτση, ούτε τα πρόστυχα εκατομμύρια Σκρέκα σε απευθείας αναθέσεις, ούτε τα ανέμελα φουστάνια της Μαρέβας που ανεμίζουν μπροστά από τα κλειδωμένα γάλατα, ούτε τα γελοία ψευτονταηλίκια περί σοσιαλιστικής σαμπάνιας του Μητσοτάρχα μέσα από σπασμένες πόρτες (που τα χαίρεται –μωρέ πώς τα χαίρεται!– ο δόλιος από μοναχός του σαν τα λέει). Τίποτε δεν με έριξε από τα σύννεφα. Αυτοί, ξεκάθαροι είναι. Πάντα ήταν. Μια χαρά τα βαρούσαν, δυο τρομάρες τα βαράνε. Και τα τρακόσια σήμαντρα και τις εξηνταδυό καμπάνες, μ’ όλο το παπαδαριό αντάμα!
Εμείς δεν ακούμε... Ορθιοι και μόνοι, μέσα στη φοβερή ερημία του πλήθους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου