Jorge Bucay
«ΠΩΣ ΤΑ ΠΑΣ με τους γονείς σου;»
«Μια έτσι μια αλλιώς» αποκρίθηκα. «Είναι στιγμές που συνεννοούμαστε περίφημα κι ο καθένας μπορεί να μπει στη θέση του άλλου. Άλλες φορές, όμως, δεν γίνεται τίποτα. Αδύνατον.»
«Κοίταξε, Ντεμιάν, υποθέτω ότι αυτό θα σου συμβαίνει με
όλον τον κόσμο για όλη την υπόλοιπη ζωή σου.»
«Ναι, αλλά με τους γονείς σου είναι διαφορετικά. Είναι γονείς...»
«Ναι, είναι γονείς, όμως, τι εννοείς όταν λες ότι είναι διαφορετικά;»
«Επειδή είναι οι γονείς μου έχουν ορισμένη εξουσία.»
«Τι εξουσία;»
«Εξουσία επάνω μου.»
«Εσύ πια είσαι ενήλικος, Ντεμιάν, και κανένας δεν έχει πια εξουσία επάνω σου. Κανένας. Τουλάχιστον, κανένας δεν έχει περισσότερη εξουσία απ όση του παραχωρείς εσύ ο ίδιος.»
«Εγώ δεν τους παραχωρώ τίποτα.»
«Δεν φαίνεται να είναι έτσι.»
«Ναι, αλλά το σπίτι είναι δικό τους, με ταΐζουν, μου αγοράζουν ρούχα, πληρώνουν έξοδα για τις σπουδές μου, η μητέρα μου με πλένει, σιδερώνει, στρώνει το κρεβάτι μου... Όλα αυτά τους δίνουν δικαιώματα.»
«Κι εσύ δεν δουλεύεις;»
« Ναι, φυσικά και δουλεύω.»
«Ε, τότε; Καταλαβαίνω ότι μένεις στο σπίτι των γονιών σου εφόσον δεν έχεις την οικονομική δυνατότητα να πληρώσεις δικό σου. Όμως, σε όλα τα υπόλοιπα μπορείς να δώσεις μάχη για τη ανεξαρτησία σου. Ορισμένα πράγματα θα μπορούσες να τα κάνεις μόνος σου.»
«Μα πού το πας; Με θεωρείς άχρηστο, όπως η μάνα μου; Λες και το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο είναι να μάθεις να στρώνεις το κρεβάτι σου και να παρατήσεις όλα τ' άλλα!»
«Όχι, δεν νομίζω. Όμως, εσύ απαιτείς ελευθερία και ανεξαρτησία.»
«Εγώ δεν θέλω ελευθερία και ανεξαρτησία για να μαγειρεύω το φαγητό μου, να στρώνω το κρεβάτι μου και να πλένω τα ρούχα μου. Εγώ θέλω να μην είμαι αναγκασμένος να ζητάω άδεια και να έχω το δικαίωμα να πω ό,τι θέλω και να κρατήσω για τον εαυτό μου τα υπόλοιπα.»
«Ίσως, Ντεμιάν, αυτές οι δύο ομάδες "ελευθεριών" να είναι αλληλοεξαρτώμενες.»
«Δε θέλω να πάψω να βλέπω τους γονείς μου.»
«Όχι, και βέβαια όχι. Όμως, εσύ διεκδικείς ορισμένα αποσπασματικά δικαιώματα από τη σημερινή σου κατάσταση και αποφεύγεις τις ευθύνες που προκύπτουν από αυτά τα δικαιώματα.»
«Μα θέλω εγώ να διαλέξω σε ποια ζητήματα θα ανεξαρτητοποιηθώ πρώτα και για ποια μπορώ να περιμένω λίγο.»
«Για να δούμε αν η ιστορία θα σε βοηθήσει να το ξεκαθαρίσεις.»
Ένας άνθρωπος ζήτησε μια φορά από το γείτονα του μια χύτρα δανεική. Ο ιδιοκτήτης της χύτρας δεν ήταν και πολύ φιλότιμος, αλλά ένιωσε υποχρεωμένος να του τη δώσει.
Ύστερα από τέσσερις μέρες, ο γείτονας δεν του είχε επιστρέψει τη χύτρα. Με πρόφαση ότι τη χρειαζόταν, πήγε να τη ζητήσει.
«Τώρα μόλις ετοιμαζόμουν να σου τη φέρω... Ήταν δύσκολη η γέννα!»
«Μα ποια γέννα;»
«Της χύτρας.»
«Τι;»
«Α, δεν το ήξερες; Η χύτρα ήταν γκαστρωμένη.»
«Γκαστρωμένη;»
«Ναι. Απόψε το βράδυ απόκτησε οικογένεια. Γι' αυτό ήθελε ανάπαυση. Τώρα, όμως, έχει σχεδόν συνέλθει.»
«Έχει συνέλθει;»
«Ναι. Ένα λεπτό παρακαλώ.»
Και μπήκε στο σπίτι. Βγήκε κρατώντας τη χύτρα, ένα κανατάκι κι ένα τηγάνι.
«Αυτά δεν είναι δικά μου. Μόνο η χύτρα.»
«Όχι, δικά σου είναι. Αφού η χύτρα είναι δική σου, είναι δικά σου και τα παιδιά της.»
Ο άνθρωπος σκέφτηκε ότι ο γείτονας του ήταν θεότρελος. «Καλύτερα να πάω με τα νερά του», συλλογίστηκε. «Εντάξει, ευχαριστώ.»
«Παρακαλώ. Γεια.»
«Γεια χαρά.»
Και πήγε στο σπίτι του με τη χύτρα, το κανατάκι και το τηγάνι.
Το ίδιο απόγευμα, ο γείτονας του ξαναχτύπησε την πόρτα. «Γείτονα, μου δανείζεις ένα κατσαβίδι και μία πένσα;» 0 άνθρωπος τώρα ένιωθε περισσότερο υποχρεωμένος. «Ναι, φυσικά.»
Μπήκε στο σπίτι και βγήκε με την πένσα και το κατσαβίδι. Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα και ήταν έτοιμος να πάει να πάρει πίσω τα πράγματα του, όταν ο γείτονας του χτύπησε την
πόρτα.
«Α γείτονα. Εσύ το ήξερες;»
«Τι πράγμα;»
«Ότι το κατσαβίδι και η πένσα είναι ζευγάρι;»
«Μη μου το λες!» είπε ο άνθρωπος γουρλώνοντας τα μάτια. «Δεν το ήξερα.»
«Κοίταξε, ήταν δική μου απροσεξία. Τους άφησα μόνους για λίγο και η πένσα έμεινε έγκυος.»
«Η πένσα;»
«Η πένσα! Σου έφερα τα παιδιά της.»
Και ανοίγοντας ένα καλαθάκι, του έδωσε μερικές βίδες, παξιμάδια και καρφιά, που έλεγε ότι τα είχε γεννήσει η πένσα.
«Είναι παλαβός» σκέφτηκε ο άνθρωπος. Όμως, μερικές βίδες και καρφιά πάντα είναι χρήσιμα.
Πέρασαν δύο μέρες. Ο γείτονας που όλο ζητούσε ήρθε πάλι.
«Τις προάλλες» του είπε, «όταν σου έφερα την πένσα, είδα ότι έχεις πάνω στο τραπέζι σου μία ωραία χρυσή ανθοδόχη. Έχεις την καλοσύνη να μου τη δανείσεις γι' απόψε το βράδυ;»
Άστραψαν τα μάτια του ιδιοκτήτη της ανθοδόχης.
«Φυσικά» είπε, με αδιαμφισβήτητη γενναιοδωρία. Και πήγε να φέρει την ανθοδόχη.
«Ευχαριστώ, γείτονα.»
«Αντίο.»
«Αντίο.»
Πέρασε η νύχτα εκείνη, πέρασε και η επόμενη και ο ιδιοκτήτης της ανθοδόχης δεν τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα του γείτονα για να τη ζητήσει. Ωστόσο, όταν πέρασε μια εβδομάδα δεν άντεξε άλλο και πήγε να ζητήσει το βάζο του.
«Η ανθοδόχη;» είπε ο γείτονας.
«Α! Δεν το έμαθες;»
«Όχι, τι πράγμα;»
«Πέθανε στη γέννα.»
«Τι θα πει πέθανε στη γέννα;»
«Ναι, η ανθοδόχη ήταν γκαστρωμένη, και πάνω στη γέννα πέθανε.»
«Άκουσε, για βλάκα με περνάς; Πώς είναι δυνατό να είναι γκαστρωμένο ένα χρυσό βάζο;»
«Κοίταξε, γείτονα. Δέχτηκες την εγκυμοσύνη και τη γέννα της χύτρας. Δέχτηκες επίσης το γάμο και τους απογόνους του κατσαβιδιού και της πένσας. Τώρα, γιατί δεν δέχεσαι την εγκυμοσύνη και το θάνατο της ανθοδόχης;»
«Κι εσύ, Ντεμιάν, μπορείς να διαλέξεις ό,τι θέλεις, όμως, δεν γίνεται να είσαι ανεξάρτητος σε ό,τι σε βολεύει και σε διευκολύνει, και να μην είσαι όταν σου κοστίζει.
»Οι απόψεις σου, η ελευθερία σου, η ανεξαρτησία σου και το αίσθημα ευθύνης πάνε μαζί στην πορεία της ανάπτυξης σου. Εσύ αποφασίζεις αν θα ενηλικιωθείς ή θα παραμείνεις παιδί.»
«Μια έτσι μια αλλιώς» αποκρίθηκα. «Είναι στιγμές που συνεννοούμαστε περίφημα κι ο καθένας μπορεί να μπει στη θέση του άλλου. Άλλες φορές, όμως, δεν γίνεται τίποτα. Αδύνατον.»
«Κοίταξε, Ντεμιάν, υποθέτω ότι αυτό θα σου συμβαίνει με
όλον τον κόσμο για όλη την υπόλοιπη ζωή σου.»
«Ναι, αλλά με τους γονείς σου είναι διαφορετικά. Είναι γονείς...»
«Ναι, είναι γονείς, όμως, τι εννοείς όταν λες ότι είναι διαφορετικά;»
«Επειδή είναι οι γονείς μου έχουν ορισμένη εξουσία.»
«Τι εξουσία;»
«Εξουσία επάνω μου.»
«Εσύ πια είσαι ενήλικος, Ντεμιάν, και κανένας δεν έχει πια εξουσία επάνω σου. Κανένας. Τουλάχιστον, κανένας δεν έχει περισσότερη εξουσία απ όση του παραχωρείς εσύ ο ίδιος.»
«Εγώ δεν τους παραχωρώ τίποτα.»
«Δεν φαίνεται να είναι έτσι.»
«Ναι, αλλά το σπίτι είναι δικό τους, με ταΐζουν, μου αγοράζουν ρούχα, πληρώνουν έξοδα για τις σπουδές μου, η μητέρα μου με πλένει, σιδερώνει, στρώνει το κρεβάτι μου... Όλα αυτά τους δίνουν δικαιώματα.»
«Κι εσύ δεν δουλεύεις;»
« Ναι, φυσικά και δουλεύω.»
«Ε, τότε; Καταλαβαίνω ότι μένεις στο σπίτι των γονιών σου εφόσον δεν έχεις την οικονομική δυνατότητα να πληρώσεις δικό σου. Όμως, σε όλα τα υπόλοιπα μπορείς να δώσεις μάχη για τη ανεξαρτησία σου. Ορισμένα πράγματα θα μπορούσες να τα κάνεις μόνος σου.»
«Μα πού το πας; Με θεωρείς άχρηστο, όπως η μάνα μου; Λες και το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο είναι να μάθεις να στρώνεις το κρεβάτι σου και να παρατήσεις όλα τ' άλλα!»
«Όχι, δεν νομίζω. Όμως, εσύ απαιτείς ελευθερία και ανεξαρτησία.»
«Εγώ δεν θέλω ελευθερία και ανεξαρτησία για να μαγειρεύω το φαγητό μου, να στρώνω το κρεβάτι μου και να πλένω τα ρούχα μου. Εγώ θέλω να μην είμαι αναγκασμένος να ζητάω άδεια και να έχω το δικαίωμα να πω ό,τι θέλω και να κρατήσω για τον εαυτό μου τα υπόλοιπα.»
«Ίσως, Ντεμιάν, αυτές οι δύο ομάδες "ελευθεριών" να είναι αλληλοεξαρτώμενες.»
«Δε θέλω να πάψω να βλέπω τους γονείς μου.»
«Όχι, και βέβαια όχι. Όμως, εσύ διεκδικείς ορισμένα αποσπασματικά δικαιώματα από τη σημερινή σου κατάσταση και αποφεύγεις τις ευθύνες που προκύπτουν από αυτά τα δικαιώματα.»
«Μα θέλω εγώ να διαλέξω σε ποια ζητήματα θα ανεξαρτητοποιηθώ πρώτα και για ποια μπορώ να περιμένω λίγο.»
«Για να δούμε αν η ιστορία θα σε βοηθήσει να το ξεκαθαρίσεις.»
Ένας άνθρωπος ζήτησε μια φορά από το γείτονα του μια χύτρα δανεική. Ο ιδιοκτήτης της χύτρας δεν ήταν και πολύ φιλότιμος, αλλά ένιωσε υποχρεωμένος να του τη δώσει.
Ύστερα από τέσσερις μέρες, ο γείτονας δεν του είχε επιστρέψει τη χύτρα. Με πρόφαση ότι τη χρειαζόταν, πήγε να τη ζητήσει.
«Τώρα μόλις ετοιμαζόμουν να σου τη φέρω... Ήταν δύσκολη η γέννα!»
«Μα ποια γέννα;»
«Της χύτρας.»
«Τι;»
«Α, δεν το ήξερες; Η χύτρα ήταν γκαστρωμένη.»
«Γκαστρωμένη;»
«Ναι. Απόψε το βράδυ απόκτησε οικογένεια. Γι' αυτό ήθελε ανάπαυση. Τώρα, όμως, έχει σχεδόν συνέλθει.»
«Έχει συνέλθει;»
«Ναι. Ένα λεπτό παρακαλώ.»
Και μπήκε στο σπίτι. Βγήκε κρατώντας τη χύτρα, ένα κανατάκι κι ένα τηγάνι.
«Αυτά δεν είναι δικά μου. Μόνο η χύτρα.»
«Όχι, δικά σου είναι. Αφού η χύτρα είναι δική σου, είναι δικά σου και τα παιδιά της.»
Ο άνθρωπος σκέφτηκε ότι ο γείτονας του ήταν θεότρελος. «Καλύτερα να πάω με τα νερά του», συλλογίστηκε. «Εντάξει, ευχαριστώ.»
«Παρακαλώ. Γεια.»
«Γεια χαρά.»
Και πήγε στο σπίτι του με τη χύτρα, το κανατάκι και το τηγάνι.
Το ίδιο απόγευμα, ο γείτονας του ξαναχτύπησε την πόρτα. «Γείτονα, μου δανείζεις ένα κατσαβίδι και μία πένσα;» 0 άνθρωπος τώρα ένιωθε περισσότερο υποχρεωμένος. «Ναι, φυσικά.»
Μπήκε στο σπίτι και βγήκε με την πένσα και το κατσαβίδι. Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα και ήταν έτοιμος να πάει να πάρει πίσω τα πράγματα του, όταν ο γείτονας του χτύπησε την
πόρτα.
«Α γείτονα. Εσύ το ήξερες;»
«Τι πράγμα;»
«Ότι το κατσαβίδι και η πένσα είναι ζευγάρι;»
«Μη μου το λες!» είπε ο άνθρωπος γουρλώνοντας τα μάτια. «Δεν το ήξερα.»
«Κοίταξε, ήταν δική μου απροσεξία. Τους άφησα μόνους για λίγο και η πένσα έμεινε έγκυος.»
«Η πένσα;»
«Η πένσα! Σου έφερα τα παιδιά της.»
Και ανοίγοντας ένα καλαθάκι, του έδωσε μερικές βίδες, παξιμάδια και καρφιά, που έλεγε ότι τα είχε γεννήσει η πένσα.
«Είναι παλαβός» σκέφτηκε ο άνθρωπος. Όμως, μερικές βίδες και καρφιά πάντα είναι χρήσιμα.
Πέρασαν δύο μέρες. Ο γείτονας που όλο ζητούσε ήρθε πάλι.
«Τις προάλλες» του είπε, «όταν σου έφερα την πένσα, είδα ότι έχεις πάνω στο τραπέζι σου μία ωραία χρυσή ανθοδόχη. Έχεις την καλοσύνη να μου τη δανείσεις γι' απόψε το βράδυ;»
Άστραψαν τα μάτια του ιδιοκτήτη της ανθοδόχης.
«Φυσικά» είπε, με αδιαμφισβήτητη γενναιοδωρία. Και πήγε να φέρει την ανθοδόχη.
«Ευχαριστώ, γείτονα.»
«Αντίο.»
«Αντίο.»
Πέρασε η νύχτα εκείνη, πέρασε και η επόμενη και ο ιδιοκτήτης της ανθοδόχης δεν τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα του γείτονα για να τη ζητήσει. Ωστόσο, όταν πέρασε μια εβδομάδα δεν άντεξε άλλο και πήγε να ζητήσει το βάζο του.
«Η ανθοδόχη;» είπε ο γείτονας.
«Α! Δεν το έμαθες;»
«Όχι, τι πράγμα;»
«Πέθανε στη γέννα.»
«Τι θα πει πέθανε στη γέννα;»
«Ναι, η ανθοδόχη ήταν γκαστρωμένη, και πάνω στη γέννα πέθανε.»
«Άκουσε, για βλάκα με περνάς; Πώς είναι δυνατό να είναι γκαστρωμένο ένα χρυσό βάζο;»
«Κοίταξε, γείτονα. Δέχτηκες την εγκυμοσύνη και τη γέννα της χύτρας. Δέχτηκες επίσης το γάμο και τους απογόνους του κατσαβιδιού και της πένσας. Τώρα, γιατί δεν δέχεσαι την εγκυμοσύνη και το θάνατο της ανθοδόχης;»
«Κι εσύ, Ντεμιάν, μπορείς να διαλέξεις ό,τι θέλεις, όμως, δεν γίνεται να είσαι ανεξάρτητος σε ό,τι σε βολεύει και σε διευκολύνει, και να μην είσαι όταν σου κοστίζει.
»Οι απόψεις σου, η ελευθερία σου, η ανεξαρτησία σου και το αίσθημα ευθύνης πάνε μαζί στην πορεία της ανάπτυξης σου. Εσύ αποφασίζεις αν θα ενηλικιωθείς ή θα παραμείνεις παιδί.»
Πηγή: facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου