Είναι το πρώτο Σάββατο που συμφωνούν καιρός κι ημερολόγιο. Σ’ απόσταση ξαπλώστρας απ’ τη θάλασσα, χαζεύω συγκεντρώσεις των κομμάτων και τρώω παγωτό μπανάνα με κουταλιές της σούπας. Μοιραία σκέφτομαι…
Σε κάθε προεκλογικό πανηγύρι, περνάω το τελευταίο Σάββατο με τραγούδια “προεκλογικά”. Με τον “Πολιτευτή” (ΕΔΩ) και τη “Μαντινάδα” (ΕΔΩ) της χειρουργικής οξυδέρκειας ενός Σαββόπουλου που μάλλον δεν υπάρχει (ή δεν θέλει να υπάρχει) πια, και με “της Βουλής τα Έδρανα” του πρώιμα ιδιοφυούς Τζιμάκου, κι ενός Ψαριανού (ΕΔΩ) που ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Με την ευαίσθητη ειρωνεία της “Επίσκεψης του Καίσαρα” που χάνεται μες στο σπουδαίο μουσικό κουτί του Δεληβοριά, (ΕΔΩ) ή μ’ εκείνο το αδιανόητα σπιρτόζικο “Ποιος Γιώργος;” του Λαυρέντη και της Φριντζήλας (ΕΔΩ) που, κι αν τέλος πάντων δε γράφτηκε ακριβώς για το Γιωργάκη του Αντρέα, στο φαντασιακό μου μια χαρά κούμπωσε και δουλεύει. Όμως παράξενο, περισσότερο απ’ όλα, πιο συχνά και σταθερά, θ’ ακούσω εκείνο το μάλλον χλιαρής επιτυχίας ροκαμπίλι του Βαγγέλη Γερμανού. Η Ελλάδα ψηφίζει μπανάνες.
Όχι, το τραγουδάκι δεν αγγίζει ούτε το πραγματικό κι αποδεδειγμένο ταλέντο του δημιουργού του, ούτε την καλλιτεχνική (και αναλυτική) ουσία των παραπάνω. Μα έλα που, σ’ έναν τίτλο κι ένα ρεφρενάκι ακούραστης κατανάλωσης, περιγράφει άψογα το βασικό πρόβλημα των ελληνικών εκλογών. Μπανάνες. Σε μια χώρα που, καλώς ή κακώς, τείνει να γίνει (αν αισιόδοξα υποθέσουμε πως δεν είναι κιόλας) μπανανία.
Δεν είμαι και πολύ σίγουρος αν υπήρξε ποτέ στιγμή στην ιστορία της ελληνικής δημοκρατίας που καταλάβαμε στ’ αλήθεια τι πάει να πει ψηφίζω. Μεγάλωσα με ιστορίες για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, περίπου σαν κι εκείνες του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό. Καφενεία ψηφοφόρων, ξύλο στις πλατείες, μπιζάρισμα, καζούρα, γιούχα και αποθέωση. Άνθρωποι με σημαίες και με κόρνες, οπαδοί ενός χρώματος, ενός συμβόλου, σπάνια μιας ιδέας ένεκα που οι ιδέες έχουν εραστές, δεν έχουν οπαδούς. Κι έπειτα, έφυγαν απ’ τη μόδα τα ποδόσφαιρα και τα μπινελίκια στο σύνθημα. Μια χαλάρωση, μια αλλαγή κουλτούρας που ήρθε ταυτόχρονα σχεδόν με τη στενότητα στο ρουσφέτι. Απολιτικοποίηση: λες κι οι γενιές που έρχονται αποφάσισαν ν’ αφήσουν τα πολιτικά και να το ρίξουνε στη μουσική και στις ταινίες.
Είχε ποτέ της ελπίδα μια χώρα που ψηφίζει όπως σφυρίζει; Είχε ποτέ της ελπίδα μια χώρα με πολίτες που, αντί να ψάχνουν τη θέση του ανάμεσα σε ιδέες και αγώνες, έστω ανάμεσα στους φιλελεύθερους, τους σοσιαλιστές, τους συντηρητικούς ή τους κομμουνιστές, δήλωναν περήφανα “Νεοδημοκράτες”, και “ΣΥΡΙΖΑίοι”, και “ΠΑΣΟΚοι”; Έχει στο σήμερα ελπίδα η χώρα του πολίτη που κοιτάει την πάρτη του; Ή εκείνου που επιμένει να ρουφήξει ως και την τελευταία σταγόνα ενός κρατικού μηχανισμού που έχει στερέψει από χρόνια;
Δεν πρόκειται ν’ απαντήσω, όχι επειδή τη βρίσκω τόσο προφανή τη μόνη απάντηση, όσο γιατί δεν θέλω να τη δω γραμμένη, κοφτερή και τελεσίδικη. Εγώ έχω ακόμα την ελπίδα πως κάποια στιγμή, μια γενιά Ελλήνων θα κάνει την έκπληξη να πάρει στα σοβαρά ένα πολίτευμα που το καυχιόμαστε μονάχα όταν είναι να κάνουμε τους καμπόσους στην Ευρώπη. Πως κάποιο προεκλογικό Σάββατο θ’ ακούσω το τραγουδάκι του Γερμανού κι αυτό θ’ ανήκει ανεπίστρεπτα στο παρελθόν. Κι οι μπανάνες θα υπάρχουν μονάχα μέσα στο χωνάκι και μακριά απ’ το ψηφοδέλτιο.
Μέχρι τότε βέβαια… Ας φάω το παγωτό μου…
Δεν είμαι και πολύ σίγουρος αν υπήρξε ποτέ στιγμή στην ιστορία της ελληνικής δημοκρατίας που καταλάβαμε στ’ αλήθεια τι πάει να πει ψηφίζω. Μεγάλωσα με ιστορίες για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, περίπου σαν κι εκείνες του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό. Καφενεία ψηφοφόρων, ξύλο στις πλατείες, μπιζάρισμα, καζούρα, γιούχα και αποθέωση. Άνθρωποι με σημαίες και με κόρνες, οπαδοί ενός χρώματος, ενός συμβόλου, σπάνια μιας ιδέας ένεκα που οι ιδέες έχουν εραστές, δεν έχουν οπαδούς. Κι έπειτα, έφυγαν απ’ τη μόδα τα ποδόσφαιρα και τα μπινελίκια στο σύνθημα. Μια χαλάρωση, μια αλλαγή κουλτούρας που ήρθε ταυτόχρονα σχεδόν με τη στενότητα στο ρουσφέτι. Απολιτικοποίηση: λες κι οι γενιές που έρχονται αποφάσισαν ν’ αφήσουν τα πολιτικά και να το ρίξουνε στη μουσική και στις ταινίες.
Είχε ποτέ της ελπίδα μια χώρα που ψηφίζει όπως σφυρίζει; Είχε ποτέ της ελπίδα μια χώρα με πολίτες που, αντί να ψάχνουν τη θέση του ανάμεσα σε ιδέες και αγώνες, έστω ανάμεσα στους φιλελεύθερους, τους σοσιαλιστές, τους συντηρητικούς ή τους κομμουνιστές, δήλωναν περήφανα “Νεοδημοκράτες”, και “ΣΥΡΙΖΑίοι”, και “ΠΑΣΟΚοι”; Έχει στο σήμερα ελπίδα η χώρα του πολίτη που κοιτάει την πάρτη του; Ή εκείνου που επιμένει να ρουφήξει ως και την τελευταία σταγόνα ενός κρατικού μηχανισμού που έχει στερέψει από χρόνια;
Δεν πρόκειται ν’ απαντήσω, όχι επειδή τη βρίσκω τόσο προφανή τη μόνη απάντηση, όσο γιατί δεν θέλω να τη δω γραμμένη, κοφτερή και τελεσίδικη. Εγώ έχω ακόμα την ελπίδα πως κάποια στιγμή, μια γενιά Ελλήνων θα κάνει την έκπληξη να πάρει στα σοβαρά ένα πολίτευμα που το καυχιόμαστε μονάχα όταν είναι να κάνουμε τους καμπόσους στην Ευρώπη. Πως κάποιο προεκλογικό Σάββατο θ’ ακούσω το τραγουδάκι του Γερμανού κι αυτό θ’ ανήκει ανεπίστρεπτα στο παρελθόν. Κι οι μπανάνες θα υπάρχουν μονάχα μέσα στο χωνάκι και μακριά απ’ το ψηφοδέλτιο.
Μέχρι τότε βέβαια… Ας φάω το παγωτό μου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου