Το έγκλημα στα Τέμπη σημάδεψε την ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, ο κόσμος δε παρέλυσε από το πένθος. Μια μυρωδιά στους δρόμους άρχισε γρήγορα να εξαπλώνεται από γειτονιά σε γειτονιά μέχρι που κατέλαβε ολόκληρη τη χώρα: η οργή.
Μαρία Περιβολαράκη
Εκατοντάδες διαδηλώσεις ξέσπασαν σε πολλές πόλεις της ελληνικής επικράτειας. Οι 57 ψυχές δεν αφέθηκαν να «αναπαυτούν εν ειρήνη»: βγήκαν στους δρόμους, πλημμύρησαν τις λεωφόρους και απαίτησαν να ακουστούν μέσα από τις φωνές των διαδηλωτών. Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι συλλογικές διαμαρτυρίες διαδραματιζόταν σε μια περίοδο προεκλογικών συζητήσεων, ενδυνάμωσε τη συμμετοχή αλλά και την ένταση των κινητοποιήσεων. Πράγματι, αναλυτές άρχισαν να μιλάνε για μεγάλη πολιτική στροφή μετά τα Τέμπη.
Για να θεωρήσουμε μια δράση συλλογική, σημασία δεν έχει ο αριθμός των ατόμων που την διεξάγουν, αλλά ο σκοπός για τον οποίο συμβαίνει. Αν στόχος της δράσης είναι ατομικά συμφέροντα, δηλαδή η βελτίωση της κατάστασης ενός μόνο ατόμου, τότε δεν κάνουμε λόγο για συλλογική δράση. Αν από την άλλη, το κίνητρο της αφορά τις συνθήκες μιας ολόκληρης ομάδας, τότε μιλάμε για συλλογική δράση. H δημόσια διαμαρτυρία αποτελεί και την πιο συχνή εκδήλωση της.
Βέβαια, σε καμία περίπτωση δε πρέπει να ξεχνάμε μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της δράσης, τον ίδιο τον δράστη. Το κίνημα, άλλωστε, χτίζεται πάνω στη ταυτότητα του δράστη: το κίνημα έχει νόημα μόνο όταν εξυπηρετεί τους δράστες. Τα μέλη, δηλαδή, του κινήματος έρχονται κοντά λόγω των κοινών τους αιτημάτων και επιδιώξεων και αποφασίζουν ότι ενωμένα μπορούν να φέρουν την επιθυμητή αλλαγή. Στη προκειμένη περίπτωση, οι διαδηλώσεις για το έγκλημα στα Τέμπη μπορούμε να πούμε πως ξέσπασαν σχεδόν αυτόματα: οι διαδηλωτές δεν είχαν μια κοινή ταυτότητα, δεν υπάκουαν σε ένα κομματικό μανιφέστο, ούτε είχαν κάποιο ξεκάθαρο προσχέδιο δράσης. Μάλιστα σύμφωνα με έρευνα του Eteron (8/5/2023), ακόμη και οι ιδεολογικές πεποιθήσεις τους φαίνεται να ποίκιλαν σημαντικά.
«Στέρεψαν τα δάκρυα και έγιναν οργή».
Εκατοντάδες φωνές γράφτηκαν σε πανό και βγήκαν στον δρόμο να ακουστούν: «Εσείς μιλάτε για κέρδη και ζημιές εμείς μιλάμε για ανθρώπινες ζωές», «Δολοφόνοι», «Πάρε με όταν φτάσεις», «Το αίμα κυλάει», «Οι ζωές μας μετράνε». Όλα εξέφραζαν το ίδιο και κοινό αίσθημα που κατέκλυσε τον ελληνικό χώρο: την οργή. Σαν λέξη, η οργή, βολεύει το κατεστημένο να τρομάζει και να δημιουργεί την εντύπωση πως επρόκειτο για ένα τυφλό πάθος που σκοπό έχει μόνο να καταστρέφει. Μάλιστα, οι εκάστοτε φορείς της εξουσίας δεν χάνουν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν αυτή τη στρεβλή αντίληψη.
Όμως, δεν επρόκειτο για μια καταστρεπτική έκφραση του χάους: η οργή όπως ξέσπασε με αφορμή το έγκλημα στα Τέμπη είχε σαφή αιτήματα και λογικές αφορμές. Για να κατανοήσουμε αυτό το διάχυτο αίσθημα χρειάζεται να θυμηθούμε πως οι 57
ζωές χάθηκαν σε μία από τις πιο τακτικές και δημοφιλείς σιδηροδρομικές διαδρομές. Πέρα του ότι η συχνότητα χρήσης της γραμμής συνεπάγεται ότι πολλοί μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους ή κάποιον δικόν τους στα βαγόνια του συγκεκριμένου συρμού, πράγμα που φέρνει μια αναπόφευκτη συναισθηματική εγγύτητα με τα θύματα και τις οικογένειες τους, το δυστύχημα διέρρηξε το απαραβίαστο της Ασφάλειας που υποτίθεται ότι εγγυάται ένα δρομολόγιο τραίνου τον 21 ο αιώνα.
Μάλιστα, οι αποκαλύψεις που ακολούθησαν σχετικά με την απαράδεκτη λειτουργία των δρομολογίων δημιούργησαν έντονες αμφιβολίες σχετικά με τις εγγυήσεις της ιδιωτικής εταιρίας που κατέχει τους συρμούς, αλλά κυρίως του ίδιου του κράτους που ελέγχει τη λειτουργία των γραμμών.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η απροθυμία της κυβέρνησης να αποδεχτεί ολόκληρο το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί, η προσπάθεια της να υπεκφύγει πίσω από «το ανθρώπινο λάθος» του σταθμάρχη και την παραίτηση του υπουργού Μεταφορών, αλλά ακόμη και η επικοινωνιακή διαχείριση του δυστυχήματος, κορύφωσαν την αίσθηση της Αδικίας που είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζεται το προηγούμενο διάστημα λόγω του σκανδάλου των υποκλοπών και δεν είχε μέχρις στιγμής λάβει συλλογική έκφραση. Μάλιστα, μπορούμε να πούμε πως οι διαμαρτυρίες μετά το έγκλημα στα Τέμπη, συσπείρωσαν την οργή και το αίσθημα αδικίας όλων των προηγούμενων μηνών: του σκανδάλου των υποκλοπών, του κινήματος των καλλιτεχνών και των κινητοποιήσεων των φοιτητικών και μαθητικών συλλόγων κατά της πανεπιστημιακής αστυνομίας.
Επιπλέον, το γεγονός πως ο μέσος όρος ηλικίας των θυμάτων των Τεμπών ήταν 20 με 30 ετών, έδωσε μια επιπλέον τραγική μετάφραση στα γεγονότα. Με τη σειρά της η μεγάλη συμμετοχή των νέων στις διαμαρτυρίες (37,8% σύμφωναμε την έρευνα του Εteron) φαίνεται να δείχνει πως η νεολαία αγκάλιασε τις κινητοποιήσεις και τις μετέφρασε σε ένα αίτημα προς ολόκληρη την ελληνική κοινωνία για ριζική αλλαγή. Είναι αυτονόητο, βέβαια, πως μια δημοκρατική πολιτεία οφείλει να ακούει το συλλογικό αίτημα. Μάλιστα, υποχρέωση της είναι να προσκαλεί τη συλλογική δράση, να τη γεννά. Αλλά, ακόμη και αν δεν την ακούει και την αγνοεί, μια επιτυχημένη κινητοποίηση τονώνεται για να υπενθυμίσει στους εκπροσώπους του λαού τα αιτήματα του και να τους παροτρύνει να ευθυγραμμιστούν με τη λαϊκή συναίνεση. Αν μια πολιτεία φοβάται τη δράση των ίδιων των μελών της και έτσι την κρύβει, την κυνηγά και την καταστέλλει, τότε μάλλον κάθεται πάνω σε χάρτινα
θεμέλια.
Η απειλή της Αλλαγής
Η συλλογική δράση είναι λόγος και έκφραση, αλλά το πιο σημαντικό, είναι ενέργεια και δύναμη. Για τον λόγο αυτό, μπορεί να γίνει και «επικίνδυνη»: ακριβώς γιατί μπορεί να φέρει αλλαγή στο κατεστημένο. Ο «κίνδυνος» αυτός δεν είναι άγνωστος
στους εκάστοτε φορείς τους status quo. Η αμφισβήτηση του status quo, αποτελεί και τη ύστατη απειλή του διότι ακριβώς, η διατήρηση του εξαρτάται άμεσα από την αδιαμφισβήτητη και άβουλη αποδοχή του. Πράγματι, η αλλαγή δεν αρέσει σε αυτόν που έχτισε στρατηγικά την θέση του, που έχει συνηθίσει να περνάει το δικό του χωρίς πολλά-πολλά και να ξεφεύγει αλώβητος από τις κατηγορίες εναντίον του. Έτσι, όταν κάποια φωνή, που μάλιστα χαίρει και αυξανόμενης δημοφιλίας, διαλαλεί συνθήματα που αμφισβητούν την κυριαρχική λογική, ενοχλεί. Κάπως έτσι ξεκινά και η προσπάθεια αντιμετώπισης της, μερικές φορές εμμέσως, με στόχο τη δαιμονοποιήση της στη κοινή γνώμη και άλλες φορές πιο άμεσα, μέσω της βίαιης καταστολής της, όπως και μαρτυρήθηκε από τα επεισόδια αστυνομικής βίας κατά τις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη. Άλλωστε, η βίαιη καταστολή μπορεί πολύ εύκολα να δικαιολογηθεί, αφού για το status quo οποιαδήποτε πράξη αντίδρασης πρόκειται για μια τυφλωμένη από το πάθος τάση μερικών ατόμων να προκαλούν το χάος και την αστάθεια.
Μεταφράζει, παραπλανητικά μεν συνειδητά δε, τη συλλογική κινητοποίηση ως μια καταστρεπτική παρά ως μια δημιουργική δύναμη.
Που πήγε η Οργή των Τεμπών;
Ωστόσο, για να μεταφραστεί η οργή σε πραγματική αλλαγή δεν φτάνει μόνο η αυθόρμητη συμμετοχή στις διαδηλώσεις. Οι κινητοποιήσεις για τα Τέμπη δεν έδωσαν σαφή ορισμό στην αλλαγή που επιζητούσαν, αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στην ιδεολογική ποικιλότητα των διαδηλωτών. Όπως και να ‘χει, το σίγουρο θετικό της υπόθεσης είναι η μαζικότητα των κινητοποιήσεων, πράγμα αισιόδοξο για την επίτευξη αλλαγής. Και πράγματι, οι κινητοποιήσεις ήταν επιτυχημένες ως προς την αφύπνιση του πληθυσμού: έρευνες καταγράφουν τον αριθμό των διαδηλωτών γύρω στα 2,5 εκατομμύρια. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσέλευση μετά τις διαδηλώσεις του 2010. Όμως, για να διατηρηθεί το momentum ενός κινήματος εκτός από τον έντονο συναισθηματισμό χρειάζεται και στρατηγική οργάνωση σχεδίου δράσης με σαφείς στόχους και αμείωτη επιμονή: αν ξεχαστεί και συγκαλυφθεί το έγκλημα, δεν υπάρχει θύμα, ούτε θύτης, ούτε καν λόγος για δικαίωση.
Για να έχει ουσιαστικά αποτελέσματα το κίνημα χρειάζεται καταρχήν να έχει την αίσθηση ότι μπορεί πράγματι να τα καταφέρει, με άλλα λόγια να γνωρίζει τη δύναμη του. Ο δρόμος προς την αλλαγή δεν είναι εύκολος και για να διατηρηθεί η δύναμη των πρώτων διαδηλώσεων απαιτείται επιμονή σε βάθος χρόνου. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει πως υπάρχει κάποιος ξεκάθαρος στόχος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε ήδη, οι διαδηλώσεις ήταν αυθόρμητες. Δεν έδωσαν μια ξεκάθαρη πορεία για το μέλλον. Μάλιστα, μια μεγάλη μερίδα των ατόμων που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις, αργότερα όταν ρωτήθηκαν απάντησαν με απαισιοδοξία ως προς το ενδεχόμενο μιας επικείμενης αλλαγής (έρευνα Eteron 8/05/2023).
Η απαισιοδοξία αναστέλλει τη δράση: αν δεν πιστεύω ότι μπορώ να φέρω την αλλαγή, γιατί να επιμείνω στη κινητοποίηση; Οι χαμηλές προσδοκίες για αλλαγή έγιναν μάλλον φανερές και από το μεγάλο ποσοστό αποχής από τις εκλογές της 21 ης Μαΐου. Οι διαμαρτυρίες για τα Τέμπη εκτός από θυμό, έφεραν μαζί τους μια ελπίδα για αλλαγή. Η ελπίδα, όμως, φαίνεται ότι κάπου στους δρόμους έμεινε και χάθηκε.
Το παράδοξο των τελευταίων εκλογών δεν ήταν το ότι ο έλληνας ψηφοφόρος, μετά από τόσα σκάνδαλα, επέστρεψε στο κόμμα που κατηγορούσε για αυτά τα σκάνδαλα. Το παράδοξο είναι ότι ενώ βγήκε στον δρόμο και ζήτησε την αλλαγή, εν τέλει λίγους μήνες μετά ξέχασε τη δύναμη της ίδιας του της φωνής. Ξέχασε, ή μάλλον, δεν πίστεψε ότι μπορεί να φέρει την αλλαγή.
Σε ποιό, λοιπόν, στενάκι χάσαμε την οργή και που θάψαμε την ελπίδα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου