Αν η πάντα φιλομαθής αναγνώστρια του «Κοσμοδρομίου» έχει και αυτή μπερδευτεί από την καταιγιστική διαδοχή των γεγονότων της υπόθεσης Πνευματικού, δεν έχει να φοβηθεί τίποτε.
Δημήτρης Λένης
Το πλεονέκτημα του να είναι κανείς μισάνθρωπος είναι ότι, περιμένοντας πάντα το χειρότερο, σπάνια εκπλήσσεται από συμπεριφορές που ο πολύς κόσμος τις βρίσκει σοκαριστικές. Στην περίπτωση των δηλώσεων Πνευματικού όμως, ακόμα κι εμείς οι μισάνθρωποι εξεπλάγημεν. Όχι βέβαια από τις δηλώσεις τις ίδιες. Ο κ. Πνευματικός είναι καθηγητής Ιατρικής και βουλευτής και ως γνωστόν η πλειονότητα των καθηγητών Ιατρικής αλλά και των βουλευτών (πόσο μάλλον των βουλευτών καθηγητών Ιατρικής) είναι επίτιμα μέλη του κλαμπ των μισανθρώπων. Καμία έκπληξη εδώ. Το απρόσμενο ήταν οι αντιδράσεις του γενικού κοινού, αντιδράσεις τέτοιας έντασης που υποχρέωσαν τον γνωστό για τα αιλουροειδή αντανακλαστικά του στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων πρωθυπουργό μας να καρατομήσει τον καθηγητή. Αδίκως, θα προσθέσουμε.
Διότι οι αντιδράσεις αυτές προέρχονταν βέβαια από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επομένως, εκτός από την προφανή έλλειψη ψυχραιμίας, είτε τα χαρακτήριζε επίσης παρεξήγηση των λεγομένων Πνευματικού, είτε ήταν εκτός θέματος, είτε έχασαν επίδικο, όπως πάντα συμβαίνει με τα σόσιαλ. Άλλο είπε ο καθηγητής, για άλλο κατηγορήθηκε, άλλο θα γίνει τελικά.
Στον γράφοντα τα συμβάντα αυτά θύμισαν κάπως το πάλαι ρηθέν από τον μακαρίτη Τζίμη Πανούση, ότι θα πρέπει κάποια στιγμή το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Ας ζητήσει από την συμπαθή τάξη των χοιροτρόφων μερικά ροδαλά γουρουνάκια δανεικά, ας διαλέξει μερικούς ευειδείς δολοφόνους από τις φυλακές, και ας τα βάλει αυτά δίπλα δίπλα με μια από τις διμοιρίες που περνάνε δημιουργικά την ώρα τους χαζεύοντας σε κοινή θέα στο κέντρο της Αθήνας, ώστε επιτέλους να καταλάβει και ο κόσμος ότι άλλο μπάτσοι, άλλο γουρούνια και άλλο δολοφόνοι και να λυθεί έτσι αυτή η τόσο αμήχανη και αντιπαραγωγική παρεξήγηση.
Το πλεονέκτημα του να είναι κανείς μισάνθρωπος είναι ότι, περιμένοντας πάντα το χειρότερο, σπάνια εκπλήσσεται από συμπεριφορές που ο πολύς κόσμος τις βρίσκει σοκαριστικές. Στην περίπτωση των δηλώσεων Πνευματικού όμως, ακόμα κι εμείς οι μισάνθρωποι εξεπλάγημεν. Όχι βέβαια από τις δηλώσεις τις ίδιες. Ο κ. Πνευματικός είναι καθηγητής Ιατρικής και βουλευτής και ως γνωστόν η πλειονότητα των καθηγητών Ιατρικής αλλά και των βουλευτών (πόσο μάλλον των βουλευτών καθηγητών Ιατρικής) είναι επίτιμα μέλη του κλαμπ των μισανθρώπων. Καμία έκπληξη εδώ. Το απρόσμενο ήταν οι αντιδράσεις του γενικού κοινού, αντιδράσεις τέτοιας έντασης που υποχρέωσαν τον γνωστό για τα αιλουροειδή αντανακλαστικά του στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων πρωθυπουργό μας να καρατομήσει τον καθηγητή. Αδίκως, θα προσθέσουμε.
Διότι οι αντιδράσεις αυτές προέρχονταν βέβαια από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επομένως, εκτός από την προφανή έλλειψη ψυχραιμίας, είτε τα χαρακτήριζε επίσης παρεξήγηση των λεγομένων Πνευματικού, είτε ήταν εκτός θέματος, είτε έχασαν επίδικο, όπως πάντα συμβαίνει με τα σόσιαλ. Άλλο είπε ο καθηγητής, για άλλο κατηγορήθηκε, άλλο θα γίνει τελικά.
Στον γράφοντα τα συμβάντα αυτά θύμισαν κάπως το πάλαι ρηθέν από τον μακαρίτη Τζίμη Πανούση, ότι θα πρέπει κάποια στιγμή το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Ας ζητήσει από την συμπαθή τάξη των χοιροτρόφων μερικά ροδαλά γουρουνάκια δανεικά, ας διαλέξει μερικούς ευειδείς δολοφόνους από τις φυλακές, και ας τα βάλει αυτά δίπλα δίπλα με μια από τις διμοιρίες που περνάνε δημιουργικά την ώρα τους χαζεύοντας σε κοινή θέα στο κέντρο της Αθήνας, ώστε επιτέλους να καταλάβει και ο κόσμος ότι άλλο μπάτσοι, άλλο γουρούνια και άλλο δολοφόνοι και να λυθεί έτσι αυτή η τόσο αμήχανη και αντιπαραγωγική παρεξήγηση.
Αν η πάντα φιλομαθής αναγνώστρια του «Κοσμοδρομίου» έχει και αυτή μπερδευτεί από την καταιγιστική διαδοχή των γεγονότων της υπόθεσης Πνευματικού, δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Είμαστε πάντα εδώ για να την ξεμπερδέψουμε ακόμα περισσότερο.
Ας ξεκινήσουμε όμως από το τι είπε ο σεπτός καθηγητής: (ΕΔΩ) «Γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε στα έξοδα που χρειάζονται για την αντιμετώπιση ορισμένων ανθρώπων. Υπάρχει ένα σημείο που δεν έχεις λόγο να κάνεις κάτι παραπάνω. Θα μου πει κάποιος ότι ο καλός Θεός έχει αποφασίσει διαφορετικά. Μα πράγματι, αλήθεια είναι αυτό το πράγμα, στο τέλος της ημέρας όμως τι θα γίνει;».
Τι δεν είπε ο καθηγητής: Ευγονική
Τα σόσιαλ πλημμύρησαν από μια αφισέτα των ναζί του 1938, εξώφυλλο ενός τεύχους του περιοδικού Neues Volk, «οργάνου του γραφείου φυλετικών πολιτικών του NSDAP» (του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος δηλαδή). Στην αφισέτα αναφέρεται ότι η διατήρηση στη ζωή ενός ασθενούς με κάποια συγγενή, κληρονομική πάθηση κοστίζει κατά τη διάρκεια της ζωής του 60.000 μάρκα στον γερμανικό λαό. Μάλιστα χρησιμοποιεί τη λέξη Volksgemeinschaft, κάτι σαν «έθνος, κοινότητα του λαού», που είναι η μυστικιστική έννοια μιας φυλετικά καθαρής άριας ενότητας λαού και γης που χρησιμοποιούσαν οι ναζί. Και συνεχίζει: «Σύντροφε [Volksgenosse], αυτά είναι και δικά σου λεφτά». [Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές χρησιμοποιούν τον όρο Genosse = σύντροφος, οι ναζί, που ήταν εθνικο-σοσιαλιστές, τον όρο Volksgenosse, κάτι σαν «φυλετικέ σύντροφε»]. Για να το φέρουμε λίγο σε κλίμακα, το μέσο εβδομαδιαίο εισόδημα εκείνη την εποχή ήταν περί τα 38 μάρκα, άρα τα 60.000 που χρειάζεται ο ασθενής αντιστοιχούν σε μισθούς περίπου 36 χρόνων. Θα λέγαμε ότι είναι δηλαδή ένα ποσό της τάξης του μισού ή ενός εκατομμυρίου ευρώ σήμερα, ανάλογα με τη χώρα.
Αν και είναι εμφανής η σχέση με τα λεγόμενα του Πνευματικού, αφού και αυτός μίλησε για υψηλότατο κόστος, στην πραγματικότητα μιλάμε για διαφορετικά πράγματα. Η αφίσα των ναζί δεν ήθελε ούτε να μειώσει τα κόστη του δημόσιου συστήματος υγείας της εποχής (δεν ήταν ακριβώς δημόσιο εξάλλου), ούτε να βελτιώσει την αποδοτικότητά του, όπως ήταν η πρόθεση του Πνευματικού. Η αφίσα είχε εκδοθεί ως προπαγανδιστικό υλικό για τις ευγονικές πολιτικές των ναζί. Σύμφωνα με αυτές, έχουμε ένα ανθρωπιστικό καθήκον απέναντι στα άτομα που είναι «άδεια κελύφη ανθρώπων» ή που ζουν έναν Lebensunwertes Leben (που είναι μετάφραση του πλατωνικού «βίος οὐ βιωτὸς»), που η ζωή τους δηλαδή δεν αξίζει να βιώνεται. Το πρώτο ανθρωπιστικό καθήκον μας είναι να τους απαγορεύουμε την τεκνοποιία, κατά προτίμηση δια της αναγκαστικής στειρώσεως, αναγκαστικής καθότι γενικά αυτά τα άτομα δεν είναι σε θέση να καταλαβαίνουν από μόνα τους το καλό τους. Το δεύτερο ανθρωπιστικό καθήκον μας όταν η κατάσταση τέτοιων σφαλμάτων της φύσης φτάνει στο απροχώρητο, είναι να μην τα κρατάμε στη ζωή (κάτι που έχει κι ένα μετρήσιμο κόστος σε μάρκα για τον «Λαό») και να τα απαλλάσσουμε από τη δυστυχία τους, δηλαδή να τα δολοφονούμε, αν και με όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο τρόπο και εν ψυχρώ. Τα αρχικά σχετικά πειράματα στην περιβόητη Aktion T4 που εξόντωνε ψυχικά ασθενείς και άτομα με συγγενείς παθήσεις, στέφθηκαν με τέτοια επιτυχία που επέτρεψαν την δημιουργία τεχνογνωσίας και οδήγησαν σταδιακά σε όλο και πιο ανθρωπιστικές δράσεις που κορυφώθηκαν στη συνέχεια στην βιομηχανική εξόντωση του Ολοκαυτώματος, την κορωνίδα του ναζιστικού ανθρωπισμού.
Το πιο ενδιαφέρον από όλα αυτά είναι ότι στην δίκη της Νυρεμβέργης οι υπεύθυνοι του γραφείου φυλετικών πολιτικών του NSDAP ισχυρίστηκαν ότι δεν έκαναν δα και τίποτε το τρομερό ή έξω από τα στάνταρ των άλλων βιομηχανικών χωρών: στο κάτω κάτω είχαν απλώς αντιγράψει τις πολιτικές που είχαν εφαρμοστεί στην Καλιφόρνια μια δεκαετία πιο πριν όπου γίνονταν μαζικές στειρώσεις φτωχών, μαύρων, νοητικά ασθενών, φυλακισμένων εγκληματιών και άλλων «υπανθρώπων» (στην Αμερική δεν τους έλεγαν έτσι). Τουλάχιστον 90.000 τέτοιες περιπτώσεις είναι επισήμως καταγεγραμμένες στις ΗΠΑ. Επίσης, οι «Νόμοι της Νυρεμβέργης», οι ναζιστικοί νόμοι που απαγόρευαν την φυλετική μίξη και όριζαν το καθεστώς του κατώτερου για τους Εβραίους και τις άλλες μειονότητες, ήταν απλώς αντιγραφή από την αμερικάνικη νομοθεσία περί μη μίξης λευκών και μαύρων.
Το πιο ενδιαφέρον από όλα αυτά είναι ότι στην δίκη της Νυρεμβέργης οι υπεύθυνοι του γραφείου φυλετικών πολιτικών του NSDAP ισχυρίστηκαν ότι δεν έκαναν δα και τίποτε το τρομερό ή έξω από τα στάνταρ των άλλων βιομηχανικών χωρών: στο κάτω κάτω είχαν απλώς αντιγράψει τις πολιτικές που είχαν εφαρμοστεί στην Καλιφόρνια μια δεκαετία πιο πριν όπου γίνονταν μαζικές στειρώσεις φτωχών, μαύρων, νοητικά ασθενών, φυλακισμένων εγκληματιών και άλλων «υπανθρώπων» (στην Αμερική δεν τους έλεγαν έτσι). Τουλάχιστον 90.000 τέτοιες περιπτώσεις είναι επισήμως καταγεγραμμένες στις ΗΠΑ. Επίσης, οι «Νόμοι της Νυρεμβέργης», οι ναζιστικοί νόμοι που απαγόρευαν την φυλετική μίξη και όριζαν το καθεστώς του κατώτερου για τους Εβραίους και τις άλλες μειονότητες, ήταν απλώς αντιγραφή από την αμερικάνικη νομοθεσία περί μη μίξης λευκών και μαύρων.
Η υπερασπιστική αυτή γραμμή στέφθηκε με μια κάποια επιτυχία επειδή ήταν αληθής: οι υπεύθυνοι του γραφείου φυλετικής πολιτικής εξέτισαν μεν ποινές για τη συμμετοχή τους στα SS αλλά όχι για τα ιατρικά πειράματα, για τα οποία αθωώθηκαν. Ένας από αυτούς, ο Helmut Poppendick, όχι μόνο συνέχισε να εξασκεί την ιατρική μετά την απελευθέρωσή του το 1950, αλλά υποστήριξε μάλιστα και διδακτορική διατριβή. Και μπορεί η σύνδεση ναζισμού και ευγονικής να σήμανε το τέλος της γενικότερης αποδοχής της τελευταίας, αλλά στις ΗΠΑ, την Σουηδία και την Ελβετία οι στειρώσεις για σχιζοφρένεια ή «ηθική ιδιωτεία» (moral idiocy) συνεχίστηκαν κανονικότατα. Η τελευταία αναγκαστική στείρωση στην Ελβετία έγινε τη δεκαετία του ’70.
Να αναφέρουμε επίσης ότι το καθεστώς της επιστημονικής γνώσης, ειδικά στις επιστήμες του ανθρώπου (ιατρική, βιολογία κλπ.) είναι ισχυρά εξαρτώμενο από την ιστορική συγκυρία. Ο «επιστημονικός ρατσισμός» και η ευγονική εκδιώχθηκαν από τις ιατρικές σχολές, στις οποίες κατείχαν έδρες, χρόνια μετά τον πόλεμο. Μέχρι τότε ήταν κανονικές, κανονικότατες επιστήμες. Η σημερινή μοριακή γενετική έχει συχνά (και βάσιμα) κατηγορηθεί ότι γίνεται βήμα για σύγχρονους ευγονιστές. Ενώ περισσότερες από μια φορές έχει προταθεί ο ισχυρισμός ότι ο προγεννητικός έλεγχος βρεφών, ειδικά στην εξωσωματική γονιμοποίηση, όπου μπορεί πλέον να γίνει σκρίνινγκ (διάγνωση) όχι μόνο γενετικών ασθενειών αλλά ακόμα και χαρακτηριστικών όπως το χρώμα ματιών κλπ., ώστε να αποφευχθούν κυήσεις εμβρύων με «ανεπιθύμητα» χαρακτηριστικά, είναι ένα είδος ευγονικής. Μόνο που αυτή τη φορά, αντίθετα με την δεκαετία του 1930, δεν γίνεται από το κράτος, αλλά από τους μηχανισμούς της αγοράς που υπακούουν στις διαθέσεις των καταναλωτών. Ομολογουμένως πρόκειται για σοβαρή διαφορά από την ναζιστική περίπτωση, αλλά δεν ξέρουμε ποιο είναι το χειρότερο.
Να αναφέρουμε επίσης ότι το καθεστώς της επιστημονικής γνώσης, ειδικά στις επιστήμες του ανθρώπου (ιατρική, βιολογία κλπ.) είναι ισχυρά εξαρτώμενο από την ιστορική συγκυρία. Ο «επιστημονικός ρατσισμός» και η ευγονική εκδιώχθηκαν από τις ιατρικές σχολές, στις οποίες κατείχαν έδρες, χρόνια μετά τον πόλεμο. Μέχρι τότε ήταν κανονικές, κανονικότατες επιστήμες. Η σημερινή μοριακή γενετική έχει συχνά (και βάσιμα) κατηγορηθεί ότι γίνεται βήμα για σύγχρονους ευγονιστές. Ενώ περισσότερες από μια φορές έχει προταθεί ο ισχυρισμός ότι ο προγεννητικός έλεγχος βρεφών, ειδικά στην εξωσωματική γονιμοποίηση, όπου μπορεί πλέον να γίνει σκρίνινγκ (διάγνωση) όχι μόνο γενετικών ασθενειών αλλά ακόμα και χαρακτηριστικών όπως το χρώμα ματιών κλπ., ώστε να αποφευχθούν κυήσεις εμβρύων με «ανεπιθύμητα» χαρακτηριστικά, είναι ένα είδος ευγονικής. Μόνο που αυτή τη φορά, αντίθετα με την δεκαετία του 1930, δεν γίνεται από το κράτος, αλλά από τους μηχανισμούς της αγοράς που υπακούουν στις διαθέσεις των καταναλωτών. Ομολογουμένως πρόκειται για σοβαρή διαφορά από την ναζιστική περίπτωση, αλλά δεν ξέρουμε ποιο είναι το χειρότερο.
Ο Ωφελιμισμός και άλλες Αθεράπευτες ΑσθένειεςΜε βάση τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι πάσα σύγκριση του καθηγητή με ναζί είναι λανθασμένη, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο καθηγητής δεν μίλησε καν για ευγονική. Και ο δεύτερος είναι ότι όταν μιλάμε για την ευγονική των ναζί, διαφοροποιούμε τους ναζί από τις αστικές δημοκρατίες της εποχής. Λυπούμεθα αλλά πρόκειται για παρεξήγηση. Οι ιδέες των ναζί ήταν σχετικά mainstream. Αυτό που όντως τους διαφοροποίησε ήταν η ριζική εφαρμογή αυτών των ιδεών. Ο Τσόρτσιλ, για να πάρουμε μόνο έναν από τους ηγέτες του δημοκρατικού στρατοπέδου, ήταν περήφανος οπαδός της ευγονικής, λυσσασμένος αντισημίτης, οπαδός θεωριών συνωμοσίας και διαπρύσιος κήρυκας του επιστημονικού ρατσισμού (έμφαση εδώ στο «επιστημονικού»). Αυτό ήταν και το δράμα του, βρισκόταν σε αντίπαλα στρατόπεδα με αυτούς που τις απόψεις προσυπέγραφε μέχρι κεραίας. Τα έχει αυτά η ζωή…
Τέλος πάντων, ο σεπτός καθηγητής Πνευματικός (που θυμίζουμε διετέλεσε «αναπληρωτής πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Δεοντολογίας από το 2013 μέχρι το 2015»), είπε ότι θα πρέπει να επανεξετάσουμε το ζήτημα λ.χ. των ασθενών με καρκίνο σε τελικό στάδιο. Στην τυπολογία του καρκίνου, τελικό υεωρείται το στάδιο που όχι μόνο είναι αθεράπευτο, αλλά και που ο οργανισμός παύει πλέον εντελώς να ανταποκρίνεται στη θεραπεία. Όσοι είχαμε συγγενείς σε αυτήν την κατάσταση, ξέρουμε τι μαρτύριο είναι για όλους και τι δύσκολες αποφάσεις μπορεί να σημάνει πρώτα για τον άρρωστο και μετά για τους δικούς του, αποφάσεις που δεν μπορούν όμως να έχουν την παραμικρή σχέση με κόστος. Ο ασθενής πρέπει να μπορεί να διαλέξει τι θα κάνει, χωρίς όμως το κόστος να μπλέκεται σε κανένα στάδιο της διαδικασίας. Αυτός είναι ο βαθμός μηδέν της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Δείχνοντας τις σπάνιες πολιτικές αρετές του ο καθηγητής, πήρε αφορμή από αυτήν την εξαιρετικά ευαίσθητη και επώδυνη κατάσταση για να ξετυλίξει το επιχείρημά του, μπλέκοντας όμως σε αυτό και τα λεφτά: Σε αυτές τις περιπτώσεις, λέει το επιχείρημα, οφείλουμε να κοιτάμε το ευρύτερο καλό: τις αντικειμενικά «περιορισμένες» μας δυνατότητες, σε έμψυχο προσωπικό και σε υλικό, να τις επικεντρώσουμε εκεί που μπορούμε όντως να κάνουμε καλό.
Ο σοφός καθηγητής (και ικανότατος πολιτικός) αναφερόμενος επομένως στο συγκεκριμένο ζήτημα, ήθελε να μας πει ότι όταν υπάρχουν περιορισμένοι πόροι, πρέπει να βρίσκουμε τον βέλτιστο τρόπο δράσης, ώστε να έχουμε τελικά την μάξιμουμ τελική ωφέλεια για την κοινωνία. Όπως και το σύνολο της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης, ο καθηγητής είναι, φιλοσοφικά μιλώντας, πνευματικό τέκνο του Τζέρεμι Μπένθαμ, αλλά και του Τζον Στιούαρτ Μιλ, είναι δηλαδή ωφελιμιστής.
Ο Μπένθαμ ήταν ένας ηρωικός κοινωνικός αναμορφωτής, τον οποίον οι μισάνθρωποι θαυμάζουμε απεριόριστα. Οι ιδέες του δυστυχώς δεν είχαν άμεση εφαρμογή. Ήθελε να μεγιστοποιήσει την κοινωνική ωφέλεια, προσφέροντας την μέγιστη δυνατή ευτυχία στον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Τυπικό αποτέλεσμα των άοκνων πνευματικών προσπαθειών του ήταν το «Πανοπτικόν», η φυλακή που θα αναμόρφωνε και θα επέστρεφε τους καταδίκους στην κοινωνία καθαρούς από κάθε σκέψη για έγκλημα, φυλακή που την ξαναέκανε διάσημη ο Μισέλ Φουκό.
Το Πανοπτικόν γύρισε ξανά στην επικαιρότητα τις τελευταίες λίγες δεκαετίες, δεδομένου ότι οι νεοφιλελεύθερες κοινωνίες είναι κοινωνίες της διαρκούς (αλληλο)επιτήρησης: μας βλέπουν και καταγράφουν τις κινήσεις μας συνεχώς. Κάμερες ασφαλείας, εταιρείες που καταγράφουν τα ηλεκτρονικά μας ίχνη, αρχεία που καταγράφουν τις συνομιλίες μας, προσωποποιημένες διαφημίσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Ο Μπένθαμ δεν είχε τολμήσει να φτάσει ως εδώ: πρόκειται για ένα σύστημα που το Πανοπτικόν όχι μόνο έχει χρησιμότητα (πιο σωστά, ωφέλεια) για όλη την κοινωνία, αλλά επιπλέον εκτείνεται σε όλη την κοινωνία και επιπλέον δεν είναι κρατικό, είναι ιδιωτικοποιημένο, ένας πραγματικός θρίαμβος για την μεγιστοποίηση της ωφέλειας.
Δυστυχώς, η θεωρία του περί της μέγιστης δυνατής ωφέλειας για τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων έχει το μειονέκτημα ότι η ευτυχία ή ακόμα και η ευχαρίστηση,δεν είναι το ίδιο πράγμα για όλους: η ευχαρίστηση του ενός είναι ο πόνος του άλλου. Άλλο πρόβλημα είναι επίσης η αδυναμία ποσοτικοποίησης. Αποδεικνύεται ότι μοναδικός πρόχειρος τρόπος μέτρησης της ωφέλειας (όχι της ευτυχίας), και μάλιστα αντικειμενικός, είναι με το χρήμα. Δυστυχώς εκεί έχουμε το πρόβλημα ότι η μέγιστη δυνατή ωφέλεια φαίνεται πως στον καπιταλισμό μοιράζεται πάντα μόνο σε έναν ελάχιστο αριθμό ανθρώπων.
Με αυτά και αυτά, η μπενθαμική ωφέλεια είναι εξαιρετικά καλά συμβατή με τον νεοφιλελευθερισμό. Γιατί τι το ευγενέστερο και καπιταλιστικότερο (και ταυτόχρονα «ελεύθερο» και «ανοιχτό») από το να κατασκευάζεις τέτοια περίπλοκα συστήματα παγκόσμιας επιτήρησης, τα οποία να μπορούν με αυτόματο, αυτορυθμιζόμενο τρόπο να βρίσκουν και να ξεριζώνουν την αντίδραση και τις αντιστάσεις, προκειμένου να κατασκευάσουν έναν κόσμο ομοιόμορφης τελειότητας και απόλυτου κομφορμισμού; Η ιδέα είναι ότι έτσι θα κατασκευαστεί ένας κόσμος μέγιστης ευτυχίας για όλους, όσους έχουν μείνει. Καταλαβαίνετε τώρα πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν ο Μπένθαμ.
Αυτός είναι ο λόγος που οι διασημότεροι (προσοχή, όχι οι σημαντικότεροι) φιλόσοφοι της εποχής μας είναι ωφελιμιστές ή σχετίζονται με τον ωφελιμισμό, ενώ πάμπολλα νοητικά πειράματα έχουν προκύψει στην βιβλιογραφία, τα οποία ασχολούνται θεωρητικά με το ζήτημα. Το πιο γνωστό παράδειγμα τέτοιου ωφελιμισμού δωματίου, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, είναι το πρόβλημα του τρόλεϊ της Φιλίπα Φουτ. Είστε πάνω σε μια διασταύρωση γραμμών τρένου και ελέγχετε το κλειδί που αποφασίζει αν το τρένο θα πάει δεξιά ή αριστερά. Τι θα κάνατε αν βλέπατε ένα τρένο που είναι εκτός ελέγχου και πάει να πατήσει πέντε αθώους δεμένους στη γραμμή; Θα γυρνάγατε το κλειδί για να πάει στην άλλη γραμμή; Θα γυρνάγατε το κλειδί αν στην δεύτερη γραμμή ήταν δεμένος μόνον ένας άνθρωπος; Έτσι θα γλιτώνατε τέσσερις ζωές. Αν ήταν ένας δικός σας άνθρωπος; Ή, σε μια πιο ιατρική παραλλαγή, έστω ότι με τα όργανα ενός μόνον ανθρώπου θα ζούσαν φυσιολογικές ζωές πέντε άνθρωποι που χρειάζονται μεταμόσχευση: θα σκοτώνατε αυτόν τον έναν; Η συνολική ωφέλεια θα αυξανόταν έτσι. Οι παραλλαγές είναι άπειρες και όλες καταλήγουν πάντα στο ότι κάποιοι πρέπει να πεθάνουν, προκειμένου οι υπόλοιποι να ζήσουν.
Τέλος πάντων, ο σεπτός καθηγητής Πνευματικός (που θυμίζουμε διετέλεσε «αναπληρωτής πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Δεοντολογίας από το 2013 μέχρι το 2015»), είπε ότι θα πρέπει να επανεξετάσουμε το ζήτημα λ.χ. των ασθενών με καρκίνο σε τελικό στάδιο. Στην τυπολογία του καρκίνου, τελικό υεωρείται το στάδιο που όχι μόνο είναι αθεράπευτο, αλλά και που ο οργανισμός παύει πλέον εντελώς να ανταποκρίνεται στη θεραπεία. Όσοι είχαμε συγγενείς σε αυτήν την κατάσταση, ξέρουμε τι μαρτύριο είναι για όλους και τι δύσκολες αποφάσεις μπορεί να σημάνει πρώτα για τον άρρωστο και μετά για τους δικούς του, αποφάσεις που δεν μπορούν όμως να έχουν την παραμικρή σχέση με κόστος. Ο ασθενής πρέπει να μπορεί να διαλέξει τι θα κάνει, χωρίς όμως το κόστος να μπλέκεται σε κανένα στάδιο της διαδικασίας. Αυτός είναι ο βαθμός μηδέν της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Δείχνοντας τις σπάνιες πολιτικές αρετές του ο καθηγητής, πήρε αφορμή από αυτήν την εξαιρετικά ευαίσθητη και επώδυνη κατάσταση για να ξετυλίξει το επιχείρημά του, μπλέκοντας όμως σε αυτό και τα λεφτά: Σε αυτές τις περιπτώσεις, λέει το επιχείρημα, οφείλουμε να κοιτάμε το ευρύτερο καλό: τις αντικειμενικά «περιορισμένες» μας δυνατότητες, σε έμψυχο προσωπικό και σε υλικό, να τις επικεντρώσουμε εκεί που μπορούμε όντως να κάνουμε καλό.
Ο σοφός καθηγητής (και ικανότατος πολιτικός) αναφερόμενος επομένως στο συγκεκριμένο ζήτημα, ήθελε να μας πει ότι όταν υπάρχουν περιορισμένοι πόροι, πρέπει να βρίσκουμε τον βέλτιστο τρόπο δράσης, ώστε να έχουμε τελικά την μάξιμουμ τελική ωφέλεια για την κοινωνία. Όπως και το σύνολο της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης, ο καθηγητής είναι, φιλοσοφικά μιλώντας, πνευματικό τέκνο του Τζέρεμι Μπένθαμ, αλλά και του Τζον Στιούαρτ Μιλ, είναι δηλαδή ωφελιμιστής.
Ο Μπένθαμ ήταν ένας ηρωικός κοινωνικός αναμορφωτής, τον οποίον οι μισάνθρωποι θαυμάζουμε απεριόριστα. Οι ιδέες του δυστυχώς δεν είχαν άμεση εφαρμογή. Ήθελε να μεγιστοποιήσει την κοινωνική ωφέλεια, προσφέροντας την μέγιστη δυνατή ευτυχία στον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Τυπικό αποτέλεσμα των άοκνων πνευματικών προσπαθειών του ήταν το «Πανοπτικόν», η φυλακή που θα αναμόρφωνε και θα επέστρεφε τους καταδίκους στην κοινωνία καθαρούς από κάθε σκέψη για έγκλημα, φυλακή που την ξαναέκανε διάσημη ο Μισέλ Φουκό.
Το Πανοπτικόν γύρισε ξανά στην επικαιρότητα τις τελευταίες λίγες δεκαετίες, δεδομένου ότι οι νεοφιλελεύθερες κοινωνίες είναι κοινωνίες της διαρκούς (αλληλο)επιτήρησης: μας βλέπουν και καταγράφουν τις κινήσεις μας συνεχώς. Κάμερες ασφαλείας, εταιρείες που καταγράφουν τα ηλεκτρονικά μας ίχνη, αρχεία που καταγράφουν τις συνομιλίες μας, προσωποποιημένες διαφημίσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Ο Μπένθαμ δεν είχε τολμήσει να φτάσει ως εδώ: πρόκειται για ένα σύστημα που το Πανοπτικόν όχι μόνο έχει χρησιμότητα (πιο σωστά, ωφέλεια) για όλη την κοινωνία, αλλά επιπλέον εκτείνεται σε όλη την κοινωνία και επιπλέον δεν είναι κρατικό, είναι ιδιωτικοποιημένο, ένας πραγματικός θρίαμβος για την μεγιστοποίηση της ωφέλειας.
Δυστυχώς, η θεωρία του περί της μέγιστης δυνατής ωφέλειας για τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων έχει το μειονέκτημα ότι η ευτυχία ή ακόμα και η ευχαρίστηση,δεν είναι το ίδιο πράγμα για όλους: η ευχαρίστηση του ενός είναι ο πόνος του άλλου. Άλλο πρόβλημα είναι επίσης η αδυναμία ποσοτικοποίησης. Αποδεικνύεται ότι μοναδικός πρόχειρος τρόπος μέτρησης της ωφέλειας (όχι της ευτυχίας), και μάλιστα αντικειμενικός, είναι με το χρήμα. Δυστυχώς εκεί έχουμε το πρόβλημα ότι η μέγιστη δυνατή ωφέλεια φαίνεται πως στον καπιταλισμό μοιράζεται πάντα μόνο σε έναν ελάχιστο αριθμό ανθρώπων.
Με αυτά και αυτά, η μπενθαμική ωφέλεια είναι εξαιρετικά καλά συμβατή με τον νεοφιλελευθερισμό. Γιατί τι το ευγενέστερο και καπιταλιστικότερο (και ταυτόχρονα «ελεύθερο» και «ανοιχτό») από το να κατασκευάζεις τέτοια περίπλοκα συστήματα παγκόσμιας επιτήρησης, τα οποία να μπορούν με αυτόματο, αυτορυθμιζόμενο τρόπο να βρίσκουν και να ξεριζώνουν την αντίδραση και τις αντιστάσεις, προκειμένου να κατασκευάσουν έναν κόσμο ομοιόμορφης τελειότητας και απόλυτου κομφορμισμού; Η ιδέα είναι ότι έτσι θα κατασκευαστεί ένας κόσμος μέγιστης ευτυχίας για όλους, όσους έχουν μείνει. Καταλαβαίνετε τώρα πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν ο Μπένθαμ.
Αυτός είναι ο λόγος που οι διασημότεροι (προσοχή, όχι οι σημαντικότεροι) φιλόσοφοι της εποχής μας είναι ωφελιμιστές ή σχετίζονται με τον ωφελιμισμό, ενώ πάμπολλα νοητικά πειράματα έχουν προκύψει στην βιβλιογραφία, τα οποία ασχολούνται θεωρητικά με το ζήτημα. Το πιο γνωστό παράδειγμα τέτοιου ωφελιμισμού δωματίου, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, είναι το πρόβλημα του τρόλεϊ της Φιλίπα Φουτ. Είστε πάνω σε μια διασταύρωση γραμμών τρένου και ελέγχετε το κλειδί που αποφασίζει αν το τρένο θα πάει δεξιά ή αριστερά. Τι θα κάνατε αν βλέπατε ένα τρένο που είναι εκτός ελέγχου και πάει να πατήσει πέντε αθώους δεμένους στη γραμμή; Θα γυρνάγατε το κλειδί για να πάει στην άλλη γραμμή; Θα γυρνάγατε το κλειδί αν στην δεύτερη γραμμή ήταν δεμένος μόνον ένας άνθρωπος; Έτσι θα γλιτώνατε τέσσερις ζωές. Αν ήταν ένας δικός σας άνθρωπος; Ή, σε μια πιο ιατρική παραλλαγή, έστω ότι με τα όργανα ενός μόνον ανθρώπου θα ζούσαν φυσιολογικές ζωές πέντε άνθρωποι που χρειάζονται μεταμόσχευση: θα σκοτώνατε αυτόν τον έναν; Η συνολική ωφέλεια θα αυξανόταν έτσι. Οι παραλλαγές είναι άπειρες και όλες καταλήγουν πάντα στο ότι κάποιοι πρέπει να πεθάνουν, προκειμένου οι υπόλοιποι να ζήσουν.
Σε αυτά τα πλαίσια κινήθηκε και ο καθηγητής Πνευματικός. Αν έχουμε περιορισμένους πόρους και οι πόροι μετριούνται όχι με ανθρώπους και υλικά, αλλά με χρήμα, τότε προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η ωφέλεια για το σύνολο, μήπως πρέπει να αφήσουμε να πεθάνουν ειρηνικά (και γιατί όχι, να τους διευκολύνουμε χωρίς τη θέλησή τους ίσως) αυτοί που θα πεθάνουν ούτως ή άλλως;
Η παγίδευση σε τέτοια ηθικά ψευδο-διλήμματα που αφορούν ζωή και θάνατο θα ήταν αστεία, αν δεν ήταν τραγική. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ενώ οφείλουμε να κριτικάρουμε τον κυρίαρχο λόγο και να σκεφτόμαστε έξω από τα πλαίσιά του, συνήθως αυτοπαγιδευόμαστε στη λογική του, ειδικά στην πιο πολιτική από όλες τις επιστημονικές δραστηριότητες, την Ιατρική. Το δίλημμα του Πνευματικού είναι: «Δεν έχουμε αρκετά λεφτά, άρα κάποιες ακριβές θεραπείες, ειδικά αν αυτές δεν έχουν μετρήσιμα αποτελέσματα, και συνεπώς δεν αυξάνουν την κοινωνική ωφέλεια, πρέπει να τις σταματήσουμε. Συμφωνείτε;». Ο Πνευματικός διαγράφηκε, αλλά το δίλημμα παραμένει.
Η απάντηση είναι συνήθως ότι αυτό είναι ψευδοδίλημμα και ότι πρέπει απλώς να ανακατευθυνθούν πόροι από άλλους τομείς (π.χ. την άμυνα) στην υγεία ώστε να έχουμε μια ΜΕΘ για κάθε ασθενή· ότι πρέπει να υπάρχουν άφθονα εμβόλια για όλους για όλες τις ασθένειες, και ας κοστίζουν όσο θέλουν, γιατί προηγείται η υγεία του λαού. Δυστυχώς, αυτή είναι μια απάντηση όχι έξω από το γήπεδο του αντιπάλου, αλλά αντίθετα ακριβώς στη σέντρα.
Η ανάγκη για κριτική στο μοντέλο της υγείας που θέλει το κεφάλαιο είναι αναγκαία – σε αυτό συμφωνούμε αβίαστα όλοι όσοι κάναμε κριτική στον Πνευματικό, δίκαια αγανακτισμένοι. Το πρόβλημα είναι όμως ότι όταν ακούμε κριτικές απόψεις για αυτό που νομίζουμε ότι είναι η ορθή άποψη, συχνά την απορρίπτουμε αυτόματα ως «ψεκ», χωρίς να την εξετάσουμε, έστω και επιφανειακά, ενσωματώνοντας έτσι πλήρως την κρατική, καθεστηκυία αντίληψη για το ζήτημα: όποιος αμφισβητεί τα βασικά είναι «ψεκ» και με τα «ψεκ» δεν ασχολούμαστε.
Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι να διαφωνήσει κανείς με τον Πνευματικό (που σημαίνει επίσης τι; να χειροκροτήσει την διαγραφή του;). Το ζήτημα είναι να διαφωνεί με όλους τους ειδικούς, να διαφωνεί με την τυραννία των ειδικών. Οι επιστήμονες δεν έχουν εκ των προτέρων δίκιο στο πεδίο της ειδικότητάς τους. Τα κενά των επιστημονικών γνώσεών μας είναι ακόμα τεράστια. Οι βέβαιες αλήθειες του σήμερα είναι τα συνειδητά ψεύδη του αύριο.
Η δεκαετία του 1910 ήταν μια περίοδος ιλιγγιώδους τεχνολογικής προόδου: μέσα σε μια εικοσαετία ο κόσμος είδε αυτοκίνητο, ραδιόφωνο, εξηλεκτρισμό, τηλέφωνο, σινεμά, αεροπλάνο και άλλα. Σε αυτή τη συγκυρία υπήρξαν σοσιαλιστές που συντασσόμενοι με την «επιστήμη», τους ειδικούς και παλεύοντας για το καλό της ανθρωπότητας πίστεψαν στην ευγονική, μια ανερχόμενη τότε επιστήμη που υποσχόταν να πετύχει την μέγιστη δυνατή ωφέλεια για όλους. Γνωστότεροι οι H.G. Wells και ο G. B. Shaw. Υπήρχαν φυσικά διαφορές μεταξύ δεξιών και αριστερών ευγονιστών: έπρεπε να σκοτώνουμε τους αρρώστους ή έφτανε να τους στειρώνουμε (για το καλό τους πάντα); Κάποιοι από αυτούς τους σοσιαλιστές έζησαν αρκετά για να καταλάβουν το λάθος τους.
Τα επιστημονικά πορίσματα δεν είναι ανιστορικά θέσφατα ανεξάρτητα από την κοινωνική συγκυρία, αλλά στην καλύτερη περίπτωση προσωρινά συμπεράσματα, υποκείμενα στην συγκεκριμένη κατάσταση που τα γέννησε και που μπορεί και να αλλάξουν, αν νέα δεδομένα προκύψουν. Στην χειρότερη, είναι απλή προπαγάνδα του κυρίαρχου λόγου, όργανο στα χέρια του κράτους, ευγονική, είτε αριστερή είτε δεξιά. Για αυτό και δεν πρέπει να την πιστεύει κανείς τυφλά, αλλά όπως και κάθε εξουσία, να την κριτικάρει διαρκώς.
Όπως κάνουμε εμείς οι μισάνθρωποι.
Η παγίδευση σε τέτοια ηθικά ψευδο-διλήμματα που αφορούν ζωή και θάνατο θα ήταν αστεία, αν δεν ήταν τραγική. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ενώ οφείλουμε να κριτικάρουμε τον κυρίαρχο λόγο και να σκεφτόμαστε έξω από τα πλαίσιά του, συνήθως αυτοπαγιδευόμαστε στη λογική του, ειδικά στην πιο πολιτική από όλες τις επιστημονικές δραστηριότητες, την Ιατρική. Το δίλημμα του Πνευματικού είναι: «Δεν έχουμε αρκετά λεφτά, άρα κάποιες ακριβές θεραπείες, ειδικά αν αυτές δεν έχουν μετρήσιμα αποτελέσματα, και συνεπώς δεν αυξάνουν την κοινωνική ωφέλεια, πρέπει να τις σταματήσουμε. Συμφωνείτε;». Ο Πνευματικός διαγράφηκε, αλλά το δίλημμα παραμένει.
Η απάντηση είναι συνήθως ότι αυτό είναι ψευδοδίλημμα και ότι πρέπει απλώς να ανακατευθυνθούν πόροι από άλλους τομείς (π.χ. την άμυνα) στην υγεία ώστε να έχουμε μια ΜΕΘ για κάθε ασθενή· ότι πρέπει να υπάρχουν άφθονα εμβόλια για όλους για όλες τις ασθένειες, και ας κοστίζουν όσο θέλουν, γιατί προηγείται η υγεία του λαού. Δυστυχώς, αυτή είναι μια απάντηση όχι έξω από το γήπεδο του αντιπάλου, αλλά αντίθετα ακριβώς στη σέντρα.
Η ανάγκη για κριτική στο μοντέλο της υγείας που θέλει το κεφάλαιο είναι αναγκαία – σε αυτό συμφωνούμε αβίαστα όλοι όσοι κάναμε κριτική στον Πνευματικό, δίκαια αγανακτισμένοι. Το πρόβλημα είναι όμως ότι όταν ακούμε κριτικές απόψεις για αυτό που νομίζουμε ότι είναι η ορθή άποψη, συχνά την απορρίπτουμε αυτόματα ως «ψεκ», χωρίς να την εξετάσουμε, έστω και επιφανειακά, ενσωματώνοντας έτσι πλήρως την κρατική, καθεστηκυία αντίληψη για το ζήτημα: όποιος αμφισβητεί τα βασικά είναι «ψεκ» και με τα «ψεκ» δεν ασχολούμαστε.
Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι να διαφωνήσει κανείς με τον Πνευματικό (που σημαίνει επίσης τι; να χειροκροτήσει την διαγραφή του;). Το ζήτημα είναι να διαφωνεί με όλους τους ειδικούς, να διαφωνεί με την τυραννία των ειδικών. Οι επιστήμονες δεν έχουν εκ των προτέρων δίκιο στο πεδίο της ειδικότητάς τους. Τα κενά των επιστημονικών γνώσεών μας είναι ακόμα τεράστια. Οι βέβαιες αλήθειες του σήμερα είναι τα συνειδητά ψεύδη του αύριο.
Η δεκαετία του 1910 ήταν μια περίοδος ιλιγγιώδους τεχνολογικής προόδου: μέσα σε μια εικοσαετία ο κόσμος είδε αυτοκίνητο, ραδιόφωνο, εξηλεκτρισμό, τηλέφωνο, σινεμά, αεροπλάνο και άλλα. Σε αυτή τη συγκυρία υπήρξαν σοσιαλιστές που συντασσόμενοι με την «επιστήμη», τους ειδικούς και παλεύοντας για το καλό της ανθρωπότητας πίστεψαν στην ευγονική, μια ανερχόμενη τότε επιστήμη που υποσχόταν να πετύχει την μέγιστη δυνατή ωφέλεια για όλους. Γνωστότεροι οι H.G. Wells και ο G. B. Shaw. Υπήρχαν φυσικά διαφορές μεταξύ δεξιών και αριστερών ευγονιστών: έπρεπε να σκοτώνουμε τους αρρώστους ή έφτανε να τους στειρώνουμε (για το καλό τους πάντα); Κάποιοι από αυτούς τους σοσιαλιστές έζησαν αρκετά για να καταλάβουν το λάθος τους.
Τα επιστημονικά πορίσματα δεν είναι ανιστορικά θέσφατα ανεξάρτητα από την κοινωνική συγκυρία, αλλά στην καλύτερη περίπτωση προσωρινά συμπεράσματα, υποκείμενα στην συγκεκριμένη κατάσταση που τα γέννησε και που μπορεί και να αλλάξουν, αν νέα δεδομένα προκύψουν. Στην χειρότερη, είναι απλή προπαγάνδα του κυρίαρχου λόγου, όργανο στα χέρια του κράτους, ευγονική, είτε αριστερή είτε δεξιά. Για αυτό και δεν πρέπει να την πιστεύει κανείς τυφλά, αλλά όπως και κάθε εξουσία, να την κριτικάρει διαρκώς.
Όπως κάνουμε εμείς οι μισάνθρωποι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου