Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Ο φόβος είναι μέγα «όπλο»


Δύο έργα, ένας κοινός πρωταγωνιστής. Ο πραγματικά σπουδαίος ηθοποιός Ιωσήφ Ιωσηφίδης συνεχίζει να ερμηνεύει τον Μίσσιο στο έργο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά με την ίδια επιτυχία, στην πραγματικά ευφυή σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη. Ταυτόχρονα, είναι ο επί σκηνής σύζυγος της Μαρίας Κίτσου σε ένα νέο έργο, 
«Γέρμα», που για πρώτη φορά μεταφράστηκε στα ελληνικά (από τους Κοραλία Σωτηριάδου και Δημήτρη Κιούση) και σκηνοθετεί με καλλιτεχνική γενναιοδωρία ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ως μία παραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. 

Νόρα Ράλλη

Και οι δύο παραστάσεις γεμίζουν τα θέατρα, ενώ πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά έργα, αλλά με ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό: τους εξαιρετικούς ηθοποιούς (όλοι είναι, ναι, και στα δύο) και τη βαθιά γνώση των σκηνοθετών τους πάνω στο αντικείμενό τους, τον σεβασμό στον θεατή και την ίδια τη θεατρική πράξη. Γιατί δίχως καλό σκηνοθέτη, ούτε ο καλύτερος ηθοποιός δεν μπορεί να «σώσει» το καλύτερο θεατρικό έργο...,

Στη «Γέρμα» του Στόουν παρατηρούμε ένα ζευγάρι που ανεβαίνει κοινωνικά και ταυτόχρονα μεταλλάσσεται υπαρξιακά. Στην Ελλάδα ίσως να μην μπορούμε να ταυτιστούμε τόσο με αυτό, αλλά με το αντίθετο: να έχεις δουλέψει, να έχεις δημιουργήσει οικογένεια και ξαφνικά να χάνεις ή να είσαι έτοιμος να χάσεις το σπίτι σου, ακόμα και τη δουλειά σου, να υποτιμώνται (και θεσμικά) τα εργασιακά σου δικαιώματα και να μην μπορείς καν να επιβιώσεις με τα απολύτως απαραίτητα, γιατί τόση είναι η παράλογη (και παράνομη) ακρίβεια. Είναι δυνατόν αυτό να μην επιδράσει αυτό και μέσα σου αλλοτριωτικά;
Μου αρέσει αυτή η οπτική γιατί είναι ακριβώς η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος: στο έργο, το ζευγάρι μετακινείται σε ένα καλύτερο σπίτι και ανώτερη κοινωνική θέση και υπόσταση και ταυτόχρονα αρχίζουν να αυξάνονται και οι ανάγκες του. Αυτό έχει επίδραση επάνω τους: η γυναίκα εν προκειμένω, από αριστερή φεμινίστρια, αποκτά εμμονή με το να κάνει δικό της παιδί, χάνει την επαγγελματική της ακεραιότητα και ζει μόνο μέσα σ’ αυτή την εμμονή της με καταστροφικά αποτελέσματα και για την ίδια. Το ίδιο συμβαίνει και στην άλλη περίπτωση: αν χάσεις τους κόπους μιας ζωής και δεν μπορείς (για κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους) να επιβιώσεις με αξιοπρέπεια, προφανώς θ’ αλλάξεις. Με τα μνημόνια δεν είδες τι έγινε; Με τον κορονοϊό; Οταν τον άλλο τον έχεις καταβάλει και φοβίσει και αφήσει μόνο του, τότε οι αντιδράσεις του είναι και πολιτικό ζήτημα! Στο έργο, οι επίπλαστες ανάγκες τούς έφεραν στο σημείο της πλήρους αποξένωσης. Το ίδιο ισχύει και αν δεν μπορείς να ικανοποιήσεις καν τις βασικές σου ανάγκες. Αποξενώνεσαι και από τον εαυτό σου και από τον άλλο.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι μία ολόκληρη «βιομηχανία» που έχει στηθεί ακριβώς πάνω σε τι; Στην επιθυμία; Την ανάγκη; Την κοινωνική ή οικογενειακή πίεση;
Ερχονται πολλές γυναίκες κυρίως και μάς λένε τις δικές τους αντίστοιχες ιστορίες. Από αυτές διαπιστώνει κανείς πόσο μεγάλη είναι η κοινωνική πίεση που δέχεται ένα ζευγάρι για να κάνει παιδιά. Μπορεί στις μεγάλες πόλεις να έχει αλλάξει η προσέγγιση τού ότι μια γυναίκα πρέπει να κάνει ένα παιδί, αλλά ειδικά στην επαρχία η ερώτηση «γιατί δεν έχετε κάνει ακόμα ένα παιδί;» είναι πολύ συνηθισμένη. Και απαράδεκτη κατ’ εμέ. Με την πρόφαση της συγγένειας ή της φιλίας, επεμβαίνουν στο ζευγάρι σε κάτι τόσο προσωπικό τους! Το ακούμε από τους θεατές: το πόσο πιέστηκαν, ειδικά οι γυναίκες, προς αυτήν την κατεύθυνση και τελικά χώρισαν ως ζευγάρι. Δηλαδή μια γυναίκα, είτε από κοινωνική πίεση είτε από την ίδια (ακόμα και ως από έναν εσωτερικευμένο πατριαρχισμό προερχόμενη επιθυμία) αισθάνεται πως αν είναι παντρεμένη και έχει τη δουλειά της, μετά πρέπει να κάνει και ένα παιδί για να «ολοκληρωθεί»...
Και στις πόλεις το βλέπουμε. Οι δημοσιογράφοι το ρωτούν συνέχεια σε «επωνύμους». Την ίδια στιγμή, για ποια αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος μιλάμε; Και κάθε σώματος. Στις ΗΠΑ έχουν ψηφίσει νόμο κατά των αμβλώσεων!
Η κοινωνία μας πάει προς τα πίσω. Αυτό το βλέπουμε και από τις πολιτικές επιλογές που έχουμε κάνει: πάμε προς την Ακρα Δεξιά, όχι μόνο εμείς αλλά όλη η Ευρώπη. Ο κόσμος όλος συντηρητικοποιείται. Πάμε πάλι στις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: από τη μια «κάνε παιδί» και από την άλλη «δεν μπορείς να έχεις δικαίωμα πάνω στο σώμα σου». Αυτό είναι μία ένδειξη, πολύ σημαντική, για το πόσο οπισθοχωρούμε ως κοινωνία και πλησιάζουμε ακροδεξιές λογικές. Αυτό ξεκινάει από την οικονομία βέβαια: η φτωχοποίηση του πληθυσμού οδηγεί στη συντηρητικοποίηση των πολιτών.
Αρα είχε άδικο ο Μαρξ σαν έλεγε πως αν έχουμε να χάσουμε μόνο τις αλυσίδες μας, θα εξεγερθούμε;
Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί. Ακόμα έχουμε να χάσουμε κι άλλα. Είμαστε πολύ κοντά βέβαια. Αλλά αυτό το λίγο που μας έχει μείνει, που μας έχουν αφήσει, έχουμε τόσο φόβο μη χαθεί, που φτάνουμε από πολίτες να γινόμαστε υπήκοοι δίχως καλά καλά να το καταλαβαίνουμε. Είναι ένα όπλο αυτό της εξουσίας: σου αφήνει «κάτι» για να μπορεί να «διαπραγματευτεί» πάνω σε αυτό. Εκεί έρχεται και ένα ακόμα «όπλο», το μεταναστευτικό. Εχεις κάποιον να κατηγορήσεις, έχεις έναν «φταίχτη»: τον μετανάστη. Εκτονώνεις τον θυμό σου κάπου που σε παίρνει: στον πιο αδύναμο. Οχι στους πραγματικούς υπαίτιους της φριχτής σου κατάστασης. Και κανείς δεν μιλάει για τα πραγματικά προβλήματα. Εχουμε βαφτίσει τα επιδόματα «pass» και ο κόσμος είναι ευχαριστημένος. Την έχει αποδεχθεί αυτή την κατάσταση. Είναι τρομακτικό και ασύλληπτο ότι αρκούμαστε σε τόσο λίγα. Είναι σαν την υπόκλιση που έκανε ο Γεραπετρίτης στον Ερντογάν: σαν να μην έχουμε το σθένος να διαμαρτυρηθούμε. Σαν να κάνουμε υπόκλιση σε όσα και ό,τι μάς κάνουνε. Ολοι μας!
Θεωρείς ότι αυτό είναι ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο;
Δεν ξέρω αν είναι συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά είναι σίγουρα προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: του «κλείνομαι στο καβούκι μου». Του ότι η βία είναι καθημερινά δίπλα μας και δεν ξέρουμε πότε θα πάρει κι εμάς φαλάγγι. Του ότι στέλνεις το παιδί σου στο σχολείο και δεν ξέρεις αν θα γυρίσει πίσω δαρμένο. Υπάρχει θυμός. Δεν ξέρουμε ούτε πώς να τον διαχειριστούμε ούτε από πού προέρχεται. Για να μη βάλω και την οικονομική βία: τα προϊόντα είναι απλησίαστα στην Ελλάδα, όταν τα ίδια ακριβώς είναι πολύ φθηνότερα στην Ισπανία ή τη Γαλλία για παράδειγμα. Και κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό! Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει να αντιμετωπίσει έναν ακραίο, αδηφάγο καπιταλισμό. Και πρέπει να επιβιώσει μέσα σε αυτό - όπως και το ζευγάρι στο έργο. Που γράφτηκε βέβαια πριν από τον κορονοϊό - τώρα είναι ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Πώς μπορεί κάποιος σήμερα να προστατεύσει την οικογένειά του, τα παιδιά του, τον εαυτό του; Την αξιοπρέπειά του; Αν τον βρίσουν στον δρόμο, δίχως ιδιαίτερο λόγο με τόσο θυμό που υπάρχει, τι να κάνει; Να πιαστεί στα χέρια; Να συνεχίσει τον δρόμο του;... Δεν υπάρχει τίποτα το αισιόδοξο. Αισιόδοξες είναι μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις ανθρώπων ή μικρών ομάδων που ακόμη κρατάνε γερά τις έννοιες της συναίσθησης και της αλληλεγγύης. Αλλά πλέον είναι λίγοι. Πνίγονται άνθρωποι εκατοντάδες στις θάλασσες δίπλα μας και τι κάνουμε; Το πολύ πολύ να αντιδράσουμε για λίγο και βάζω και τον εαυτό μου μέσα. Και τι να κάνουμε, μου λες;
Να μην ψηφίσουμε όπως ψηφίσαμε ίσως;
Προσωπικά δεν το έκανα φυσικά αυτό, αλλά οι πολιτικές είναι τέτοιες που πανευρωπαϊκά και παγκόσμια δεν ενδιαφέρονται για την αξιοπρέπεια του πολίτη, αλλά για το πώς θα τον εξουσιάσουν με όλους τους τρόπους. Ο φόβος - αυτό είναι μέγα «όπλο». Δεν είναι τυχαίο πως στον φόβο βασίζονται και όλες οι μεγάλες θρησκείες.
Οι οποίες μιλάνε και για την αγάπη βέβαια, αλλά ως φιλοσοφία περισσότερο... Γιατί λέξεις όπως «αγάπη», «τρυφερότητα» και «συντροφικότητα», που χρησιμοποιεί ο Χρόνης Μίσσιος και στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», δεν υπάρχουν σχεδόν στον δημόσιο διάλογο;
Αγάπη σημαίνει ξεπερνάω τον εαυτό μου. Σημαίνει δίνομαι και μοιράζομαι. Είμαι εκεί για τον άλλο. Συμπαρίσταμαι. Νοιάζομαι για τον άλλο. Του λέω και τις σκληρές αλήθειες, αλλά με ωραίο τρόπο... Αυτό έκανε και ο Μίσσιος προς τους συντρόφους του και για εμάς όλους. Ηταν βαθιά ανθρωπιστής ο Μίσσιος. Πολύ βαθιά. Τον αγαπάει πολύ τον άνθρωπο. Στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» δείχνει ακριβώς πώς δεν πρέπει να φέρονται οι άνθρωποι στον συνάνθρωπο. Το λέει και ο ίδιος: «Η ανθρώπινη ποιότητά μας με ενδιαφέρει». Στο έργο είναι τέσσερις σύντροφοι γύρω από ένα τραπέζι που ανασύρουν στη μνήμη τους τα κοινά τους βιώματα. Και αυτό το φέρνουμε, μέσω της παράστασης, σε μια εποχή όπου λειτουργούμε σαν υπήκοοι. Γιατί, βλέπεις να παίρνουμε κάτι στα σοβαρά; Να διεκδικούμε κάτι με σοβαρότητα; Και βάζω κι εμένα μέσα σε όσα λέω. Ακόμα και η λέξη «σύντροφος» έχει χάσει την έννοιά της.
Η ιστορία την οποία έζησε ο Μίσσιος και κατέγραψε φαντάζει σαν κάτι πολύ μακρινό (ενώ δεν είναι), οι άνθρωποι που έχουν ζήσει αυτά τα γεγονότα ή έχουν πεθάνει ή είναι πολύ μεγάλοι πλέον, οπότε δεν έχουμε ούτε τη ζώσα Ιστορία, αυτή δεν διδάσκεται, επαρκώς έστω, στα σχολεία (Κατοχή, Εμφύλιος και μετά) και την ίδια στιγμή το θέατρο είναι γεμάτο και το πήγατε δεύτερη χρονιά και πάλι γεμάτο είναι. Πώς εξηγείς αυτή την φαινομενική αντίφαση;
Να πω ότι αυτό είναι το αισιόδοξο; Οχι, δεν θα το πω. Οτι ο κόσμος ενδιαφέρεται να δει αυτό το συγκεκριμένο έργο επί σκηνής είναι σημαντικό, αλλά δεν φτάνει... Την ίδια στιγμή, να... στο λέω και ανατριχιάζω... προχθές ήταν μια κοπελίτσα - νά ’ταν 20; 22 ετών; - και έκλαιγε στην πρώτη σειρά. Γιατί κλαίνε αυτοί οι άνθρωποι; Αυτό πρέπει να αναρωτηθούμε. Πέρα από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, που και σ’ αυτό βασίζεται η όποια αντίδραση, γιατί συγκινείται ο κόσμος με αυτό το έργο; Δεν είναι ούτε μελοδραματικό, ούτε κοινωνικό. Είναι ξεκάθαρα ένα πολιτικό έργο. Οχι κομματικό - πολιτικό: μιλάει για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, όπου έγινε ο χαμός, όπου άνθρωποι βασανίζονταν χωρίς να έχουν κάνει τίποτε κακό, όπου ο Μίσσιος, ακόμη κι όταν τελειώσαν όλα αυτά, πεταγόταν κάθε βράδυ στον ύπνο του γιατί σκεφτόταν ότι ήταν φυλακή και επί ένα εξάμηνο, κάθε μέρα, περίμενε πότε θα έρθει η σειρά του για εκτέλεση. Δεν ήξερε αν θα τον βρει η επόμενη μέρα ζωντανό - το φαντάζεσαι αυτό το πράγμα; Αυτά τα νέα παιδιά, που σίγουρα δεν έχουν παρόμοια βιώματα, ίσως ούτε καν ακούσματα, γιατί κλαίνε;
Γιατί αγγίζετε, και εσείς και το κείμενο, τον ανθρωπισμό τους.
Γι’ αυτό γίνεται, ναι. Εχω και δεξιούς γνωστούς που έχουν δει την παράσταση και θέλουν να ξανάρθουν! Είναι τρομερό το πώς «λειτουργεί» ο Μίσσιος μέσα μας. Πρόκειται για μια σπουδαία προσωπικότητα - δεν είχα καταλάβει προσωπικά πόσο μεγάλος ήταν έως να τον μελετήσω για το έργο. Εμαθα ιστορίες από τη γυναίκα του τη Ρηνιώ, πως πήγαιναν νέα παιδιά και του χτυπούσαν την πόρτα όσο ζούσε και την άνοιγε σε όλους. Πέραν της επιτυχίας της παράστασης, χαίρομαι και για τον Μίσσιο. Του αξίζει όλο αυτό!

Η «Γέρμα» του Σάιμον Στόουν σε σκηνοθεσία Β. Θεοδωρόπουλου παίζεται κάθε Τετ. 20.00, Πέμ.- Σάββ. 21.00, Κυρ. 19.00, στο θέατρο «Πόρτα» (Λεωφ. Μεσογείων 59, τηλ. 210 7711333, 210 7780518). Προπώληση: nkt.gr (είναι μία παραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου). Πρωταγωνιστούν: Ι. Ιωσηφίδης, Μ. Κίτσου, Α. Κράλλη, Μ. Μαριγώνη, Τ. Πίττα, Χ. Χαραλάμπους-Καζέπης.
Η παράσταση «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου, σε σκηνοθεσία Σ. Καραγιάννη, με τους Ι. Ιωσηφίδη, Κ. Πασσά, Δ. Μαμιό, Γ. Μάνθο, παίζεται στο Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, τηλ. 210 3464380), κάθε Δευτ., Τρ. 21.15 (προπώληση: www.more.com) έως τέλη Ιανουαρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου