Κόκκινη κλωστή δεμένη (που καταγάλαζη απόγινε), στην ανέμη τυλιγμένη (στους τέσσερις ανέμους, βασικά, χιλιομπουρδουκλωμένη), δώσε κλότσο να γυρίσει (κλότσα ντε!), παραμύθι ν’ αρχινίσει… Κι όταν λέμε «παραμύθι», εννοούμε το κουκί και το ρεβίθι, στην κυριολεξία. Οχι τίποτα βιολογικά ή Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης -από τ' άλλα. Τα χύμα. Στο σακί. Με τα μυγάκια. Ούτε καν πολλά: ένα κουκί από τ' άλλα, τα χύμα, στο σακί με τα μυγάκια, κι ένα ρεβίθι. Πάμε τώρα....
Μια φορά κι έναν καιρό, μέγα μάς βρήκε το κακό. Τρεις μάγοι λεν πως κίνησαν πέρα από την Περσία. Μάγοι ποτές δεν ήτανε, μα Φυσικοί σπουδαίοι. Μήτε και τρεις είπε ποτές πως ήταν ο Ματθαίος, αλλά εμείς τους κάναμε, ως με το έτσι θέλω. Εκκίνησαν, λοιπόν, αυτοί που μήτε Μάγοι ήτανε, μήτε και τρεις αράδα, να πάνε στην Ανατολή, να βρούνε... μήτε κι ήξεραν τι ψάχνανε να βρούνε... Ενα παιδί γεννήθηκε σε ξένο περιβόλι, που ούτ' περιβόλι ήτανε, ούτε ήτανε αμπέλι. Ενα μαντρί εδώσανε, να βγάλει γιο η Μαρία! «Ωσαννά» εφώναξε η Φύσις όλη, «ωσαννά» στο περιβόλι! (που περιβόλι δεν ήτανε, ξεκάθαρα πράγματα).
Και ξύπνησαν τα ζώα όλα από τις αγριοφωνάρες, εκτός από τρία γουρουνάκια. Κάτι σπίτια χτίζανε ολημερίς, με απευθείας ανάθεση, και ήταν εξαντλημένα τα καημενούλικα. Ομως οι τρεις οι Μάγοι θύμωσαν που σαν γουρούνια φέρθηκαν και σου λέει «Ε όχι ρε φίλε! Ως εδώ! Τέτοια γουρουνιά;» και, τσουπ, τα μεταμόρφωσαν σε εφτά κατσικάκια. Είχαν κι αυτοί τα δίκια τους και τους καταλαβαίνω. Ηρθανε από την άλλη μεριά του πλανήτη, δίχως χάρτη, πόρτα πόρτα, ρωτώντας πού γεννιέται ο Βασιλιάς της γης και άντε να βρεις χριστιανό να σου απαντήσει -πού να βρεις; Αφού ακόμα χριστιανοί δεν υπήρχαν -στα κοιλοπόνια ήταν ακόμη η Παρθένος!
Μονάχα μία πόρτα άνοιξε στο χτύπημά τους και μια γριά βγήκε, αλλά δεν την ένοιαζαν οι Μάγοι, παρά μόνο ένας Χανς και μία Γκρέτελ. Οπότε, τζίφος. Σε ένα άλλο σπίτι πάλι, ένας λύκος είχε ντυθεί γριά, μια γριά είχε φαγωθεί από τον λύκο και με τέτοιο βαρυστομάχιασμα (δεν καταπίνονται οι γριές, με τίποτα δεν καταπίνονται...) απορώ πού βρήκε τη δύναμη ν' ανοίξει και την πόρτα. Πιο τυχεροί σταθήκανε κάπου κοντά στη Μεσοποταμία: εκεί με τιμές τούς υποδέχτηκε η πανέμορφη βασίλισσα, μα μοναχά σ' έναν καθρέφτη μίλαγε -σε κανέναν άλλο! Εψαξαν το κάστρο μπας και βρουν κάποιον να τους βοηθήσει, μα μόνο μια κοιμισμένη βρήκαν. Η κοπελιά αυτή τώρα διπλοβάρδια δούλευε και πολλά είχε κουραστεί; Κάτι αδράχτι άγγιξε; Κανένας να τη φιλήσει δεν ήθελε; Δεν καλοκατάλαβα, πάντως ξύπνια να δώσει οδηγίες για το πού γεννάει μια Παρθένος Μαρία δεν ήτανε. Τζίφος κι από κει.
Με τα πολλά, πέσαν πάνω σε έναν που το 'παιζε σοφός, που τους είπε πως αν κάτι θέλουν πολύ, όλο το Σύμπαν θα συνωμοτήσει να το καταφέρουν, μα για τσαρλατάνο τον πέρασαν (γιατί άραγε;) κι έτσι αποφάσισαν ν' ακολουθήσουν τη συμβουλή ενός γάτου, που κάτι μπότες φόραγε και στα δύο πόδια περπατούσε (σοφά ζώα οι γάτες!) και να σταματήσουν να κοιτούν στη γη τούς συμβούλεψε: να στρέψουν το βλέμμα στον ουρανό τούς είπε. Πράγματι! Ενα άστρο έλαμπε, αυτό ακολουθήσαν, και τον Χριστούλη βρήκαν.
Ωραία όλα τούτα, μα να ρωτήσω κάτι θέλω: Μέρες που είναι, όλα καλά; Βρήκαμε κι εμείς τον Χριστούλη κι αγιάσαμε; Ευθύνη καμία; Προβληματισμός ουδείς; Μόνο ψώνια απ' του Μασούτη κι άγιος ο θεός;
Γιατί όλο αυτό μού θυμίζει κάτι άλλα παραμύθια, όπου δεν προλάβαινε να πεθάνει η μάνα και η κακιά μητριά έμπαινε μες στο σπίτι, νέα νοικοκύρισσα, και τα έβαζε φωτιά και τα έκαιγε όλα, να μη θυμίζει σε τίποτα το Νέο το παλιό. Και μετά έρχεται ο πρίγκιπας και βάζει το γοβάκι στα μακριά μαλλιά της Σταχτοπούτας, που δεν πρόλαβε να τη φάει ο κακός λύκος, γιατί είχε ήδη τεζάρει, καθώς είχε προλάβει να του δώσει ένα μολυσμένο μήλο μία με κάτι κόκκινα σκουφιά... Και κάπου στα γρασίδια τρέχουνε κάτι νάνοι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου