Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Γιατί περπατάμε έτσι κι όχι αλλιώς; Ο κοινωνιολόγος Μαρσέλ Μος(Essai sur le don) σημειώνει: «ήμουν άρρωστος στη Νέα Υόρκη. Αναρωτιόμουν που είχα ξαναδεί κάποιες δεσποινίδες που περπατούσαν όπως οι νοσοκόμες μου. Είχα χρόνο για να σκεφτώ. Βρήκα τελικά πως ήταν στον κινηματογράφο. Όταν επέστρεψα στη Γαλλία, παρατήρησα συχνά αυτό το βάδισμα, προπαντός στο Παρίσι. Οι κοπέλες ήταν Γαλλίδες και περπατούσαν κι αυτές μ’ αυτόν τον τρόπο. Πράγματι, ο αμερικανικός τρόπος βαδίσματος, χάρη στον κινηματογράφο, άρχισε να έρχεται και σ’ εμάς. Ήταν μια ιδέα που μπορούσα να γενικεύσω. Η θέση που έχουν οι βραχίονες, τα χέρια, όταν περπατάμε, συνιστά μια κοινωνική ιδιοσυγκρασία, και δεν είναι απλώς προϊόν κάποιων καθαρά ατομικών, σχεδόν εντελώς ψυχικών, συνδυασμών και μηχανισμών». Συνεπώς, οι συνήθειες (οι έξεις), το πώς κάθεται-αναπαύεται ένας άνθρωπος(η οκλαδόν ανθρωπότητα), πως περπατάει, πως κοιμάται(οι Μασάι κοιμούνται όρθιοι), πως χορεύει(ο χορός του αγκαλιασμένου ζευγαριού είναι πρόσφατος), γενικά η χρήση του σώματος και οι τεχνικές που το διέπουν «ποικίλλουν κυρίως ανάλογα με τις κοινωνίες, την αγωγή, τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και τη μόδα, το γόητρο και το κύρος». Αυτό σημαίνει ότι το σώμα μας (αυτό που παλιά η επιστήμη της ιστορίας το αντιμετώπιζε ως μέρος της φύσης) τώρα θεωρείται προϊόν της κουλτούρας και του πολιτισμού μιας κοινωνίας. Υπ’ αυτή την οπτική και το σώμα έχει… ψυχή και ιστορία.
Γιατί περπατάμε έτσι κι όχι αλλιώς; Ο κοινωνιολόγος Μαρσέλ Μος(Essai sur le don) σημειώνει: «ήμουν άρρωστος στη Νέα Υόρκη. Αναρωτιόμουν που είχα ξαναδεί κάποιες δεσποινίδες που περπατούσαν όπως οι νοσοκόμες μου. Είχα χρόνο για να σκεφτώ. Βρήκα τελικά πως ήταν στον κινηματογράφο. Όταν επέστρεψα στη Γαλλία, παρατήρησα συχνά αυτό το βάδισμα, προπαντός στο Παρίσι. Οι κοπέλες ήταν Γαλλίδες και περπατούσαν κι αυτές μ’ αυτόν τον τρόπο. Πράγματι, ο αμερικανικός τρόπος βαδίσματος, χάρη στον κινηματογράφο, άρχισε να έρχεται και σ’ εμάς. Ήταν μια ιδέα που μπορούσα να γενικεύσω. Η θέση που έχουν οι βραχίονες, τα χέρια, όταν περπατάμε, συνιστά μια κοινωνική ιδιοσυγκρασία, και δεν είναι απλώς προϊόν κάποιων καθαρά ατομικών, σχεδόν εντελώς ψυχικών, συνδυασμών και μηχανισμών». Συνεπώς, οι συνήθειες (οι έξεις), το πώς κάθεται-αναπαύεται ένας άνθρωπος(η οκλαδόν ανθρωπότητα), πως περπατάει, πως κοιμάται(οι Μασάι κοιμούνται όρθιοι), πως χορεύει(ο χορός του αγκαλιασμένου ζευγαριού είναι πρόσφατος), γενικά η χρήση του σώματος και οι τεχνικές που το διέπουν «ποικίλλουν κυρίως ανάλογα με τις κοινωνίες, την αγωγή, τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και τη μόδα, το γόητρο και το κύρος». Αυτό σημαίνει ότι το σώμα μας (αυτό που παλιά η επιστήμη της ιστορίας το αντιμετώπιζε ως μέρος της φύσης) τώρα θεωρείται προϊόν της κουλτούρας και του πολιτισμού μιας κοινωνίας. Υπ’ αυτή την οπτική και το σώμα έχει… ψυχή και ιστορία.
Το πεδίο που ανακαλύπτει ο Μος και εξακολουθεί να είναι προς διερεύνηση είναι ο «Τρόπος», η πολιτιστική διαδικασία με την οποία «κάθε κοινωνία επιβάλλει στο άτομο μια αυστηρά καθορισμένη χρήση του σώματός του». Αυτή την πολιτιστική διαδικασία που βασίζεται στην εσωτερίκευση των συγκινήσεων και τον αυτοέλεγχο της βίας, θα μελετήσει μέσω των ηθών και των «τεχνικών του σώματος» ο Νόρμπερτ Ελίας(Ο πολιτισμός των ηθών). «Η στάση του σώματος, οι χειρονομίες, οι ενδυμασίες, η έκφραση του προσώπου, ολόκληρη η εξωτερική συμπεριφορά…», το πώς τρως, αφοδεύεις, συνουσιάζεσαι, πλένεσαι κ.ά., όλα συνιστούν την «έκφραση του ανθρώπου στο σύνολό του», όλα είναι πολιτισμικές, τουτέστιν κοινωνικές και ιστορικές λειτουργίες. Συνεπώς και η πολιτιστική διαδικασία, που είναι η ενσωμάτωση των κοινωνικών περιορισμών και κανόνων από ένα άτομο, έχει μία ιστορία. Το όνειδος και η αιδώς(που συγκρατεί τη γυναίκα μέσα στο σπίτι ή την κάνει να ντύνεται μ’ έναν ορισμένο τρόπο) υπάγονται σ’ ένα σύστημα απαγορεύσεων και έχουν μία ιστορία. Έτσι, τα επινοημένα προϊόντα του πολιτισμού επιβάλλονται και εσωτερικεύονται με τέτοιο τρόπο που τα αισθανόμαστε ως φυσικά. Και αφού τα αισθανόμαστε ως φυσικά και τα συναισθήματα που προκαλούνται δημιουργούν ένα κοινό πεδίο ευαισθησίας, ένα κοινό τόπο συναισθηματικής συναίνεσης, αφού κλαίμε και γελάμε με τα ίδια πράγματα(αν ο Μεσαίωνας έκλαιγε σύμφωνα με τον Γιόχαν Χουιζίνγκα-«προδιάθεση για δάκρυα» λόγω του σκληρού γούστου-, σήμερα γελάμε με τα ίδια πράγματα αλλά δεν ξέρουμε ούτε γιατί γελάμε ούτε γιατί έχουμε πάψει να σκεφτόμαστε-Ν. Πόστμαν: Διασκέδαση μέχρι θανάτου. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει και μία ιστορία του γέλιου, μια «κουλτούρα του γέλιου»-Μπαχτίν- που καταστέλλεται από την Εκκλησία – ενώ και ο Πλάτωνας εξορίζει τους ποιητές ως στοιχεία αναταραχής-).
Γιατί μας ενδιαφέρει, τώρα, εμάς αυτή η «πολιτιστική διαδικασία»; Γιατί έχει σχέση με την «έξη», με την καθημερινότητα, με τον τρόπο που «βλέπει» τα πράγματα και βιώνει τις καταστάσεις ο άνθρωπος. Γιατί κάθε πολιτική ανατροπή αν δεν συνοδεύεται από μία διαφορετική πολιτιστική διαδικασία, από μία πολιτιστική ανατροπή, μία μεγάλη αλλαγή στην καθημερινότητα, στο τρόπο που βλέπει, αισθάνεται και συναισθάνεται το κάθε άτομο την κάθε στιγμή, τότε μία πολιτική επανάσταση δεν θα έχει διάρκεια.
Συνεπώς, μία πολιτική επανάσταση ή θα επιβάλλει έναν άλλο τρόπο και ρυθμό στους ανθρώπους που θα εσωτερικευθούν, θα γίνουν οι νέοι κανόνες και θα μοιάζουν φυσικοί (έξεις) ή θα αποτύχει. Εδώ θα πρέπει να ειδωθεί η περίπτωση της «αντι-κουλτούρας», μιας νέας δηλαδή κουλτούρας, ένα σύστημα νέων ηθών που ήδη φέρουν και βιώνουν τα μέλη του επαναστατικού πολιτικού πυρήνα και που έρχεται να απαντήσει στη σήψη της κυρίαρχης κουλτούρας, συνιστώντας ένα εναλλακτικό και συνάμα γοητευτικό σύστημα νέων αξιών και κανόνων, το μπόλι δηλαδή που θα ενοφθαλμιστεί στην κοινωνία, αφού πρώτα το «μαχαίρι»(κατάκτηση πολιτικής εξουσίας) χαράξει τον κορμό. Δεν υπερτιμάμε τον πολιτιστικό παράγοντα, απλώς επισημαίνουμε το κενό των πολιτικών ανατροπών, συμφωνώντας με τον Ζίζεκ ότι η σοβιετική και η κινεζική επανάσταση απέτυχαν στην καθημερινότητα(που ενδεχομένως οδήγησε αναγκαστικά στη δημιουργία μιας αυταρχικής νομενκλατούρας).
Αντιθέτως, η «καθημερινότητα» ήταν το συγκριτικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ. Ο «νέος, σοβιετικός άνθρωπος» δεν προέκυψε ποτέ(λόγω της επιμονής στην ποσότητα-ΜΠΟΝΤΡΙΓΙΑΡ), ενώ ο «Αμερικανός άνθρωπος» είναι ακόμη εδώ, καθώς συνδυάστηκε με έναν τρόπο ζωής, τον αμερικανικό. Απομένει να δούμε ποια είναι τα όρια του δεύτερου.
Κι ενώ θα περίμενε κανείς μια διερεύνηση του ζητήματος μέσω της ιστορίας του πνεύματος και πως διαμορφώνεται το περίφημο «πνεύμα της ιστορίας»(Χέγκελ), οι Ευρωπαίοι –κυρίως Γάλλοι και Γερμανοί- εστιάζουν στην ιστορία του σώματος. Για τον Μ. Φουκό το σώμα «είναι άμεσα βυθισμένο σε ένα πολιτικό πεδίο», οι σχέσεις εξουσίας ασκούν πάνω στο σώμα μια άμεση επιρροή «το περικυκλώνουν, το σημαδεύουν, το χειραγωγούν, το βασανίζουν, το εξαναγκάζουν σε εργασίες, το υποχρεώνουν σε τελετουργίες, απαιτούν από αυτό κάποια σημάδια». Το σώμα εξετάζεται στο πλαίσιο μίας «βιο-εξουσίας», μιας εξουσίας που πλέον δεν σκοτώνει αλλά «περικυκλώνει τη ζωή από άκρη σ’ άκρη», ελέγχοντας αυστηρά τις επιθυμίες. Εδώ παρουσιάζεται σαν σημείο-κλειδί και θεμελιώδες στοιχείο της «συλλογικής μας ταυτότητας» ο χριστιανισμός, που ταλανίζεται από το ζήτημα του σώματος. Η Εκκλησία είναι ένα «σώμα», η πόλη είναι ένα σώμα πολιτών, το ίδιο κι ένα κόμμα. Η δόξα και το μαρτύριο σχετίζονται με το σώμα. «Σεξουαλικότητα, εργασία, όνειρο, ενδυμασία, πόλεμος, χειρονομία, γέλιο…» όλα είναι σώμα, ή αλλιώς εν-σωματωμένοι τρόποι έκφρασης του ανθρώπου. Ακόμη περισσότερο, «… το σώμα είναι σήμερα η έδρα της μεταμόρφωσης της νέας εποχής. Από τη γενετική δημιουργία έως τα βακτηριολογικά όπλα, από τη θεραπεία και την προσέγγιση των σύγχρονων επιδημιών έως τις νέες μορφές κυριαρχίας στην εργασία, από το σύστημα της μόδας έως τους νέους διατροφής, από την εξύμνηση των κανόνων που αφορούν τις σωματικές αναλογίες έως τις ανθρώπινες βόμβες, από τη σεξουαλική απελευθέρωση έως τις νέες αλλοτριώσεις…». Όμως η επιχείρηση συγγραφής της ιστορίας του σώματος δεν είναι παρά η προσπάθεια καταγραφής της «υπόγειας ιστορίας», της ιστορίας των κάτω(αφού οι πάνω, οι νικητές έχουν γράψει την ιστορία με «πνευματικό» τρόπο σύμφωνα με τον καταμερισμό εργασίας πνεύματος-σώματος).
Αλλά αξίζει να δει κανείς τι έχει να ανατρέψει, ποια είναι η καθημερινότητα και οι «λαϊκές συνήθειες» που καλείται να αναμετρηθεί.
Έχει να ανατρέψει το παραδοσιακό πολιτιστικό σύστημα που διαθέτει έναν αρμονικό συνδυασμό νηστείας, αποχής και εκτονωτικού ξεσαλώματος, τη Σαρακοστή της εγκράτειας και το Καρναβάλι της παγανίζουσας ακολασίας, ένα σύστημα που συνδυάζει την ελευθεριότητα για τους πλούσιους και τον περιορισμό για τους φτωχούς. Προπάντων έχει να ανατρέψει τον κυρίαρχο καταναλωτικό τρόπο ζωής όπου τα καταναλωτικά αγαθά δεν έχουν μόνον μία ανταλλακτική αξία αλλά και μία συμβολική, καθώς το σύστημα της κατανάλωσης δεν στηρίζεται στην ανάγκη και στην ηδονή, αλλά σ’ έναν κώδικα σημείων-αντικειμένων και διαφορών. Η κυκλοφορία, η αγορά, η ιδιοποίηση αγαθών και αντικειμένων/σημείων, αποτελούν, συνεπώς, τον κώδικά μας, με τον οποίο ολόκληρη η κοινωνία επικοινωνεί και μιλάει. Η δομή της κατανάλωσης είναι η ίδια η γλώσσα της και σε σχέση μ’ αυτήν, οι ατομικές ανάγκες και ικανοποιήσεις είναι απλώς λόγια.
Ο άνθρωπος-καταναλωτής είναι πλέον «μια επιχείρηση ηδονής και ικανοποίησης»· μιας θεσμοποιημένης, καταναγκαστικής ηδονής, η οποία δεν είναι ούτε δικαίωμα ούτε τέρψη, αλλά καθήκον του πολίτη που οφείλει να απολαμβάνει, οφείλει να είναι ευτυχισμένος, ερωτευμένος, ευφορικός, δυναμικός, συμμετοχικός, ενθουσιαστικός· ο πολλαπλασιασμός των σχέσεων και των επαφών του καθώς και η εντατική χρήση σημείων/αντικειμένων θα συστήσουν την αρχή της μεγιστοποίησης της ύπαρξής του, κατά το αντίστοιχο της μεγιστοποίησης του κέρδους και του παραδοσιακού καταναγκασμού για εργασία και παραγωγή.
Γι’ αυτό τα μέτρα λιτότητας δεν είναι κάτι απλό, καθώς συνιστούν μία τεράστια ανατροπή, κυριολεκτικά έναν συμβολικό θάνατο, που δεν ακυρώνεται με κανένα πεντάμηνο πρόγραμμα κατά της ανεργίας, με κανένα οικονομικό μέτρο. Γιατί το πρόβλημα είναι ποιοτικό και όχι ποσοτικό, γιατί η ορατότητα που αφαιρέθηκε, γιατί το Πρόσωπο που χάθηκε, ξανακερδίζονται ή ανασυστήνονται μόνο με μια μεγάλη αντίσταση, με μια μεγάλη άρνηση, μ’ ένα μεγάλο ΟΧΙ, όπως εκείνο του περασμένου καλοκαιριού, που υποτιμήθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου