(ένα άρθρο για τη δύναμη της απουσίας)
Δεν είναι μόνο το πιο ακριβό ζωγραφικό αντικείμενο στον κόσμο (ασφαλίζεται ανάλογα με τον πληθωρισμό γύρω στα 782.000.000 δολάρια) αλλά και το πιο πολυσυζητημένο, το πιο πολυφωτογραφημένο, το πιο… ανήσυχο.
Η Μόνα Λίζα που πιστεύεται ότι έχει δημιουργηθεί μεταξύ του 1503 και 1506, αποτέλεσε και πάλι αντικείμενο ενός προβοκατόρικου άρθρου στον Independent όπου ο Πασκάλ Κοτ, ένας γάλλος επιστήμονας, ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε ένα πορτρέτο το οποίο κρύβεται πίσω από αυτό του διάσημου πίνακα του Ντα Βίντσι. Eφαρμόζοντας μια τεχνική που ονομάζεται «μέθοδος ενίσχυσης επιπέδων» για την ανάλυση εικόνων και η οποία λειτουργεί «προβάλλοντας μια σειρά από έντονα φώτα», λέει ότι πίσω από την πιο διάσημη γυναίκα της κλασικής ζωγραφικής βρίσκεται μια άλλη. Το μουσείο αρνήθηκε να σχολιάσει τους ισχυρισμούς του επιστήμονα, ενώ ο Μάρτιν Κεμπ, ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης δήλωσε πως η Μόνα Λίζα, είναι πάντα η Μόνα Λίζα. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που η Λίζα Γκεραρντίνι δημιουργεί πονοκέφαλο στο Λούβρο και στην επιστημονική κοινότητα.
Το πρωί της 21ης Αυγούστου 1911 ο Βιντσέντζο Περούτζα, ένας ελαιοχρωματιστής από την Ιταλία, πέρασε απαρατήρητος από τις πλαϊνές εξόδους του μουσείου του Λούβρου και χάθηκε μέσα στο πλήθος της οδού Ριβολί. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως κάτω από το πανωφόρι του, και κυρίως κάτω από τη μύτη δεκάδων εκπαιδευμένων φυλάκων, κουβαλούσε την αυθεντική Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι! Ο πίνακας, κρύφτηκε στην αρχή πίσω από μια στοίβα καυσόξυλων, για να πάρει για τα επόμενα δυόμισι χρόνια τη θέση του στο διπλό πάτο ενός μπαούλου, μέσα στο μικρό δωματιάκι που νοίκιαζε ο Βιντσέντζο στην ιταλική παροικία του Παρισιού.
Ήθελε ο Περούτζα να πλουτίσει με την πράξη του αυτή; Ήθελε να πουλήσει τη Μόνα Λίζα; Μα πώς και πού να πουλήσεις το διασημότερο πίνακα όλων των εποχών; Ήταν ένας εργάτης στο Λούβρο και απλώς ερωτεύτηκε την Τζοκόντα. Την ήθελε δική του και επειδή την έκλεψε με την αθωότητα που κλέβεις ένα κόμικ από το περίπτερο, δεν έγινε ποτέ αντιληπτός. Ο Βιντσέντζο Περούτζα δεν αποκάλυψε σε κανέναν την προσκυνητική ληστεία του. Καλούσε συχνά τους φίλους του στο διαμέρισμά του να παίξουν μαντολίνο έχοντας τη λατρεμένη εικόνα κλεισμένη στο μπαούλο, προστατευμένη από τα χιλιάδες βλέμματα, κρυμμένη για ν' «ακούει» μόνο τη μουσική του.
Ας δούμε όμως τι έγινε τότε πίσω στο Λούβρο. Η απουσία της Μόνα Λίζα έγινε αντιληπτή έπειτα από περίπου 24 ώρες. Η άδεια κορνίζα είχε βρεθεί πεταμένη πίσω από μια σκάλα, ενώ όλο το τετράγωνο θύμιζε τόπο εγκλήματος, μια και πάνω από 60 επιθεωρητές και αστυνομικοί έψαχναν τις αίθουσες και τους διαδρόμους. Στη θέση του διάσημου πίνακα, υπήρχε ένα κενό. Αυτό το κενό, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, κατέστησε αυτή την κλοπή, το τέλειο έγκλημα της μοντερνικότητας!
Από τη στιγμή που η Μόνα Λίζα εγκατέλειψε το κάδρο της, έσπασε το ρεκόρ διασποράς σε κυκλοφορία ρέπλικας. Κανένα έργο δεν έχει αναπαραχθεί τόσες φορές στην ιστορία της ζωγραφικής. Συνέβη ομως και κάτι ακόμα πιο απρόσμενο: τα πλήθη συνέρρεαν για να δουν τον άδειο τοίχο στον οποίο κρεμόταν κάποτε η Τζοκόντα. Πολλοί από τους επισκέπτες, μάλιστα, αποκαλύφθηκε ότι όσον καιρό βρισκόταν στο μουσείο δεν είχαν πάει ποτέ να τη δουν. Είχε όμως γίνει ακατανίκητα ελκυστική δια της απουσίας της.
Τι πήγαιναν να δουν λοιπόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μπροστά σε έναν πίνακα που δεν υπήρχε; Προφανώς επρόκειτο για έναν ασπασμό στην απουσία. Ο καθένας χαιρέτιζε το δικό του κενό, τις προσωπικές του ελλείψεις, τα πένθη, τους προσωρινούς ή παντοτινούς αποχαιρετισμούς. Ατένιζε επίσης με ένα τρόπο καθαρτικό το άδειο καρφί, παίρνοντας ένα κομμάτι από το ηδονικό μυστήριο που κρύβει κάθε εξαφάνιση. Πριν από την εξαφάνισή της, η Τζοκόντα ήταν πολύ αγαπητή. Τώρα ήταν Αγία. Εξάλλου ήταν στα χέρια ενός ερωτευμένου κλέφτη!
Κι αν τεθεί το ερώτημα του αν «υπάρχει το έργο τέχνης όταν δεν εκτίθεται», η Τζοκόντα το απάντησε καθαρά: Υπάρχει περισσότερο τότε δείχνοντας τη δύναμη της απουσίας, το κενό πίσω από την εικόνα, την κενότητα στην καρδιά του πολιτισμού. Όταν αργότερα ο Περούτζα επέστρεψε το έργο τέχνης, είπε ότι είχε την περίεργη αίσθηση ότι του χαμογελούσε. Διαβεβαίωσε επίσης ότι την είχε κρατήσει μακριά από ανθρώπινα βλέμματα μην τολμώντας ούτε και ο ίδιος ν' αντικρίζει το πρόσωπό της. Την φρόντισε σαν να ήταν "une chose sacree".
Με την επιστροφή της η Τζοκόντα έγινε σύμβολο. Φιλοξενήθηκε για λίγο στην Εθνική πινακοθήκη της Ουάσιγκτον όπου πήγαν να τη δουν 674.000 άνθρωποι ενώ στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο σε λιγότερο από ένα μήνα. Ο κλέφτης-εραστής εξέτισε την ποινή του και μετά άνοιξε κατάστημα με είδη για ελαιοχρωματιστές συνεχίζοντας ήρεμα τον βίο του, ενώ ο πίνακας-σύμβολο που κατά τον μέσο άνθρωπο δεν ξεπερνά μια οθόνη 21 ιντσών , συνεχίζει το παιχνίδι με τη ανθρώπινη επιθυμία: Ένα διστακτικό, συγκρατημένο χαμόγελο που μπορεί όμως να τροφοδοτήσει τη σκέψη με μιαν ανείπωτη αινιγματική υπόσχεση.
*Τα στοιχεία έχουν παρθεί από το βιβλίο του Darian Leader «H κλοπή της Μόνα Λίζα».
*O τίτλος είναι δανεισμένος από το ομώνυμο μεσαιωνικό μυθιστόρημα της Έλλις Πίτερς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου