Γιάννης Μακριδάκης
Από την ώρα που είδα τις πρώτες στιγμές από το βίντεο του φίλου μου του Αντώνη (διότι ολόκληρο δεν θέλω να το δω), έχω πέσει σε βαθιά θλίψη, δεν έχω διάθεση για κουβέντες και κείμενα, νιώθω το τέλος της εποχής που μας προσπέρασε ήδη όλους εμάς τους λεγόμενους ρομαντικούς ή αντυαναπτυξιακούς, και κουνάω μονάχα το κεφάλι μου με απογοήτευση για την ιδιοτέλεια, την αχορταγιά αλλά κυρίως την ανοησία και την απρονοησία της ανθρωπότητας των πολιτισμένων, των εκπαιδευμένων, των προοδευμένων.
Είχα γράψει λοιπόν το Λαγού μαλλί, έναν αποχαιρετισμό στο Αιγαίο, στην παραδοσιακή ναυπηγική, στα σκαριά...
και στους ανθρώπους του, που έπεσαν θύματα της ισοπεδωτικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, και του παγκόσμιου καταναλωτικού καπιταλισμού, που έχει Θεό το χρήμα και μπούσουλα το ευτελές αξιακό του σύστημα, έτσι δεν σέβεται τίποτε απολύτως, ιδίως τις πολιτισμικές και περιβαλλοντικές ιδιαιτερότητες, τη διαφορετικότητα δηλαδή του κάθε λαού και τόπου, τα θέλει όλα ισοπεδωμένα, απελπιστικά όμοια αντίγραφα, μια μονοκαλλιέργεια ηλιθίων και άψυχων καταναλωτών τον πλανήτη.
Ήταν το Λαγού μαλλί μια νουβέλα που γράφτηκε κατά τις πρώτες μόλις ημέρες της οικονομικής κρίσης, αφού έχει ως στιγμή έμπνευσης το πρωθυπουργικό διάγγελμα ένταξης της χώρας μας στο ΔΝΤ, το οποίον απηύθυνε ο ΓΑΠ από το Καστελόριζο, και ως πρόσωπο έμπνευσης τον καπτά Σίμο, τον ψαρά, που περνούσε με το πράσινο καϊκι του σε δεύτερο πλάνο μες στο λιμάνι του νησιού, πίσω από τον πρωθυπουργό της χώρας.
Τότε δεν είχαμε ακόμη καταλάβει τίποτε από όσα θα ακολουθούσαν και από όσα μας περίμεναν. Έχουν περάσει 5 και πλέον χρόνια έκτοτε, έχουν εφαρμοστεί στο σαρκίο, στο μυαλό και στην ψυχή μας τρία δεξιά και αριστερά μνημόνια και έχουμε όλοι νιώσει πλέον και καταλάβει καλά ότι το ζητούμενο ήταν να μας χτυπήσουν στην αξιοπρέπεια, να χάσουμε ό,τι είχε απομείνει από τον εαυτό μας, να απωλέσουμε δια παντός το Είναι μας ολάκερο.
Ένα παραδοσιακό σκαρί είμαστε εμείς και η χώρα, η αξιοπρέπειά μας ως πρόσωπα, ως πολίτες, ως κοινωνία ένα παλιό σκαρί είναι, το οποίο ήρθε καταρχήν η ερπύστρια της “ανάπτυξης” να το θέσει σε κρίση ταυτότητας, να το κυριεύσει, να το εκσυγχρονίσει, να του πάρει εν τέλει την ψυχή, και ακολούθως, στα χρόνια της λεγόμενης οικονομικής κρίσης, όρμηξε πάνω του η μπουλντόζα της χυδαίας ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης και της Ε.Ε., για να το κατασπάσει σε χίλια κομμάτια και να το καταστήσει άχρηστο ρετάλι, να το βάλει στο χέρι μια για πάντα αντικαθιστώντας το με τα άψυχα ομοιώματα δικής της επιλογής.
Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω όσο ζω τον αδίστακτο καταστροφέα της χώρας Σημίτη: Γινόμαστε Ευρώπη, είπε ένα αυγουστιάτικο πρωί στη Σίφνο καθώς έβγαινε από το μπαρμπέρικο όπου συνήθιζε να κουρεύεται, γινόμαστε Ευρώπη, τα κουρεία θα γίνουν κομμωτήρια και τα καφενεία καφετέριες, έτσι είπε ο αχρείος και οι νεοέλληνες πλανεμένοι τότε από την “ανάπτυξη” ένιωσαν την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό να τους διαπερνά σαν ρίγος στη ραχοκοκαλιά αντί να σηκωθεί η τρίχα τους από την οργή για τον εκπορνευτή τους.
Έδεκείνα φέραν τούτα, έτσι λέει η ρήση η λαϊκή. Έτσι φτάσαμε εδώ. Κι εγώ θα πρεπε, αφού είχα γράψει το Λαγού μαλλί και μου είχε διδάξει τόσα και τόσα περί αξιοπρέπειας ο καπτά Σίμος το Σφαντό, να ‘χα σιωπήσει έκτοτε, να μην ξαναπω και ξαναγράψω τίποτε για το υπό κατάρρευση καθεστώς, μονάχα για τη μετακαταναλωτική εποχή της αρμονίας με το Χάος θα θελα να έγραφα και στο μέλλον να γράφω, έτσι νιώθω και έτσι ακριβώς καταλαβαίνω τώρα, ότι δεν έχω άλλο τίποτα να πω πια για τα παλιά, τουλάχιστον όσο διαρκεί η ιστορική στιγμή της εκποίησης και της καταστροφής.
Ίντα θα γίνομε Νικολή, φιρί φιρί το πάνε να μας ξεκάτσουνε από το γυαλό, μα δε θα τως κάμω το χατίρι, θα το κάψω στα τελευταία, δε θα μου δώκουνε δεκάρα μα θα το βγάλω εκεινά, να του βάλω φωτιά να το κάψω. Δε θέλω τίποτι, ούτε μου δώκατε όλη μου τη ζωή που είμαι ψαράς, πούστηδοι, ούτε θα μου δώκετε, άμα τελειώσω την αποστολή μου θα του βάλω πυρκαγιά εκεινά να το κάψω. Και ν’ αφήκω και την άδεια μέσα, κι όλα μαζί να πάνε στ’ ανάθεμα, αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία, να του βάλω φωτιά να το κάψω…
Είχα γράψει λοιπόν το Λαγού μαλλί, έναν αποχαιρετισμό στο Αιγαίο, στην παραδοσιακή ναυπηγική, στα σκαριά...
και στους ανθρώπους του, που έπεσαν θύματα της ισοπεδωτικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, και του παγκόσμιου καταναλωτικού καπιταλισμού, που έχει Θεό το χρήμα και μπούσουλα το ευτελές αξιακό του σύστημα, έτσι δεν σέβεται τίποτε απολύτως, ιδίως τις πολιτισμικές και περιβαλλοντικές ιδιαιτερότητες, τη διαφορετικότητα δηλαδή του κάθε λαού και τόπου, τα θέλει όλα ισοπεδωμένα, απελπιστικά όμοια αντίγραφα, μια μονοκαλλιέργεια ηλιθίων και άψυχων καταναλωτών τον πλανήτη.
Ήταν το Λαγού μαλλί μια νουβέλα που γράφτηκε κατά τις πρώτες μόλις ημέρες της οικονομικής κρίσης, αφού έχει ως στιγμή έμπνευσης το πρωθυπουργικό διάγγελμα ένταξης της χώρας μας στο ΔΝΤ, το οποίον απηύθυνε ο ΓΑΠ από το Καστελόριζο, και ως πρόσωπο έμπνευσης τον καπτά Σίμο, τον ψαρά, που περνούσε με το πράσινο καϊκι του σε δεύτερο πλάνο μες στο λιμάνι του νησιού, πίσω από τον πρωθυπουργό της χώρας.
Τότε δεν είχαμε ακόμη καταλάβει τίποτε από όσα θα ακολουθούσαν και από όσα μας περίμεναν. Έχουν περάσει 5 και πλέον χρόνια έκτοτε, έχουν εφαρμοστεί στο σαρκίο, στο μυαλό και στην ψυχή μας τρία δεξιά και αριστερά μνημόνια και έχουμε όλοι νιώσει πλέον και καταλάβει καλά ότι το ζητούμενο ήταν να μας χτυπήσουν στην αξιοπρέπεια, να χάσουμε ό,τι είχε απομείνει από τον εαυτό μας, να απωλέσουμε δια παντός το Είναι μας ολάκερο.
Ένα παραδοσιακό σκαρί είμαστε εμείς και η χώρα, η αξιοπρέπειά μας ως πρόσωπα, ως πολίτες, ως κοινωνία ένα παλιό σκαρί είναι, το οποίο ήρθε καταρχήν η ερπύστρια της “ανάπτυξης” να το θέσει σε κρίση ταυτότητας, να το κυριεύσει, να το εκσυγχρονίσει, να του πάρει εν τέλει την ψυχή, και ακολούθως, στα χρόνια της λεγόμενης οικονομικής κρίσης, όρμηξε πάνω του η μπουλντόζα της χυδαίας ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης και της Ε.Ε., για να το κατασπάσει σε χίλια κομμάτια και να το καταστήσει άχρηστο ρετάλι, να το βάλει στο χέρι μια για πάντα αντικαθιστώντας το με τα άψυχα ομοιώματα δικής της επιλογής.
Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω όσο ζω τον αδίστακτο καταστροφέα της χώρας Σημίτη: Γινόμαστε Ευρώπη, είπε ένα αυγουστιάτικο πρωί στη Σίφνο καθώς έβγαινε από το μπαρμπέρικο όπου συνήθιζε να κουρεύεται, γινόμαστε Ευρώπη, τα κουρεία θα γίνουν κομμωτήρια και τα καφενεία καφετέριες, έτσι είπε ο αχρείος και οι νεοέλληνες πλανεμένοι τότε από την “ανάπτυξη” ένιωσαν την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό να τους διαπερνά σαν ρίγος στη ραχοκοκαλιά αντί να σηκωθεί η τρίχα τους από την οργή για τον εκπορνευτή τους.
Έδεκείνα φέραν τούτα, έτσι λέει η ρήση η λαϊκή. Έτσι φτάσαμε εδώ. Κι εγώ θα πρεπε, αφού είχα γράψει το Λαγού μαλλί και μου είχε διδάξει τόσα και τόσα περί αξιοπρέπειας ο καπτά Σίμος το Σφαντό, να ‘χα σιωπήσει έκτοτε, να μην ξαναπω και ξαναγράψω τίποτε για το υπό κατάρρευση καθεστώς, μονάχα για τη μετακαταναλωτική εποχή της αρμονίας με το Χάος θα θελα να έγραφα και στο μέλλον να γράφω, έτσι νιώθω και έτσι ακριβώς καταλαβαίνω τώρα, ότι δεν έχω άλλο τίποτα να πω πια για τα παλιά, τουλάχιστον όσο διαρκεί η ιστορική στιγμή της εκποίησης και της καταστροφής.
Ίντα θα γίνομε Νικολή, φιρί φιρί το πάνε να μας ξεκάτσουνε από το γυαλό, μα δε θα τως κάμω το χατίρι, θα το κάψω στα τελευταία, δε θα μου δώκουνε δεκάρα μα θα το βγάλω εκεινά, να του βάλω φωτιά να το κάψω. Δε θέλω τίποτι, ούτε μου δώκατε όλη μου τη ζωή που είμαι ψαράς, πούστηδοι, ούτε θα μου δώκετε, άμα τελειώσω την αποστολή μου θα του βάλω πυρκαγιά εκεινά να το κάψω. Και ν’ αφήκω και την άδεια μέσα, κι όλα μαζί να πάνε στ’ ανάθεμα, αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία, να του βάλω φωτιά να το κάψω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου