«Μέσα από τα χαλάσματα εξείχαν χέρια, κεφάλια, πόδια, σπασμένα κρανία. Οι δεξαμενές νερού ήταν γεμάτες μέχρι τα χείλη με πτώματα και με μεγάλα κομμάτια τσιμέντου από πάνω. Οι περισσότεροι φαίνονταν πρησμένοι, με μεγάλα κίτρινα και καφέ σημάδια στα σώματά τους(…). Νομίζω ήμουν ανίκανη να αντιληφθώ τη σημασία αυτής της απάνθρωπης πράξης, γιατί υπήρχαν και πάρα πολλά μωρά, φρικτά ακρωτηριασμένα κι οι άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, ώστε σχημάτιζες την εντύπωση ότι κάποιος τους είχε στριμώξει εκεί μέσα σκόπιμα»
(Μάργκαρετ Φρέγερ, Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης, «Τα μεγάλα Ρεπορτάζ», Β’ τόμος, εκδόσεις «Νάρκισσος»)
Η περιγραφή του βομβαρδισμού της Δρέσδης, στις 13-14 Φλεβάρη 1945, είναι η περιγραφή ενός εγκλήματος. Γιατί ο βομβαρδισμός της Δρέσβης ήταν ακριβώς αυτό: Ενα έγκλημα. Που δεν το «επέβαλε» καμία στρατιωτική σκοπιμότητα και που μαζί με το έγκλημα της Χιροσίμα αποτελούν δυο κραυγαλέες αποδείξεις ότι ενώ οι λαοί έδιναν το μεγάλο αντιφασιστικό αγώνα και ενώ αυτός ο πόλεμος έβαινε νικηφόρος για τους λαούς και την ανθρωπότητα, οι ηγεσίες των «δημοκρατιών» (που είχαν εκθρέψει τον Χίτλερ) έβαζαν την ιμπεριαλιστική τους σφραγίδα στον κόσμο.
«Η Δρέσδη έπρεπε να βομβαρδιστεί όπως έπρεπε να βομβαρδιστεί και κάθε άλλη γερμανική πόλη», γράφτηκε στον ελληνικό Τύπο πριν λίγες μέρες, στο πλαίσιο της συζήτησης που διεξήχθη λόγω της επετείου των 60 χρόνων από το βομβαρδισμό. Συζήτηση περί της «αναγκαιότητας» εκείνης της στρατιωτικής επιχείρησης.
Επρόκειτο, όμως, για «στρατιωτική» επιχείρηση;
Σύμφωνα με την απόφαση της Καζαμπλάνκα (4/2/1943) για το βομβαρδισμό των γερμανικών πόλεων, που υπέγραψαν οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι, και στην οποία δε συμμετείχαν οι Σοβιετικοί (θα μας χρειαστεί αυτό παρακάτω), η διαταγή προέβλεπε βομβαρδισμούς με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας:
«α) Ναυπηγεία υποβρυχίων, β) αεροναυτική παραγωγή, γ) μέσα μεταφοράς, δ) διυλιστήρια πετρελαίων, ε) άλλους στόχους πολεμικών βιομηχανιών» (Ουίνστον Τσόρτσιλ, «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος», τόμος Στ).
Ερώτηση 1η: Τι από αυτά υπήρχαν στη Δρέσδη, ώστε να «επιβάλλεται» ο βομβαρδισμός της;
Ερώτηση 2η: Ο Τσόρτσιλ, στο παραπάνω έργο του, το οποίο βραβεύτηκε και με το βραβείο Νόμπελ (συμβαίνουν αυτά), αν και η μνήμη του για τα γεγονότα του πολέμου δείχνει να είναι εξαιρετική, στο σημείο των αναφορών του για τους βομβαρδισμούς των γερμανικών πόλεων, γιατί «ξεχνάει» να αναφέρει οτιδήποτε για το βομβαρδισμό της Δρέσδης;
Μήπως γιατί το έγκλημα ήταν τόσο οφθαλμοφανές, που (συνομιλώντας πια με την Ιστορία) ούτε ένας κυνικός σαν τον Τσόρτσιλ δεν μπορούσε να το υπερασπιστεί, επικαλούμενος σαθρότητες περί «στρατιωτικών λόγων»;
Για να μην αδικούμε τον Τσόρτσιλ, η εξήγηση του βομβαρδισμού της Δρέσδης δίνεται από τον «πατέρα της νίκης» εκατοντάδες σελίδες παρακάτω, όπου πια ομολογεί ότι «τα αποφασιστικά και πρακτικά σημεία της στρατηγικής και της πολιτικής» των «δυτικών δημοκρατιών» από ένα σημείο του Πολέμου και μετά ήταν ότι:
«Πρώτον, η Σοβιετική Ρωσία είχε γίνει ένας θανάσιμος κίνδυνος για τον ελεύθερο κόσμο. Δεύτερον, έπρεπε να δημιουργήσουμε χωρίς καθυστέρηση ένα νέο μέτωπο για να σταματήσουμε την πορεία της προς τα μπρος. Τρίτον, στην Ευρώπη, το μέτωπο αυτό έπρεπε να ευρίσκεται όσο το δυνατόν ανατολικότερα (...)».
Προφανώς μια Δρέσδη πέφτοντας ισοπεδωμένη στα χέρια των Σοβιετικών, τους επέβαλε να διαχειριστούν μια καταστροφή που η έκτασή της ήταν τέτοια, με συνέπεια να δυσχεραίνεται η πορεία του Κόκκινου Στρατού προς τα δυτικά και έτσι να ικανοποιείται ο στόχος των Δυτικών να κρατηθούν οι Σοβιετικοί όσο γινόταν «ανατολικότερα».
Από εκεί και πέρα, είναι πραγματικά παράδοξο να προβάλλεται ο ισχυρισμός πως εκείνο που συνέβαλε στην ήττα της Γερμανίας ήταν «οι βαρύτατοι βομβαρδισμοί».
Και τούτο αντικρούεται όχι μόνο από τους Σοβιετικούς, που ειδικά για τη Δρέσδη σημειώνουν ότι επρόκειτο για το βομβαρδισμό «μιας πόλης η οποία τη στιγμή που η φασιστική Γερμανία βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής, στην ουσία δεν είχε στρατιωτική στρατηγική σημασία» («Παγκόσμια Ιστορία», Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, εκδόσεις «Σκέψη»).
Αντικρούεται από τους ίδιους τους Βρετανούς ιστορικούς, που παραδέχονται ότι οι βομβαρδισμοί αυτοί «δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στην πορεία και στην έκβαση του Πολέμου» (Υπουργείο Αμύνης ΕΣΣΔ, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδόσεις «Κάδμος», 1959), αλλά ότι επρόκειτο για «τρομακτική εξόντωση ανθρώπων, που θα δυσφήμιζε ακόμα και τον Αττίλα» και που οι Αγγλοαμερικανοί μόνο προσχηματικά «έλεγαν πως γίνεται για στρατηγικούς λόγους» (Τζ. Φούλερ, «Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, 1939 – 1945»).
Αλλά αντικρούεται (αυτό είναι το κυριότερο) και από εκείνους που ενώ αποδέχονται αξιωματικά την «αναγκαιότητα» των βομβαρδισμών, εντούτοις είναι οι ίδιοι που ομολογούν πως βομβαρδισμός όπως της Δρέσδης «είχε απογοητευτικά» και «πενιχρά αποτελέσματα» από στρατιωτική άποψη (Παρνέλ, «Ιστορία του 20ού αιώνος», «Χρυσός Τύπος», τόμος 5).
Μήπως, όμως, η εκτίμηση ότι στη Δρέσδη έγινε ένα έγκλημα ήταν μια φτηνή «λαϊκιστική προπαγάνδα» στην οποία επιδόθηκε λίγα χρόνια μετά τον Πόλεμο η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και η οποία «έπιασε»;
Αν είναι έτσι τότε πώς εξηγείται ότι ακόμα και οι πατενταρισμένοι αντικομμουνιστές συγγραφείς, όπως ο Ρεμόν Καρτιέ («Ιστορία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου», τόμος δεύτερος, εκδόσεις «Πάπυρος») σημειώνουν ότι το έγκλημα ήταν τόσο ειδεχθές, ώστε αμέσως μετά το βομβαρδισμό (και όχι λίγα χρόνια αργότερα) από τους ίδιους τους Βρετανούς (και όχι από τη ΓΛΔ) καλείται «στη Βουλή των Κοινοτήτων ο υπουργός Αεροπορίας σερ Αρτσιμπαλ Σίνγλερ (και) υποχρεώνεται να απαντήσει σε δριμύτατες ερωτήσεις» για το δολοφονικό έργο της ΡΑΦ;
Πώς εξηγείται ο ίδιος αντικομμουνιστής συγγραφέας να σημειώνει ότι κύριος «στόχος των 650.000 εμπρηστικών βομβών είναι το κέντρο της πόλεως», να παραδέχεται ότι «η ΡΑΦ διογκώνει τη βιομηχανική σημασία της Δρέσδης για να δικαιολογηθεί» και να αποκαλύπτει ότι από τη στρατιωτική πλευρά του βομβαρδισμού «η αποτυχία είναι πλήρης», καθώς ακόμα και τα μέσα μεταφοράς «ξαναρχίζουν να κυκλοφορούν από τις 15 Φλεβάρη», δηλαδή μια μέρα μετά το βομβαρδισμό;
Η εξήγηση είναι ότι το έγκλημα της Δρέσδης είναι τόσο αναίτιο από στρατιωτικής άποψης που αφενός δεν κρύβεται, αφετέρου είναι τόσο ειδεχθές που επιχειρείται να χρεωθεί σε αυτούς που δε συμμετείχαν στην Καζαμπλάνκα (απόφαση για βομβαρδισμούς γερμανικών πόλεων), δηλαδή στους… Σοβιετικούς: «…ο βομβαρδισμός είχε ζητηθεί από τους Ρώσους…» υποστηρίζει ο Καρτιέ το 1965 (σ.σ.: είναι ο ίδιος γκεμπελισμός που ακούστηκε σήμερα, σαράντα χρόνια μετά).
*
Συμπέρασμα:
Πρώτον, αν υπήρχε προπαγάνδα αυτή προερχόταν από τους Δυτικούς, που μπροστά στην αδυναμία να υπερασπιστούν ένα τόσο μεγάλο έγκλημα, προσπάθησαν να το χρεώσουν στους Σοβιετικούς. Τότε όμως, το 1965, υπήρχε ακόμα η ΕΣΣΔ και συνεπώς το ψέμα είχε κοντά ποδάρια.
Δεύτερον, η αντιμετώπιση της αναβίωσης του φασισμού στην Ευρώπη και των νεοναζί, που αξιοποιούν την υπόθεση της Δρέσδης για την εμετική τους προπαγάνδα, δε γίνεται με το ξαναγράψιμο της Ιστορίας στα μέτρα του Τσόρτσιλ και του Τρούμαν.
Πηγή: «Ριζοσπάστης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου