Το ποίημα ανήκει στην πρώτη συλλογή του ποιητή Νίκου Καββαδία Μαραμπού (1933), και αναφέρεται στη στενή συναισθηματική σχέση των ναυτικών με τη γάτα του πλοίου.
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Είναι περήφανη κι οκνή,* καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα* στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,*
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια* φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται
σ' ένα σημείο κοιτώντας
σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ' το θάνατο από τους ναύτες ένας,
Λίγο πριν απ' το θάνατο από τους ναύτες ένας,
-αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά-
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει κι ύστερα
μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά* η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
Ν. Καββαδίας, Μαραμπού, Άγρα
*φορτηγά: εμπορικά πλοία *οκνή: αργοκίνητη *ράθυμα: παθητικά, νωχελικά *μπακιρένια γύρα: χάλκινο περιλαίμιο *κακή αρρώστια: η τρέλα, από τη συνεχή θέα του σιδήρου *λυγά: λυγίζει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου