Η Βιρτζίνια Γουλφ, το πρωί της 28ης Μαρτίου 1941 φόρεσε το πανωφόρι της και κατευθύνθηκε στον ποταμό Ουζ, κοντά στο σπίτι της στο ανατολικό Σάσεξ. Στην όχθη στάθηκε και μάζεψε πέτρες. Τις έβαλε στην τσέπη της και άρχισε να περπατάει μέσα στο ποτάμι. Το νεκρό σώμα της βρέθηκε είκοσι μέρες μετά. Η αυτοκτονία της ήταν αποτέλεσμα της πολύχρονης μάχης της με τη μανιοκατάθλιψη.
Λίγο προτού χαθεί στον «κάτω κόσμο των νερών» είχε γράψει στον αγαπημένο της σύζυγο Λέοναρντ:
«Είμαι βέβαιη πως τρελαίνομαι ξανά. Νιώθω πως δεν έχω τη δύναμη να ξαναπεράσω μία από αυτές τις τρομερές περιόδους. Και δεν θα συνέλθω αυτή τη φορά. Έχω αρχίσει να ακούω φωνές και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Συνεπώς κάνω αυτό που μου φαίνεται το καλύτερο. Μου χάρισες την καλύτερη δυνατή ευτυχία. Υπήρξες με κάθε τρόπο όλα όσα μπορούσε να υπάρξει κανείς. Δε νομίζω να υπήρξαν δυο άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι από εμάς μέχρι που ήρθε αυτή η τρομερή ασθένεια. Δεν θα παλέψω άλλο πια. Ξέρω πως καταστρέφω τη ζωή σου, πως χωρίς εμένα θα μπορούσες να δουλέψεις. Και θα δουλέψεις, το ξέρω. Βλέπεις, ούτε αυτό δεν μπορώ να γράψω καλά-καλά. Δεν μπορώ να διαβάσω. Αυτό που θέλω να πω είναι πως σου χρωστάω όλη την ευτυχία που βίωσα στη ζωή μου. Ήσουν τόσο υπομονετικός και απίστευτα καλός μαζί μου. Θέλω να στο πω αυτό – όλοι το ξέρουν. Αν μπορούσε να με σώσει κανείς, εσύ θα ήσουν αυτός. Με έχουν εγκαταλείψει τα πάντα εκτός από τη βεβαιότητα της καλοσύνης σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να καταστρέφω τη ζωή σου. Δεν νομίζω πως υπήρξαν δύο άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι από εμάς τους δύο. Β.»
Σύμφωνα με βιογράφους της Γουλφ, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε είχαν βαθιά ρίζα στην παιδική της ηλικία. Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου μυθιστορήματός της έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, η οποία επιδεινώθηκε από το γερμανικό βομβαρδισμό του Λονδίνου κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και καταστράφηκε το σπίτι της. Η Γουλφ είχε επίσης μια τεράστια ανησυχία σχετικά με το μέλλον του εβραίου συζύγου της, φοβούμενη ότι ίσως έπεφτε θύμα των Ναζί.
Μεγαλώνοντας σε ένα βικτωριανό σπίτι
Η Βιρτζίνια Γουλφ γεννήθηκε το 1882 και είχε την τύχη να μεγαλώσει σε ένα διάσημο αστικό σπίτι, σημείο συνάντησης των διανοούμενων και των καλλιτεχνών της εποχής. Ο πατέρας της, σερ Λέσλι Στίβεν, ήταν συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός -εξέχον μέλος της βικτωριανής κοινωνίας. Η μητέρα της, Τζούλια Πρίνσεπ Ντάκγουορθ Στίβεν, είχε γεννηθεί στην Ινδία και είχε ποζάρει ως μοντέλο για πολλούς βρετανούς προραφαηλίτες ζωγράφους. Ήταν επίσης επιφανής νοσοκόμα και συγγραφέας βιβλίων στον τομέα της. Και οι δύο γονείς της ήταν ξαναπαντρεμένοι και είχαν παιδιά από προηγούμενους γάμους.
Λόγω της κοινωνικής θέσης της οικογένειας και της αυστηρότητας της βικτωριανής κοινωνίας, δεν επιτράπηκε στη Βιρτζίνια να σπουδάσει, όπως συνέβη με τους αδελφούς της, αν και της δόθηκε το ελεύθερο να χρησιμοποιεί τη βιβλιοθήκη του πατέρα της χωρίς όρους. Η ίδια ποτέ δεν συγχώρεσε τον πατέρα της γι’ αυτό, το οποίο σαν ζήτημα έμφυλης διάκρισης το συναντάμε στο «Ένα δικό σου δωμάτιο», το πιο έντονα φεμινιστικό από τα έργα της. Ο θάνατός του το 1904 της άφησε μια έντονη απογοήτευση για την ανεκπλήρωτη συμφιλίωση μαζί του. Μέσα από το «Στο Φάρο» επιχείρησε να αποκαταστήσει μέσα της τη σχέση μαζί του.
Ωστόσο, η στέρηση του δικαιώματος στις σπουδές της έδωσε το πλεονέκτημα να μείνει ανεπηρέαστη από τον στείρο ακαδημαϊσμό και να αναπτύξει ελεύθερη σκέψη που την οδήγησε από νωρίς στην έκφραση του συγγραφικού της ταλέντου. Σύμφωνα με τα αυτοβιογραφικά της δοκίμια, το περιστατικό που την τραυμάτισε ανεξίτηλα ήταν η σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια της όταν ήταν μόλις 6 ετών. Συν τοις άλλοις έπρεπε να διαχειριστεί τον πρόωρο χαμό αγαπημένων της προσώπων. Σε ηλικία 13 ετών έχασε τη μητέρα της, δύο χρόνια μετά την ετεροθαλή αδελφή της και αργότερα τον πατέρα και τον αδελφό της Τόμπι.
Μετά το θάνατο του πατέρα της και παρά τη μελαγχολία της, η Βιρτζίνια εντρύφησε στη μελέτη των γερμανικών, των ελληνικών και των λατινικών στο Γυναικείο Τμήμα του King’s College του Λονδίνου. Στα τέσσερα χρόνια που πέρασε στο ακαδημαϊκό περιβάλλον ήρθε σε επαφή με τον ριζοσπαστικό φεμινισμό, οι εκπρόσωποι του οποίου επιζητούσαν την πολυπόθητη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μετά τις σπουδες της γνωρίστηκε με τους Λίτον Στράτσι, Κλάιβ Μπελ, Σάξον Σίντνεϋ Τέρνερ, Ντάνκαν Γκραντ και Λέοναρντ Γουλφ, που αποτέλεσαν τον πυρήνα του διανοητικού κύκλου γνωστού ως Ομάδα Μπλούμσμπερι, που απέκτησε μεγάλη φήμη το 1910 με τη φάρσα του Ντρέντνοτ, όπου η Βιρτζίνια συμμετείχε ντυμένη Αιθίοπας.
Το 1912 παντρεύτηκε τον Λέοναρντ Γούλφ, σύζυγο-φίλο που προστάτεψε σαν φύλακας άγγελος, την πνευματική της υγεία. Μαζί ίδρυσαν το 1917 τις εκδόσεις Hogarth Press που δημοσίευσαν στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος των έργων της καθώς και άλλα έργα-ορόσημα του μοντερνισμού, όπως «Η Έρημη Χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ. Το ήθος του Μπλούμσμπερι αποθάρρυνε τη σεξουαλική αποκλειστικότητα και ενθάρρυνε τους πειραματισμούς. Το 1922 η Γουλφ συνάντησε τη Βίτα Σάκβιλ-Ουέστ. Η ερωτική τους σχέση παρουσιάστηκε μέσα από το «Ορλάντο» και διήρκεσε το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του '20. Η σχέση της με την Ματζ Βον αποτέλεσε την έμπνευση για το χαρακτήρα της «Κυρίας Ντάλογουεϊ».
Πρόδρομος της σύγχρονης φεμινιστικής σκέψης
Η Γουλφ με το έργο της αναδείχθηκε σε κεντρική φυσιογνωμία του αγγλικού μοντερνισμού, μια από τις σημαντικότερες γυναίκες συγγραφείς στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και πρόδρομος της σύγχρονης φεμινιστικής σκέψης. Υπήρξε αντίθετη προς τους «κανόνες» του βικτωριανού διηγήματος, ενώ έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στους Ρώσους πεζογράφους. Έγραψε εννέα μυθιστορήματα, διηγήματα και πληθώρα κριτικών και άλλων δοκιμίων σχετικά με τη λογοτεχνία, τη σύγχρονη ζωή, το ιστορικό παρελθόν και τη σημασία του φύλου, θέτοντας προδρομικά το θέμα της «γυναικείας γραφής». Επηρεάστηκε βαθιά από τον Προυστ και υποστήριζε ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο πέρα από αυτό που αισθανόμαστε ως άτομα. Μαζί με τον Τζέιμς Τζόις και τον Γουίλιαμ Φόκνερ υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της τεχνικής της «συνειδησιακής ροής» στη λογοτεχνία. Στην τεχνική αυτή γίνεται καταγραφή των σκέψεων και αισθημάτων πού «ρέουν», χωρίς καμιά προφανή λογική σύνδεση, στη συνείδηση ενός προσώπου.
Το πρώτο της μυθιστόρημα ήταν το «Πέρα από τα φαινόμενα» (1917) και ακολούθησαν «Το δωμάτιο του Γιάκομπ», «Μακρύ ταξίδι», «Η κυρία Ντάλογουεϊ» (1925), «Στο φάρο» (1927), «Ορλάντο» (1928) και «Τα κύματα» (1931). Το δοκίμιό της, «Τρεις Γκινέες», ήταν μια επίθεση στο φασισμό. Το άλλο διάσημο δοκίμιό της, «Ένα δικό σου δωμάτιο» (1929), θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του φεμινισμού. Το βιβλίο περιέχει τη γνωστή φράση: «Μια γυναίκα πρέπει να έχει τα χρήματα και ένα δωμάτιο κατάδικό της, εάν πρόκειται να γράψει μυθιστοριογραφία». Η «Κυρία Ντάλογουεϊ» γράφτηκε σαν «απάντηση» στον «Οδυσσέα» του Τζόις –και τα δύο βιβλία εκτυλίσσονται σε διάστημα μιας ημέρας.
Η φήμη της Γουλφ μειώθηκε στη μεταπολεμική περίοδο, το έργο της όμως αναβίωσε τη δεκαετία του ’70 την εποχή που το φεμινιστικό κίνημα ήταν στην ακμή του. Μέχρι σήμερα παραμένει μια συγγραφέας της οποίας το έργο ασκεί γοητεία σε κοινό και μελετητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου